Οἱ Μυροφόρες φθάνουν στὸν κενὸ τάφο
Αθανάσιος Μουστάκης
Χριστὸς ἀνέστη!
Σύμφωνα μὲ τὴν ἐπικρατοῦσα στὸν ἰουδαϊσμὸ συνήθεια κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ ἕνα νεκρὸ σῶμα ἔπρεπε νὰ ἀλειφθεῖ μὲ πολύτιμα μύρα ὥστε νὰ εἶναι ἕτοιμο γιὰ νὰ παραδοθεῖ στὴ φθορὰ τοῦ θανάτου. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν πρακτικὴ δὲν ἐξαιρέθηκε οὔτε τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ ὁμάδα μυροφόρων γυναικῶν ἐπισκέφθηκε τὸν τάφο γιὰ νὰ πράξει τὸ καθῆκον κάθε εὐσεβοῦς Ἰουδαίου ἀπέναντι σὲ ἕναν νεκρό.
Κανονικὰ οἱ τιμὲς αὐτὲς ἀποδιδόταν κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς ταφῆς καὶ ἔπειτα ὁ τάφος σφραγιζόταν. Στὴν περίπτωση τοῦ Κυρίου δὲν ἔγινε ἡ ἐπάλειψη κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς ταφῆς, καθὼς ἡ ὥρα εἶχε παρέλθει καὶ λόγῳ τῆς αὐστηρῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου, ποὺ εἶχε ξεκινήσει κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἀποκαθηλώσεως (ἡ ὁποία προφανῶς ἔγινε νωρὶς τὰ ξημερώματα τοῦ Σαββάτου), δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ἀγοράσουν τὰ ἀπαραίτητα οὔτε νὰ παραμείνουν στὴν περιοχὴ τῆς ταφῆς ποὺ ἦταν ἔξω ἀπὸ τὶς πύλες τῆς Ἰερουσαλήμ.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς καὶ αὐστηροὺς περιορισμοὺς ποὺ ἴσχυαν κατὰ τὸ Σάββατο ἦταν ἡ ἀπαγόρευση νὰ βαδίσουν περισσότερο ἀπὸ «Σαββάτου ὁδὸν» ποὺ σύμφωνα μὲ τὴ μία σχολὴ ἑρμηνευτῶν τοῦ νόμου ἦταν χίλια (περίπου 500 μέτρα) καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἄλλη δύο χιλιάδες βήματα (περίπου 1.000 μέτρα). Γι᾿ αὐτὸ οἱ μυροφόρες κατόρθωσαν νὰ ἀγοράσουν τὰ μύρα, ἀλλὰ δὲν εἶχαν τὴ δυνατότητα νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸν τάφο καί, φυσικά, δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ κυλίσουν τὸν λίθο ποὺ κάλυπτε τὴ θύρα τοῦ μνημείου.
Ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν τὰ βιβλικὰ χωρία, τὰ ὁποῖα χρησιμοποιοῦν τὸ ρωμαϊκὸ σύστημα χρονολόγησης καὶ δέχονται ὅτι τὸ Σάββατο ἔληγε τὰ ξημερώματα τῆς ἑπομένης ἡμέρας: τῆς μίας τῶν Σαββάτων, δηλαδὴ τῆς πρώτης μετὰ τὸ Σάββατο. Στὸ χωρίο Ματθαίου 28:1 παραδείγματος χάριν διαβάζουμε «ὀψὲ δὲ σαββάτων, τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων». Αὐτὸ πρέπει νὰ ἀποδοθεῖ «πολὺ ἀργὰ τὸ Σάββατο, ἐνῶ χάραζε ἡ πρώτη ἡμέρα μετὰ τὸ Σάββατο», δηλώνοντας ὅτι μέχρι τὰ ξημερώματα τοῦ Σαββάτου ἴσχυε τὸ Σάββατο καὶ ἡ ἑπόμενη ἡμέρα ξεκινοῦσε μὲ τὴν πρώτη ὑποψία τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου.
Ὁ μόνος ποὺ φαίνεται νὰ μένει πιστὸς στὸ ἰουδαϊκὸ σύστημα χρονολόγησης τῶν τμημάτων τῆς ἡμέρας εἶναι ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος. Τὸ χωρίο Μάρκου 16:1 δηλώνει ὅτι ἀγόρασαν ἀρώματα μόλις πέρασε ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου (ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα τοῦ Σαββάτου) καὶ τὸ πρωῒ τῆς μίας τῶν σαββάτων, τῆς ἑπομένης ἡμέρας μετὰ τὸ Σάββατο, ὅταν εἶχε λήξει ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου ἐπισκέφθηκαν τὸ μνῆμα τοῦ Κυρίου: «καὶ διαγενομένου τοῦ Σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. καὶ λίαν πρωῒ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖο ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου». Προφανῶς ξεκίνησαν ἀξημέρωτα ἀπὸ τὶς κατοικίες τους καὶ μόλις βγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη ἄρχιζε νὰ ἀχνοφαίνεται ἡ αὐγή. Πιθανότατα αὐτὸ συμβαίνει διότι εἶναι ὁ μόνος ποὺ περιγράφει μία πράξη ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὶς Μυροφόρες ἐντὸς τῆς πόλεως. Ἡ ἐνέργεια αὐτή, ἡ ἀγορὰ ἀρωμάτων, πραγματοποιήθηκε σύμφωνα μὲ τὸ ἰουδαϊκὸ τυπικὸ τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου.
Βέβαια, μὲ μία λίγο διαφορετικὴ ἑρμηνεία θὰ μποροῦσε καὶ αὐτὴ ἡ ἀναφορὰ τοῦ εὐαγγελιστοῦ Μάρκου νὰ ταιριάζει μὲ τὸ ρωμαϊκὸ σύστημα χρονολόγησης ἐὰν δεχθοῦμε ὅτι τὸ «διαγενομένου τοῦ Σαββάτου» ἀναφέρεται στὸ πρωὶ τοῦ Σαββάτου (ὅπως στοὺς ἄλλους εὐαγγελιστὲς) καὶ κατὰ συνέπεια οἱ Μυροφόρες ἀγόρασαν τὰ ἀρώματα λίγο πρὶν τὰ ξημερώματα (προφανῶς τὰ καταστήματα ἦταν ἀπὸ πολὺ νωρὶς ἀνοικτὰ στὴν Ἰερουσαλὴμ γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσουν τὶς δεκάδες χιλιάδες τῶν ἐπισκεπτῶν τοῦ Πάσχα) καὶ μὲ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου ἔφτασαν στὸ μνημεῖο.
Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς σημειώνει ὅτι ἡ ἀποκαθήλωση ἔγινε πολὺ ἀργὰ τὴν Παρασκευή, ἐνῶ ξημέρωνε τὸ Σάββατο, ὅμως πρὶν ἀνατείλει ὁ ἥλιος, ὁ ὁποῖος θὰ δήλωνε τὴν ἔναρξη τοῦ Σαββάτου (Λκ. 23:54) «καὶ ἡμέρα ἦν παρασκευῆς καὶ σάββατον ἐπέφωσκεν». Συνεπῶς, ὁ εὐαγγελιστὴς δὲν θεωρεῖ ὅτι ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου εἶχε ξεκινήσει τὸ ἀπόγευμα τῆς Παρασκευῆς, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνατολὴ τὸ πρωὶ τοῦ Σαββάτου.
Οἱ μυροφόρες γυναῖκες ἑτοίμασαν τὰ ἀρώματα γιὰ νὰ ὁλοκληρώσουν τὴ νεκρικὴ φροντίδα τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου καὶ ἐπισκέφθηκαν τὸ μνῆμα ἀμέσως μόλις τελείωσε ἡ ἀργία του Σαββάτου, πολὺ νωρὶς τὸ πρωὶ τὴν ὥρα ποὺ χάραζε ἡ ἑπόμενη ἡμέρα ἀπὸ τὸ Σάββατο (ἡ Κυριακὴ): «τὸ μὲν σάββατον ἡσύχασαν κατὰ τὴν ἐντολήν, τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων ὄρθρου βαθέως ἐπὶ τὸ μνῆμα ἦλθον» (Λκ. 23:56-24:1).
Ἀντιστοίχως, ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης τονίζει καὶ αὐτὸς ὅτι ἡ Ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ «ἔρχεται πρωῒ σκοτίας ἔτι οὔσης εἰς τὸ μνημεῖον καὶ βλέπει τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου» (Ἰωάννου 20:1) ἔφθασε στὸν τάφο πολὺ πρωΐ. Μάλιστα, σημειώνει ὅτι ἦταν ἀκόμη σκοτάδι.
Ἀπὸ τὴ μελέτη αὐτῶν τῶν χωρίων διαπιστώνουμε ὅτι οἱ μυροφόρες ἔφθασαν στὸν τάφο πολὺ νωρὶς τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς, μόλις ἡ μετακίνησή τους ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη ἦταν ἐπιτρεπτή. Τὸ σύστημα αὐτὸ ἦταν σύμφωνο μὲ τὸ ρωμαϊκὸ ἡμερήσιο πρόγραμμα ποὺ δεχόταν ὅτι ἡ 1η ὥρα τῆς ἡμέρας ξεκινοῦσε μὲ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου. Σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ σύστημα ἡ κάθε ἡμέρα χωριζόταν σὲ 12 ὧρες τῆς ἡμέρας καὶ 12 ὧρες τῆς νύκτας. Ἀνάλογα μὲ τὴν ἐποχὴ τοῦ χρόνου καὶ τὴν περιοχὴ τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ποὺ γινόταν ἡ μέτρηση ὑπῆρχαν σημαντικὲς διαφορές.
Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁρίζουν τὸν χρόνο οἱ εὐαγγελιστὲς στὶς διηγήσεις τοῦ πάθους καὶ τῆς σταυρώσεως:
α) «ἀπὸ δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης. περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ο Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων …». Σὲ μετάφραση τὸ χωρίο αὐτὸ ἔχει ὡς ἐξῆς: «ἀπὸ τὶς 12 τὸ μεσημέρι μέχρι τὶς 3.00 μ.μ. ἔγινε σκοτάδι σὲ ὁλόκληρη τὴ γῆ. Γύρω στὶς 3.00 μ.μ. ὁ Ἰησοῦς κραύγασε μὲ δυνατὴ φωνὴ …» (Ματθαίου 27:45-46).
β) ἀκριβῶς τὸ ἴδιο εἶναι τὸ χωρίο 15:33-34 τοῦ εὐαγγελιστοῦ Μάρκου
γ) καὶ τὸ χωρίο 23:44 τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, τὸ ὁποῖο ὅμως δὲν ἀναφέρει τὴν ὥρα ποὺ ἐξέπνευσε ὁ Κύριος.
δ) Ἀνάλογο προσδιορισμὸ ἔχει καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «ἦν δὲ παρασκευὴ τοῦ πάσχα, ὥρα ἦν ὡς ἕκτη. καὶ λέγει [ὁ Πιλᾶτος] τοῖς Ἰουδαίοις…» (Ἰωάννου 19:14) μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι δίνει μόνο τὸ ἀρχικὸ χρονικὸ ὅριο καὶ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τελείωσε ἡ δίκη τοῦ Ἰησοῦ ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου, γύρω στὶς 12.00 τὸ μεσημέρι.
Σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ σύστημα προσδιορισμοῦ τοῦ χρόνου τῆς ἡμέρας, ποὺ σημειωτέον ἦταν σὲ χρήση καὶ στὸ Βυζάντιο, φαίνεται ὅτι οἱ μυροφόρες ξεκίνησαν ἀπὸ τὶς κατοικίες τους μετὰ τὴν 11η ὥρα τῆς νυκτὸς καὶ ἔφτασαν στὸ μνημεῖο κατὰ τὴν 1η ὥρα τῆς ἡμέρας ἢ πρὸς τὸ τέλος τῆς 11ης ὥρας τῆς νυκτός, δηλαδὴ ὅσο νωρίτερα τοὺς ἐπιτρεπόταν νὰ πᾶνε στὸν τάφο.
Καθοριστικὸ ρόλο στὴν ἀπόφαση τῶν Μυροφόρων νὰ ἐπισκεφθοῦν νωρὶς τὸ πρωί, καὶ ὄχι τὸ ἀπόγευμα τοῦ Σαββάτου, τὸν τάφο τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ στὴν χρήση ἀπὸ τοὺς εὐαγγελιστὲς τοῦ ρωμαϊκοῦ ἡμερησίου προγράμματος ἔπαιξε προφανῶς τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ τόπος τῆς Σταυρώσεως καὶ τὸ μνημεῖο τοῦ Κυρίου ἦταν ἔξω ἀπὸ τὶς πύλες τῆς Ἰερουσαλήμ. Τὸ βράδυ, μὲ τὴ δύση τοῦ ἡλίου, ὅπως σὲ ὅλες τὶς πόλεις τοῦ ἀρχαίου κόσμου, οἱ πύλες ἔκλειναν καὶ ἄνοιγαν καὶ πάλι μὲ τὴν ἀνατολή. Μάλιστα, ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες ποὺ χιλιάδες προσκυνητὲς καὶ ὁ ρωμαῖος ἐπίτροπος Πόντιος Πιλᾶτος ἦταν στὴν πόλη τὰ μέτρα ἀσφαλείας θὰ ἦταν αὐστηρότερα καὶ οἱ φρουροὶ πιὸ προσεκτικοί. Ἐπειδὴ ἡ Ἀποκαθήλωση καὶ ἡ γρήγορη ταφὴ ἔγιναν μὲ ἄδεια τοῦ Πιλάτου κατέστη δυνατὸ ὅσοι συμμετεῖχαν σὲ αὐτὲς τὶς ἐνέργειες νὰ παραμείνουν ἔξω ἀπὸ τὶς πύλες μετὰ τὴ δύση. Ἔτσι, τὸ πρόγραμμα μετακινήσεων τῶν μαθητῶν καὶ τῶν Μυροφόρων, ὅπως τὸ καταγράφουν οἱ εὐαγγελιστές, ἔπρεπε νὰ καθοριστεῖ βάσει τῶν ρωμαϊκῶν καὶ ὄχι βάσει τῶν ἰουδαϊκῶν μεθόδων μέτρησης τοῦ χρόνου.