Το παραμύθι κι η παραβολή

Του π. Βασίλειου Χριστοδούλου

Σχόλιο στό βιβλίο Τό παραμύθι σου ἄνοιξε τοῦ π. Σπυρίδωνα Βασιλάκου,
ἐκδ.: ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ

Εἰκονίζουμε τόν Χριστό ὡς «ὁ Φωτοδότης», «ὁ Μέγας Ἀρχιερέας», «ὁ Παντοκράτωρ», «ὁ Ζωοδότης», «ὁ Νυμφίος», «ὁ Ἑλκόμενος», καί μέ τόσους ἄλλους τρόπους· καί ὅλοι αὐτοί προσδιοριστικοί εἴτε τῆς Θεϊκῆς Του δύναμης εἴτε τῆς κενωτικῆς Του «ἀδυναμίας». Θά ἤθελα μία ἀπεικόνιση (τήν ἔχω ἤδη μέσα στό μυαλό μου) πού θά ἀνταποκρίνεται περισσότερο στό ἐνδιάμεσο τῶν δύο αὐτῶν ἄκρων, κάπως πιό παραμυθητική, περισσότερο καθημερινή, πού νά μήν ἔχει –γιά τά δικά μας ἀνθρώπινα μέτρα, οὔτε ἄφταστη δόξα ἀλλ’ οὔτε καί ἀνείπωτο πόνο. Μήν ξαφνιαστεῖτε! Θά ἤθελα μία ἀπεικόνιση: Χριστός «ὁ Παραμυθᾶς»!

Προσέξτε! Ὄχι ὁ Χριστός νά μᾶς παραμυθιάζει, ἀλλ’ ὁ Χριστός νά μᾶς λέει συγκλονιστικές ἀλήθειες γιά ’Κεῖνον, γιά ’μᾶς καί τή Βασιλεία Του στή γλώσσα καί μέ τόν τρόπο πού θά μπορούσαμε νά τίς κατανοήσουμε ‒καλύτερα μᾶλλον νά τίς ὑποψιαστοῦμε‒ στή γλώσσα δηλαδή τῆς παραβολῆς (τοῦ παραμυθιοῦ).

 

Τό παραμύθι εἶναι μία μυθολογική διήγηση τῆς ὁποίας τά πρόσωπα πού πρωταγωνιστοῦν δέν εἶναι ὑπαρκτά, δέν ἔχουν ἱστορική σήμανση, οὔτε ὅμως καί τά γεγονότα πού περιγράφονται ἀπηχοῦν ἱστορικά συμβάντα. Πίσω ὅμως ἀπό τά πρόσωπα καί τά γεγονότα τοῦ μύθου παίρνει σάρκα καί ὀστά μία ἤ πολλές ἀλήθειες, οἱ ὁποίες, ἄν διατυπώνονταν μέ τόν τρόπο τῆς λογικῆς ἐξήγησης, τοῦ φιλοσοφικοῦ καί τεκμηριωμένου λόγου, δέν θά γίνονταν ἀπό τούς περισσότερους κατανοητές ἤ ἀκόμα χειρότερα θά γίνονταν ἀνιαρές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αὐτοῦ πού λέμε εἶναι τό παγκόσμια γνωστό ἀριστούργημα τοῦ Γάλλου συγγραφέα Ἀντουάν ντέ Σαίντ-Ἐξυπερύ Ὁ Μικρός Πρίγκιπας. Τά πρόσωπα, οἱ πλανῆτες, ἡ ἀλεπού τοῦ μύθου δέν εἶναι πρόσωπα ὑπαρκτά· οἱ ἀλήθειες ὅμως πού ὁ συγκεκριμένος μύθος κομίζει εἶναι τόσο συγκλονιστικές καί διαιώνιες πού συνεχίζουν μέσα στά χρόνια νά ἐκπλήσσουν καί νά τροφοδοτοῦν τούς ἀνθρώπους. Ἐάν προσπαθούσαμε π.χ. τό περιεχόμενο τοῦ περίφημου διαλόγου τῆς ἀλεποῦς μέ τόν Μικρό Πρίγκιπα νά τό ἐντάξουμε μέσα σέ μία δομημένη ὁμιλία ἐπιχειρημάτων, στέρεης ἀνάπτυξης καί τεκμηριωμένων συμπερασμάτων, ἴσως καί νά προκαλούσαμε τό χασμουρητό.

 

Ὑπάρχουν ὅμως καί ἐκεῖνες οἱ ἀλήθειες πού ὑπερβαίνουν τή δυνατότητα λογικῆς τεκμηρίωσης, πού δέν μποροῦν νά κατανοηθοῦν μέ τή νοητική διεργασία τοῦ ἀνθρώπου, πού κομίζουν μία πραγματικότητα ὑπερβατική, ἀνυπότακτη σέ ὁποιαδήποτε προσπάθεια λεκτικῆς ἐκφορᾶς καί συμμόρφωσής της. Γι’ αὐτές τίς ἀλήθειες ὑπάρχει μία ἄλλη μορφή μυθολογικῆς-εἰκονολογικῆς διήγησης, εἶναι ἡ «παραβολή»· ὁ κατ’ ἐξοχήν τρόπος διδασκαλίας πού χρησιμοποίησε ὁ Χριστός.

Φοβόμαστε τήν «παραβολή» νά τήν ὀνοματίσουμε «παραμύθι», γιατί καί τό παραμύθι τό ἔχουμε ἀδικήσει διαβάζοντάς το μέ λανθασμένο τρόπο. Δέν ἔχουμε μυηθεῖ στή «λογική» του ὥστε νά τό καταλάβουμε, παραμένοντας μόνο στήν ἐπιφάνεια τοῦ μύθου (ὅτι δηλαδή τά πρόσωπα καί τά γεγονότα πού παρουσιάζονται δέν εἶναι πραγματικά) καί ἔτσι τό συμπέρασμα πού βγάζουμε εἶναι πώς ὅ,τι περιέχεται σέ μιά διήγηση παραμυθιοῦ εἶναι ψέματα [1]. Ἄρα τήν παραβολή δέν μποροῦμε νά τήν ὀνομάσουμε παραμύθι, ἀφοῦ ὁ Χριστός δέν εἶναι ποτέ δυνατόν νά λέει ψέματα (νά μᾶς παραμυθιάζει). Ἄν ὄμως μπορούσαμε νά μυηθοῦμε στή «λογική» τοῦ παραμυθιοῦ καί μέσα ἀπό τόν λιτό, ἐκφραστικό τρόπο καί τήν εἰκονολογική του γλώσσα καταδυόμασταν στό βάθος του, θά μᾶς ἀποκαλύπτονταν λαλίστατες ἀλήθειες πού θά φλυαροῦσαν στή καρδιά, ἐνῶ λογική καί στόμα τραυλίζοντας θά προσπαθούσαν νά τίς ψελλίσουν. Θά αἰσθανόμασταν πώς τό ὑπέδαφος τοῦ παραμυθιοῦ εἶναι ἡ παραμυθία. Εἶναι τό μελτέμι πού φυσᾶ ἀπό μιά θάλασσα εὐρυχωρίας πάνω σέ στενεμένους ἀπό τή λογική καί τίς ὑποχρεώσεις της ἀνθρώπους.

Δέν ὑπάρχει ὁ πατέρας καί οἱ δυό γιοί στήν παραβολή τοῦ ἀσώτου (ὡς ἱστορικά πρόσωπα)· ἀλληγορεῖται ὁ Πατέρας Θεός καί ἡ σχέση Του μέ τόν ἄνθρωπο (Λκ. ιε΄ 11-32). Αὐτό πού ὑπάρχει ὅμως ὡς συνταρακτική ἀλήθεια πίσω ἀπό τή διήγηση τήν γεμάτη εἰκόνες, εἶναι ἡ ἀμετανόητη Πατρική Ἀγάπη καί ἡ ἀδιανόητη τρέλλα τοῦ ἀνθρώπου συνεχῶς καί μέ πολλούς τρόπους νά τήν πληγώνει (καί τόσα ἄλλα), γιά τά ὁποῖα θέλεις νά μιλήσεις, ἀλλά δέν ὑπάρχουν λέξεις διαθέσιμες νά τά χωρέσουν. Δέν ὑπάρχει γλώσσα ἱκανή νά τά περιχωρήσει καί ἀτόφια νά τά μεταφέρει.

Δέν ὑπάρχει τό ἀμπέλι, οὔτε ὁ ἰδιοκτήτης του, οὔτε φυσικά οἱ μισθωτές γεωργοί καί οἱ ὑπηρέτες τοῦ ἰδιοκτήτη καί ὁ γιός του πού ἀποστέλλονται γιά νά εἰσπράξουν τούς καρπούς (Μτθ. κα΄ 33-44/Μρκ. ιβ΄ 1-12). Δέν ὑπάρχει ὁ βασιλιάς καί ὁ γιός του πού παντρεύεται, οὔτε βέβαια καί οἱ προσκεκλημένοι πού γιά λόγους βιοτικῆς μέριμνας ἀρνοῦνται τελικά τή συμμετοχή τους στό γαμήλιο δεῖπνο (Λκ. ιδ΄ 16-24). Ὅλα αὐτά εἶναι τά σημαίνοντα τοῦ μύθου. Ὑπάρχει ὅμως ἡ Βασιλεία, ἡ σημαινόμενη ἀλήθεια! Μία πραγματικότητα πού ὑπερβαίνει τή δυνατότητα ἀκριβοῦς διατύπωσης καί τό μόνο πού μπορεῖ νά δοθεῖ εἶναι ἡ ὀσφραντική ὑποψία της μέσα ἀπό τήν ἀλληγορία. Μέσα ἀπό μία εἰκονολογική διήγηση μέ τοπία καί σκηνές τῆς καθημερινότητάς μας ὁ Χριστός μεταφέρει ἕναν «ἦχο καθαρό ἑορταζόντων», τή γεύση μιᾶς χαρᾶς καί ἑνός πανηγυριοῦ γιά τά ὁποῖα ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει ἐμπειρία, γι’ αὐτό καί δέν μπορεῖ λογικά νά τά ἑρμηνεύσει, ἀλλά πού μπορεῖ ὅμως νά τά προγευτεῖ ἀντιστοιχώντας τα μέ χαρές, κόπο καί εὐθύνη τῆς ἐδῶ ζωῆς του.

 

Ἡ μόνη λοιπόν διαφορά τῆς παραβολῆς μέ τό παραμύθι εἶναι πώς ἡ παραβολή μεταφέρει μία ἀλήθεια πού ὄχι μόνο ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νά κατανοήσει ἀλλά καί πού ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια δέν μπορεῖ σέ ὅλο της τό πλάτος καί τήν ἔκταση μέ τή γλώσσα καί τή λογική αὐτοῦ τοῦ κόσμου νά διατυπωθεῖ.

Τό παραμύθι καί ἡ παραβολή εἶναι μία ἐκλαϊκευμένη μορφή ποίησης. Ὅπως ἡ Ποίηση μέ τό ἐλάχιστο τῆς διατύπωσης κομίζει τό μέγιστο τῆς μετοχῆς, ἔτσι καί ἡ παραβολή καί τό παραμύθι μέ τό ἁπλοϊκό τοῦ τρόπου καί τήν γλώσσα τῆς εἰκόνας μιλοῦν γιά γεγονότα ἀνήκουστα, ἀνείπωτα καί ἀφανέρωτα, ἀλλά καί γιά ἀλήθειες πού, ἄν προσπαθούσες τόν πυρῆνα τῆς κατανόησής τους νά σπάσεις μέ ἐργαλεῖο τή λογική, θά προκαλούσες ὄλεθρο πυρηνικό.

Ὁ Ἐλύτης τό γνώρισε· ἰχνηλάτησε αὐτή τή πορεία καί φθάνοντας στό τέλος της μᾶς βεβαιώνει πώς «ἀπό τό ἐλάχιστο φτάνεις πιό σύντομα ὁπουδήποτε». Γιά χιλιομετρικές ἀποστάσεις αἰώνων φωτός μιλοῦσε ὁ Χριστός καί ἡ παραβολή μεταφράζοντας συντόμευε τήν ἀπόσταση, φθάνοντας τούς ἀνθρώπους ἔξω ἀπό τό παραθύρι Της, ὅπου τό Πνεῦμα εἶχε φροντίσει ἀνοικτό νά τό κρατεῖ, ἑνῶ ὁ Πατέρας ἀπό μέσα …μαγείρευε!

«Ὁ παραμυθᾶς» λοιπόν εἶναι μία ἔννοια ταυτισμένη στήν ἐμπειρία τοῦ ἐνήλικα μέ τόν ὁρισμό τοῦ «ψευταρᾶ», ἐνῶ στήν ἐμπειρία τοῦ παιδιοῦ μέ τήν τρυφερή εἰκόνα τοῦ παπποῦ ἤ τῆς γιαγιᾶς· ἡ ἀγκαλιά τῶν ὁποίων ἄνοιγε καί κουρνιάζοντας ἐκεῖ ἐμεῖς, προφυλαγμένοι ἀπό τήν κακοκαιρία μιᾶς σκληρῆς πραγματικότητας πού λογικά καί μέ ἐπιχειρήματα τόν οὐρανό ἀρνούνταν, μᾶς ἔκανε νά ὀνειρευόμαστε καί νά ταξιδεύουμε στόν κόσμο τῆς ἀλήθειας, πού οἱ μεγάλοι ἐπέμεναν ἀνύπαρκτο νά τόν κηρύσσουν.

Κάπως ἔτσι λοιπόν φαντάζομαι τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ Παραμυθᾶ, μ’ ἀνοιχτή τήν ἀγκάλη καί σηκωμένη τήν ἄγκυρα νά περιχωρεῖ ὅλα τά παιδιά (τά μικρά καί τά μεγάλα), νά τούς μιλᾶ παραβολικά, δίνοντας ἔμφαση ὄχι σέ νουθεσίες εὐθύγραμμης πορείας ἀλλά στό λανθάνον περιεχόμενο τῆς εὐαισθησίας πού ἐγκυμονεῖ τό μέλλον. Γύρω του Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι, ρήτορες καί διανοούμενοι τῆς κάθε ἐποχῆς σκωπτικά νά μειδιοῦν, «μήπως πίστεψε σ’ αὐτόν κανένα μέλος τοῦ συνεδρίου ἤ κανείς ἀπό τούς Φαρισαίους; Μόνον αὐτός ὁ ὄχλος πιστεύει, πού δέν ξέρουν τό νόμο τοῦ Μωϋσῆ καί γι’ αὐτό εἶναι καταραμένοι» (Ἰω. ζ΄ 48,49).

Τά παραμύθια ‒ὅσο παράξενο καί νά σᾶς ἀκουστεῖ‒ δέν εἶναι γιά τούς μικρούς, εἶναι γιά τούς μεγάλους! Ἤ γιά νά τό διατυπώσω πληρέστερα εἶναι καί γιά τούς δύο καί ὁ καθένας παίρνει τό κομμάτι του. Οἱ μικροί παίρνουν τήν εἰκόνα παραμένοντας στά σημαίνοντα, ἐνῶ οἱ μεγάλοι εἰσπράττουν τήν οὐσία κυνηγώντας τά σημαινόμενα. Εἶναι σάν τή θάλασσα πού ὅλοι μποροῦν νά τή χαροῦν, καί τά παιδιά καί οἱ ἐνήλικες. Μόνο πού τά παιδιά θά πλατσουρίζουν στίς ὄχθες της, ἐνῶ οἱ μεγάλοι θά ἀποδιδράσκουν σέ καταδύσεις.

Ἡ εἰκόνα λοιπόν τοῦ Χριστοῦ Παραμυθᾶ ζωντάνεψε μέσα μου καθώς ἔπεσε στά χέρια μου ἕνα βιβλίο πού τόλμησε νά ἀσχοληθεῖ σοβαρά μέ τό «ἀστεῖο», νά θεολογήσει παραμυθητικά, ν’ ἀφήσει ἐπιτέλους τήν ἀκτή τοῦ μύθου καί νά ξανοιχθεῖ στό πέλαγος τῆς ἀλήθειας. Ἕνα βιβλίο πού εἰκονογραφεῖ τόν Χριστό Παραμυθᾶ, νά λέει ὅμως τίς παραβολές ἀντεστραμμένες, ξεκινώντας ἀπό τό βάθος τους κι ὄχι ἀπ’ τήν ἐπιφάνειά τους.

Εἶναι ἕνα βιβλίο ἐξαιρετικά πρωτότυπο (τουλάχιστον ἐγώ δέν ἔχω διαβάσει κάτι παρόμοιο ποτέ, οὔτε καί γνωρίζω στήν ἑλληνική βιβλιογραφία νά ἔχει ὑπάρξει κάτι ἀντίστοιχό του) πού ξαναδιαβάζει πέντε ἀπό τά πιό γνωστά σέ ὅλους μας παραμύθια μέ τρόπο θεολογικό.

Εἶναι τό βιβλίο ἑνός πολύ σεμνοῦ καί ἀθόρυβα οὐσιαστικοῦ ἱερέα, τοῦ π. Σπυρίδωνα Βασιλάκου μέ τίτλο Τό παραμύθι σου ἄνοιξε, μέ ὑπότιτλο: ἀπό τά παραμύθια τοῦ χθές στήν ἀλήθεια τοῦ σήμερα!, ἀπό τίς ἐκδόσεις ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ.

Ἕνα βιβλίο στό σχῆμα καί τό μέγεθος φωτογραφικοῦ λευκώματος. Καθόλου τυχαῖα βέβαια, ἀφοῦ τό βιβλίο μιλώντας γιά παραμύθια σέ ταξίδι σέ προσκαλεῖ, ἐνῶ τό κοσμοῦν ἐσωτερικά πολύ ὄμορφες φωτογραφίες καλλιτεχνικά ἐπεξεργασμένες καί ὅλες στό ἀσπρόμαυρο μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς.

Τό ἐξώφυλλο, ἀσπρόμαυρο κι αὐτό, μᾶς ξανοίγει σέ πορεία πρός τό δάσος. Τό δάσος συνειρμικά μᾶς πηγαίνει σ’ ἕνα ἀπό τά παραμύθια μέ τά ὁποῖα ἀσχολεῖται τό βιβλίο, ἐκεῖνο τῆς «Κοκκινοσκουφίτσας», ὅπου γιά τόν π. Σπυρίδωνα «τό δάσος μοιάζει μέ τή ζωή. Ὅταν τό βλέπεις ἀπό μακριά, μόνο τήν ὀμορφιά του ἀντικρίζεις. Μέσα σ’ αὐτή τήν ὡραιότητα κρύβονται κίνδυνοι, κόποι, ἐμπόδια, ἀπογοητεύσεις, ἀποτυχίες, πτώσεις. Ἀπ’ ἔξω ὅλα εὔκολα, ὅλα ὄμορφα, ὅλα ἰδανικά φαντάζουν. Ὅταν πρωτοπατήσεις στό μονοπάτι τοῦ δάσους τῆς ζωῆς, διαπιστώνεις ὅτι δέν εἶναι μιά εὐθεία. Βράχια, χαράδρες, ἀπότομες πλαγιές, δέντρα, θάμνοι, τήν πορεία καθορίζουν. Ἀπαραίτητη ἡ προσοχή πού ξέρει νά ἐλίσσεται» (σ. 114). Γιά ὅλα αὐτά τά χαρακτηριστικά πού ἀποτελοῦν τή μορφολογία τῆς ζωῆς θά μᾶς μιλήσει ὁ συγγραφέας, ἀναλύοντας τήν Σταχτοπούτα, τά τρία γουρουνάκια, τήν Κοκκινοσκουφίτσα, τό ἀσχημόπαπο καί τήν στολή τοῦ αὐτοκράτορα.

Ὁ στοχευμένος κόκκινος χρωματισμός μόνο ἑνός σημείου στό ἀσπρόμαυρο ἐξώφυλλο δέν εἶναι κι αὐτός τυχαῖος· «Τό κόκκινο χρῶμα εἶναι ἔντονο. Ἡ ὅραση τό διακρίνει καί τό στοχεύει ὅταν βρίσκεται μέσα στό ὀπτικό της πεδίο. Ἔντονο, δυναμικό, πολύτιμο, ἀνεπανάληπτο καί τό δῶρο τῆς ζωῆς…Ἐάν δέν στοχεύσεις, ὅπως τό βλέμμα στό ἔντονο χρῶμα, στή ζωή πού σοῦ δόθηκε, θά ἀστοχήσεις, δηλαδή πραγματικά θά ἁμαρτήσεις» (σ. 106).

Σ’ αὐτή τή ζωή πού μᾶς δόθηκε καί στή σπουδαιότητά της στοχεύει ἡ θεολογική ἀνάλυση τῶν πέντε αὐτῶν παραμυθιῶν. Ποιός θά τό φανταζόταν πώς θά μπορούσαμε μέ βάση τό παραμύθι τῆς Σταχτοπούτας (τοῦ ὁποῖου ἡ ἀνάλυση εἶναι καί ἡ ἐκτενέστερη στό βιβλίο) νά μιλήσουμε γιά τήν ἀξία τῶν δυσκολιῶν καί δοκιμασιῶν τοῦ βίου, γιά τήν ὑπομονή καί τήν ταπείνωση, για τήν πίστη καί τίς ἀνατροπές πού ἡ ζωή μᾶς ἐπιφυλάσσει μέ κυριότερη ἀπ’ ὅλες τόν θάνατο προσώπου ἀγαπημένου· γιά τήν ἀγάπη καί τήν ἀρετή τῆς διάκρισης, γιά τήν Ἐκκλησία ὡς μητέρα καί ὄχι ὡς μητριά.

 

Στήν ἀνάλυση τοῦ παραμυθιοῦ τῆς Σταχτοπούτας εἶναι που ὁ συγγραφέας ἀφιερώνει μία ἔξοχη προσέγγιση στίς ἔννοιες τῆς «εὐκαιρίας» καί «εὐκολίας». Στήν εὐκαιρία συναντᾶ τήν δύναμη τῆς ἀλλαγῆς στή ζωή, τῆς ἀνανέωσης, τοῦ ἐπαναπροσδιορισμοῦ, ἐνῶ στήν εὐκολία τήν ἄρση τοῦ κόπου, τοῦ μόχθου, τῆς διάθεσης γιά ἀλλαγή πορείας. «Ἡ εὐκαιρία εἶναι ὑποστολή τῆς σημαίας τῶν συνηθισμένων πραγμάτων στόν οὐρανό τοῦ χρόνου σου. Γίνεται κατεύθυνση. Ἀφετηρία τῆς ἀλλαγῆς. Ἄλλος ἀέρας στούς πνεύμονες τῆς ζωῆς… Εὐκαιρία καί εὐκολία μπορεῖ νά ἔχουν τά τρία πρῶτα γράμματα κοινά, ἀλλά δέν ἔχουν τόν ἴδιο τόπο διαμονῆς… Ἡ εὐκολία δέν ἐπιθυμεῖ ἐργασία στόν ἀγρό τῆς εὐκαιρίας… Ἔτσι ἡ εὐκαιρία προτιμᾶ τή δυσκολία πού τή δέχεται ὅπως εἶναι» (σ. 49).

Τίς αναλύσεις τῶν παραμυθιῶν συντροφεύουν εὔστοχα ἐπιλεγμένες διηγήσεις ἀπό τό Γεροντικό, ἀπό τή ζωή σύγχρονων Γερόντων, ἁγίων, λαϊκῶν καί μοναχῶν.

Ὁ τρόπος γραφῆς τοῦ βιβλίου διευκολύνει τόν σύγχρονο νεοέλληνα, ὁ ὁποῖος δυστυχῶς δέν εἶναι ἐξοικειωμένος μέ τήν φιλαναγνωσία καί γι’ αὐτό δέν μπορεῖ τά μακρόσυρτα νοήματα καί τίς ἀχανεῖς προτάσεις. Μικρές, σύντομες προτάσεις εἶναι ὁ τρόπος γραφῆς τοῦ π. Σπυρίδωνα, πού ὅμως οἱ προτάσεις αὐτές ἔχουν τό βάρος ἑνός ὁλόκληρου κεφαλαίου. Κάτι σάν τό παραμύθι, πού στό ἐλάχιστο τῆς διήγησης ἐγκιβωτίζει πλῆθος ἀληθειῶν. Ὁ τρόπος γραφῆς τοῦ βιβλίου εἶναι παραμυθένιος· γεμάτος εἰκόνες καί παρομοιώσεις δίνει τήν αἴσθηση ἑνός ἀκόμα παραμυθιοῦ. Διαβάζοντας τό βιβλίο δέν αἰσθάνεσαι κάποιον νά σέ διδάσκει, νά σέ νουθετεῖ, νά σέ γεμίζει μέ γνώσεις, ἀλλά κάποιον πού σ’ ἔχει ἀγκαλιάσει καί μέ «μιά φορά κι ἕναν καιρό» σέ ταξιδεύει.

Παραμένοντας στό παραμύθι τῆς Σταχτοπούτας, θά ἤθελα νά ἐπισημάνω τήν ἐξαιρετική κατά τή γνώμη μου προσέγγιση τῆς ἔννοιας τῆς μοναξιᾶς, ἡ ὁποία «μπορεῖ νά γίνει καί ἀναπνοή καί καταστροφή» (σ. 61). Ἡ μοναξιά, παγκόσμιος φόβος τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου ἀλλά ταυτόχρονα καί δείκτης ὡρίμανσής του, ἀνατέμνεται τόσο εὔστοχα καί οὐσιαστικά ἀπό τόν συγγραφέα σέ μόλις δυόμιση σελίδες.

Πλῆθος νοημάτων καί καίριων ἐπισημάνσεων γιά τή ζωή καί τήν καθημερινότητά μας ἐμπεριέχονται καί στίς ἀναλύσεις τῶν ἑπόμενων τεσσάρων παραμυθιῶν μέ ἀμείωτο τό ἐνδιαφέρον τῆς ἀνάγνωσης καί ἀδιάπτωτη τήν ἔκπληξη ἀπό τίς θεολογικές διαπιστώσεις.

Νομίζω πώς τό βιβλίο τοῦ π. Σπυρίδωνα εἶναι ὁ τύπος τοῦ βιβλίου πού σήμερα χρειαζόμαστε. Καθόλου τυχαῖα ἡ διαπίστωση πώς τήν τελευταῖα κυρίως πενταετία πολλά βιβλία μέ σταχυολογημένη καί συνοπτικά ἀποτυπωμένη τή σκέψη καί τή διδασκαλία μεγάλων φιλοσόφων καί στοχαστῶν, σχετικά μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς μας, τῆς ἀντιμετώπισης τῶν προβλημάτων της, τήν ὑπερκέραση των δυσκολιῶν κ.ἄ. βρίσκουν ἔνθερμη ἀνταπόκριση ἀπό τό ἀναγνωστικό κοινό. Χρειαζόμαστε καί ὡς Ὀρθόδοξοι χριστιανοί βιβλία μέ λόγο σύγχρονο καί θεολογικά εὐφυῆ, σωστά διατυπωμένο, ἀσχολούμενο ὄχι μέ τή νοερά προσευχή καί τίς Θεοπτικές ἐμπειρίες, ἀλλά μέ ὅλα ἐκεῖνα τά θέματα πού ταλανίζουν τόν καθημερινό ἄνθρωπο και ἐνώπιον τῶν ὁποίων καθημερινά παρίσταται, τήν ταραχή, τό ἄγχος, τόν θάνατο, τήν μοναξιά, τίς προβληματικές οἰκογενειακές σχέσεις, τά προσωπεῖα καί τήν ὑποκρισία, τή λατρεία τοῦ «φαίνεσθαι» καί ὄχι τήν κατάφαση στό «εἶναι», τήν ὑπερηφάνεια καί τήν ταπείνωση, τήν ἐπιμονή καί ὑπομονή.

Ἀποτελεῖ μεγάλη ἐλπίδα νά συναντᾶς ἕναν ἱερέα πού ἀσχολεῖται μέ παραμύθια. Ἀποτελεῖ μεγάλη ἐλπίδα νά συναντᾶς λόγο ἱερατικό, ἰσορροπημένο· λόγο πού νά στοχεύει κατευθείαν στή καρδιά, λόγο πού νά μή σέ ξυλοφορτώνει, νά μήν σέ ἀπολιθώνει, νά μήν σοῦ βγάζει χασμουρητά. Εἶναι μεγάλη παρηγοριά σέ ἐποχές ἀπαράκλητες καί ἀπαρηγόρητες νά γράφονται βιβλία παραμυθητικά. Βιβλία πού σκάβουν τόν μύθο γιά νά βρουν τήν Πραγματικότητα. Εἶναι εἰλικρινά ἐλπιδοφόρο νά σοῦ μιλοῦν γιά τόν Χριστό ἐνῶ σέ ἀγκαλιάζουν καί ὄχι ἐνῶ σέ ἐπιτιμοῦν. Νά σοῦ μιλοῦν γιά Κεῖνον ὅπως Ἐκεῖνος, στό ἴδιο ἐπίπεδο μαζί σου καί ὄχι κοιτώντας σε ἀπό ψηλά.

Ὄντως λοιπόν «τό παραμύθι μας ἄνοιξε» καί σ’ αὐτό βοήθησε ὁ π. Σπυρίδων. Διεμβόλησε τήν ἐπιφάνειά του καί μᾶς ἄνοιξε πορείες ἄλλες στή κατανόηση τῆς ζωῆς. Σέ καιρό θέρους μᾶς θύμησε πώς κάτω ἀπό τόν μύθο τῆς ἐνηλικίωσής μας ἡ ἀλήθειά μας εἶναι πώς παραμένουμε παιδιά· «παιδικότητα, ἡ ἐπίγεια βάση ἐκτόξευσης τῆς ὕπαρξης στήν οὐράνια πατρίδα» (σ. 16), καί μέ τήν ἀλήθεια αὐτή νά μποῦμε στόν Παράδεισο.

Μᾶς πρόσφερε ἕνα ὑπέροχο καλοκαιρινό ἀνάγνωσμα καί μᾶς ἄφησε νά ταξιδέψουμε μέσα σέ μιά ἀγκαλιά…

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ

1. Ἡ ἐννοιολογική βέβαια ἀπόσταση μεταξύ μύθου καί ψέματος εἶναι χαοτική. Μύθος εἶναι ἡ διατύπωση τῆς ἀλήθειας μέ διήγηση φανταστική, ἐνῶ ψέμα εἶναι ἡ διαστρέβλωση καί δολοφονία τῆς ἀλήθειας μέ τρόπο ἀληθοφανῆ.

Πηγή εδώ