Καθηγητής πρός μαθητές: «Λέω σήμερα νά ἀκούσω ἐσᾶς»*
Τοῦ Ἠλία Λιαμῆ
Ἀνοίγω τήν πόρτα τῆς τάξης. Δέ μέ περιμένουν ἐκπλήξεις. Ἔφηβοι ἀκίνητοι, ἀμίλητοι περιμένουν νά τούς μεταδώσω τή… σοφία μου. Ἤ… ἁπλῶς θά μέ ἀνεχτοῦν, περιμένοντας νά χτυπήσει τό κουδούνι. Θέλω νά τούς ἀκούσω ἀλλά δέν ἔχω χρόνο. Ἐδῶ δέν ἔχω χρόνο οὔτε κἄν νά ἀξιολογήσω τό τί ἀφήνω πίσω μου. Νομίζω πώς βοηθῶ. Νομίζω πώς διδάσκω. Νομίζω πώς ἔχω ἀπήχηση. Πῶς ὅμως νά μάθω τήν ἀλήθεια;
Ὅταν βρισκόμουν στά ἴδια θρανία, ἡ φωνή μου δέν ἐνδιέφερε κανέναν. Οὔτε πού θυμᾶμαι πότε ἀκούστηκε τελευταία φορά. Μέχρι πού, μαζί μέ τούς συνομηλίκους μου, παραιτηθήκαμε ὁριστικά, ἀκολουθώντας τίς ἀπαιτήσεις ἑνός συστήματος φτιαγμένου ἀπό κουφούς γιά μουγγούς. Ἀπαίδευτος στήν ἀκρόαση, ἀδίδαχτος στίς μεθόδους, ἐγώ, μιά ἀναπόφευκτη ἀνακύκλωση τῆς σιωπῆς.
Τό χέρι μου ἀγγίζει τό πόμολο. Ἀναρωτιέμαι: Ἀλλάζει ἡ μοίρα τῶν ἀνθρώπων; Πῶς ἀναπληρώνονται τά κενά τῆς διαπαιδαγώγησης καί τῆς ἐκπαίδευσής μου; Μπορῶ νά ἐπιλέξω ἄλλη ὁδό ἀπό τήν πεπατημένη;
Τό ἀποφασίζω: Ἔστω γιά μιά φορά θά σιωπήσω γιά ν᾽ ἀκούσω τή σιωπή τῶν ἀκροατῶν μου. Μπαίνω. Στέκομαι μπροστά στούς μαθητές μου. Περιμένουν. Σιωπῶ. Ἀμηχανία.
«Λέω σήμερα νά ἀκούσω ἐσᾶς».
Ἀπορία. Ἡ σιωπή ἐπιμένει.
«Λοιπόν; Τί σᾶς ἐνδιαφέρει πραγματικά;»
Ἀκόμη σιωπή. Ὅμως στά μάτια τους τό τέλμα τῆς ἀνίας ἀρχίζει δειλά νά κυματίζει. Κι ἄν δέν ἀκούω φθόγγους, στήνω αὐτί ν᾽ ἀκούσω τόν κυματισμό. Ξεχνῶ τίς βεβαιότητές μου καί παραδίδομαι σέ πέλαγα γεμάτα ἀπρόοπτα ἐρωτήματα, ἄγνωστες καταστάσεις, πόνους καί κόπους νέους καί τόσο παλιούς, καημούς ἀνομολόγητους, πού ἄν δέν κραυγάσουν ἐπειγόντως, θά παιδέψουν γιά χρόνια τίς ψυχές κι ἀργότερα τά κορμιά τους.
Ἀκούω! Ἡ Μάρθα ἔμαθε πώς ἔχει τήν καλύτερη οἰκογένεια. Κι ὅμως κάτι ἀπροσδιόριστο τήν πνίγει. Ὁ Σάββας δέ βρίσκει τήν ὥρα νά ξαναβυθιστεῖ σέ μιά ὀθόνη. Ξέχασε νά γελάει, ξέχασε νά μιλάει. Μόνο ζεῖ τίς ζωές ἀνύπαρκτων ἡρώων μέ ἀνύπαρκτους φίλους. Ἡ Ἐριφύλη νομίζει πώς ὅλες οἱ συμφορές ἔχουν πέσει στό κεφάλι της. Κι ἄς ἔχει ὅλα τά καλά τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἄρης ἔχει μπερδέψει τίς Θερμοπύλες μέ τό ᾽21 καί κατά βάθος οὔτε πού ξέρει τί χρησιμεύουν ὅλες αὐτές οἱ γνώσεις γιά τό παρελθόν. Ἡ Ἄννα φοράει μακρυμάνικο στή λιακάδα γιά νά μήν φαίνονται οἱ μελανιές στά χέρια της ἀπό ἐκεῖνα πού ἔγιναν χθές στό σπίτι της. Ὁ Χρίστος τό ἔχει ἤδη ἀποφασίσει: Πιό καλή ἡ μοναξιά ἀπό γάμους καί δεσμεύσεις. Ὁ Νικόλας φοβᾶται πώς θά ξανάρθει ἐκείνη ἡ δύσπνοια σάν νά μή τοῦ φτάνει ὁ ἀέρας. Εἶναι ἀπό τότε πού ὁ συμπαίκτης του στό μπάσκετ σκοτώθηκε. Ὁ Ὀδυσσέας δέν ξέρει τί νά κάνει. Ὅταν ἀρνήθηκε νά μείνει τό βράδυ σπίτι της, ἡ κοπέλα του τοῦ πέταξε κατάμουτρα πώς δέν εἶναι ἱκανός ἄντρας. Ἡ Μαρίνα νομίζει πώς εἶναι χοντρή. Ἔχει σταματήσει πιά νά τρώει. Τά ροῦχα πλέουν ἀπάνω της, ὅμως ἐκείνη εἶναι βέβαιη: Ὅλοι ἀπεχθάνονται τό πάχος της. Ὁ Βαγγέλης δέν ἔχει πιά οὔτε λεπτό ἐλεύθερο. Οἱ ὑποχρεώσεις του δέν χωρᾶνε στό εἰκοσιτετράωρο. Πρέπει νά κόψει καί τόν ὕπνο. Ὁ Πάνος λατρεύει τή γιαγιά του, δέν ἀνάβουνε ὅμως πιά μαζί τό καντηλάκι. Ἡ πίστη τοῦ φαίνεται πιά μιά τελειωμένη ὑπόθεση. Ὁ Πέτρος γυρίζει τά βράδια κάνοντας γκράφιτι. Ὅσο καί ν᾽ ἀργήσει, κανείς δέν ἀνησυχεῖ. Ἡ Κατερίνα χαμογελάει, τό χαμόγελό της ὅμως εἶναι μέρα μέ τή μέρα καί πιό πικρό. Οἱ συμμαθητές της σχολιάζουν κάθε λέξη πού βγαίνει ἀπ᾽ τό στόμα της. Στά διαλείμματα ὑπάρχουν στιγμές πού φοβᾶται πώς θά τήν χτυπήσουν. Ἡ Χριστιάνα τό ἔχει πάρει ἀπόφαση: Δέν τήν ἀκούει κανείς. Δέν τήν καταλαβαίνει κανείς. Εἶναι μόνη ἀνάμεσα σέ ξένους. Κι ἄλλα… κι ἄλλα.
Νιώθω τίς δυνάμεις μου νά μ᾽ ἀφήνουν. Ἤθελα ν᾽ ἀκούσω καί τώρα βρίσκομαι ἀδύναμος νά ἀπαντήσω, περιφερόμενος ἀνάμεσα σέ προβλήματα ἄγνωστα καί περίπλοκα. Ἄλλα ἀπό αὐτά παρουσιάστηκαν ὅταν εἶχα ξεχάσει πιά τί σημαίνει νά εἶσαι ἔφηβος. Καί ἄλλα μοῦ θύμισαν δικά μου ἀνεξόφλητα γραμμάτια, καταχωνιασμένα στή σοφίτα τῆς σκονισμένης μου ἐφηβείας.
Πόσο τρομακτικό! Καί πόσο ὑπέροχο! Κολυμπᾶμε στό ἴδιο πέλαγος, κι ἐγώ κι οἱ μαθητές μου. Καί γιά μένα καί γι᾽ αὐτούς τίποτε δέν λύνεται ὁριστικά καί τίποτε δέν εἶναι καταδικασμένο. Οἱ ἐτικέτες ἀλλάζουν. Ἀπό πίσω ὅμως ὁ ἴδιος φόβος, οἱ ἴδιες ἐλπίδες, ἡ ἴδια ἀνάγκη γιά ἀγάπη, ἡ ἴδια πληγή ἀπό τήν ἐγκατάλειψη, ἡ ἴδια χαρά μπροστά στό μεγαλεῖο καλῶν ἀνθρώπων, ἡ ἴδια ἀπορία γιά τό τί κρύβεται πίσω ἀπό τό γαλάζιο τ᾽ οὐρανοῦ.
Ὁ κόσμος προχωρᾶ. Ἀνάμεσα σέ νέες συμπληγάδες, σέ νέες Σειρῆνες, σέ νέους Κύκλωπες. Τό μυαλό ἀναζητᾶ νέα γνώση γιά νά παλέψει. Ἡ καρδιά ἀναζητᾶ νέα πνοή γιά ν᾽ ἀντέξει.
Κι ἔρχεται τό βιβλίο αὐτό. Ἀνάμεσα στούς συγγραφεῖς, ὁ καθένας στή σκοπιά του, στόν προορισμό του, στό μετερίζι του. Ἐλπίδα μοναδική νά βρεθοῦμε μαζί. Νά μοιραστοῦμε τούς καρπούς τοῦ μόχθου μας. Ἄλλος ἀφοσιωμένος στή θεραπεία τῆς ψυχῆς, ἄλλος στήν ἐπιστήμη πού ἐπέλεξε, ἄλλος στήν ἐκκλησιαστική του διακονία, ἄλλος στόν παιδαγωγικό του ρόλο. Κανείς δέν ἔχει τά πάντα. Κι ὅλοι ἔχουμε κάτι νά προσφέρουμε. Κοινός στόχος νά μάθουμε νά ἀκοῦμε τούς νέους καί νά καταφέρουμε νά γίνουμε ἀκουστοί ἀπό αὐτούς. Μᾶς παρακολουθοῦν καί δοκιμάζουν τήν ὡριμότητα καί τήν ἑτοιμότητά μας.
Δέν ὑπάρχουμε ἄν δέν ἀκοῦμε τούς νεότερους, τούς μαθητές μας, τά παιδιά μας, ὅλους αὐτούς, πού αὔριο θά κληρονομήσουν τή γῆ. Κι εἶναι κρίμα νά περάσουμε ἀπό τή ζωή τους ἀδιάφοροι καί περιττοί. Ἄς μάθουμε νά ἀκοῦμε. Κι ἀφοῦ ἀκούσουμε, ἄς ἔχουμε ὁπλιστεῖ μέ γνώσεις καί τρόπους, ὥστε νά τούς ἀνοίξουμε ἐναλλακτικούς δρόμους σκέψης ἀλλά καί ἀντιμετώπισης ὅλων τῶν καινούργιων προκλήσεων πού φέρνει ἡ ἐποχή μας.
Ἠλίας Λιαμῆς
Ὁ πρόλογος
τοῦ Συλλογικοῦ Τόμου
«ΜΙΛΩΝΤΑΣ
ΜΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ
ΓΙΑ ΟΛΑ»,
πού μόλις κυκλοφόρησε
ἀπό τίς ἐκδόσεις
«Ἀρχονταρίκι».