Εκεί…

Κει που το μαύρο λευκαίνει απ’ το άσπρο

Κει που η πένα χαϊδεύει τη χορδή

Κει που το κύμα μεριάζει και τον βράχο

και στην Επίδαυρο λαλεί και το σκαλί

Κει που τ’ αντρόγυνου η σάρκα γίνεται ένα

και το Ποτήρι τ’ άγιο θα ’χει πια σώμα κι αίμα…

Εκεί… Εκεί… κι ακόμα τόσα εκεί…

– ανταμωμένα ριζικά δίχως γιατί…

Κάνε, Θεέ μου, και η δική μου προσευχή

στην πατρική Σου την καρδιά να βρει καταφυγή

Γιατί ορφάνεψα, Πατέρα, δίχως Σένα…

Αυτό να ’ναι για μένα το μόνιμο Εκεί…

 

Στέφανος Γ. Δορμπαράκης