Τοπίο θανάτου (διήγημα)
π. Σταύρου Τρικαλιώτη
Παντοῦ παραμονεύει ὁ θάνατος, ἡ ἀπελπισία, τό ἀδιέξοδο. Συνηθίζουμε νά λέμε ὅτι οἱ πιό παλιοί ἀπό ἐμᾶς ἀντιμετώπιζαν δυσκολότερες καταστάσεις ἀπό αὐτές πού ἀντιμετωπίζουμε ἐμεῖς σήμερα. Σίγουρα, ἀντιμετώπισαν τήν πείνα τοῦ σαράντα, πού θέρισε πολύ κόσμο, τά δεινά τοῦ πολέμου, τόν μετέπειτα ἐμφύλιο σπαραγμό. Ἀλλά δέν ἔχασαν τό θάρρος τους. Πάνω στά συντρίμμια ἑνός ἀδυσώπητου πολέμου ξανάχτισαν τή ζωή τους. Οἰκοδόμησαν τή νέα Ἑλλάδα. Τό ἀποκαρδιωτικο καί σεληνιακό τοπίο πού μᾶς κληρονόμησε ὁ πόλεμος καί τά ἀποκαΐδια του ἔγιναν τό προζύμι μιᾶς καινούργιας ζωῆς. Ἡ ζωή ὅμως αὐτή εἶναι απαλλαγμένη ἀπό τή μυρωδιά τοῦ θανάτου ἤ θυμίζει τοπίο θανάτου μέσα καί ἔξω μας;
«Ἡ πετρωμένη θάλασσα καί τά μαῦρα κυπαρίσσια».
Ἡ θάλασσα δέν εἶναι ἁπλῶς φουρτουνιασμένη, εἶναι πετρωμένη, ἀκινητοποιημένη, μουντή. Δέν παρέχει πλέον κανενός εἴδους αἰσθητική ἀπόλαυση στούς ἀνθρώπους. Δέν μᾶς γαληνεύει μέ τήν ὀμορφιά της. Μᾶς ἀπωθεῖ μέ τήν πέτρινη καί σκληρή της ὄψη.
Τά ψάρια πεθαίνουν ὅπως στή νεκρή θάλασσα. Ἡ θάλασσα μοιάζει σάν καταραμένη. Σφαδάζει καί ἀδυνατεῖ νά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τίς ὠδῖνες της. Ὁ τοκετός φαντάζει σάν ἄπιαστο ὄνειρο. Συνυπάρχει μέ τό τέλμα καί τόν θάνατο. Ἀκόμα καί τά κυπαρίσσια τοῦ κοιμητηρίου πού φυσιολογικά εἶναι πράσινα, τώρα παρουσιάζονται μαῦρα, βουτηγμένα στή μαυρίλα ἑνός ἀπέλπιδου κόσμου πού προσπαθεῖ νά ἀνασυγκροτηθεῖ ἀπό τά συντρίμμια του. Τό πράσινο κυπαρίσσι παραπέμπει σέ μιά παραδείσια εἰκόνα. Τό μαῦρο κυπαρίσσι σ᾽ ἕνα κόσμο δίχως παράδεισο, δίχως προοπτική γιά μιά καλυτέρευση τῆς ζωῆς.
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΕΔΩ