Αχ τυφλέ κρητικέ!

Μητροπολίτου Αλεξανδρουπόλεως κ. Ανθίμου

Τα Χανιά γιόρταζαν την Πολιούχο τους Παναγία στη γιορτή των Εισοδίων της. Ο Πανηγυρικός Εσπερινός κόντευε στο Δοξαστικό των Στιχηρών. Από το δεσποτικό χάζευα τις μεγάλες φυσιογνωμίες των αγιογραφιών του παλαιού ιστορικού Ναού. Ο ποιμενάρχης που με προσκάλεσε και μου παραχώρησε το θρόνο του, στεκόταν σιωπηλός και ευγενής δίπλα μου στο παραθρόνιο προσευχόμενος. Οι ιερείς φαινόταν από την ωραία πύλη έτοιμοι για την είσοδο. Οι ψάλτες «πετούσαν» σε ύψη καλλιτεχνικής μαεστρίας. Ο ευσεβής λαός, μια διαρκής προσκυνηματική ροή, σαν σύρσιμο, καθώς έφερνε και ακουμπούσε πάνω στην εφέστια εικόνα το ακριβότερο απόσταγμα της ψυχής του, δάκρυα κι ελπίδες. Συνθέσεις λουλουδιών στόλιζαν τις μεγάλες εικόνες του τέμπλου και κυρίως την γιορτάζουσα των Εισοδίων, καλυμμένες με ασημένια «πουκάμισα», δείγμα της πατροπαράδοτης κρητικής ευσέβειας. Στις λιγοστές καρέκλες εναλλάσσονταν οι πολλοί στριμωγμένοι όρθιοι που κατέκλυσαν το Ναό και ζούσαν το μυστήριο της πανηγύρεως στην πανδαισία κινήσεως, ήχων χρωμάτων και κάθε μορφής καλής εκκλησιαστικής τέχνης, ενώ έξω στην πλατεία ακουγόταν ο λαός που, έστω κι από ‘κεί, αισθανόταν την θαλπωρή της Παναγιάς στη γιορτή της.

Σε κάποια χαλαρή στιγμή τα μάτια έπεσαν στο εξής αθόρυβο θέαμα· μια κυρία συνόδευε ένα μεγαλύτερο άνδρα προς τις εικόνες του τέμπλου. Προχωρούσε στα δεξιά του, με το δεξί της χέρι κρατούσε το δικό του και με τ’ αριστερό της είχε αγκαλιάσει τη μέση του και τον καθοδηγούσε προσεκτικά. Εκείνος βαστούσε ένα γερό κρητικό ξύλινο ραβδί, χωρίς καμμιά ισιάδα κι έκανε μικρά βήματα, ερευνητικά μέχρι που οι μύτες των παπουτσιών του σκόνταψαν στο κάτω σκαλί του σολέα μπροστά στην εικόνα των Εισοδίων, όπου τον έφερε η κυρία που τον συνόδευε. Τότε, του ψιθύρισε κάτι και έδειξε να τον παρακινεί να ανέβει το σκαλοπάτι για να φιλήσει την ανθοστολισμένη εικόνα που γιόρταζε. Όμως, εκείνος έκανε λίγα εκατοστά πίσω, ένα μικρό βήμα, έκλινε το γόνατό του και άρχισε να χαμηλώνει. Η κυρία τον βοήθησε…..

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΕΔΩ