Τι να κάνω; δεν έχω μέρος να συγκεντρώσω τα γεννήματά μου
π. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Η οικονομία είναι το κύριο συστατικό στοιχείο της εποχής και του κόσμου μας. Καθημερινά βομβαρδιζόμαστε με ερωτήματα για το πώς θα εξέλθουμε από την κρίση, για το πώς θα αναπτυχθούμε περισσότερο, για το πώς θα πληρώσουμε τα χρέη μας, πώς θα έχουμε τη δυνατότητα να απολαμβάνουμε τα αγαθά του κόσμου και του πολιτισμού μας. Η οικονομία είναι συνδεδεμένη με την προσωπική πορεία του καθενός και τη θέση του στην κοινωνία. Πώς να παντρευτούμε, αφού δεν έχουμε τα χρήματα που χρειαζόμαστε για να κάνουμε έναν γάμο όπως τον φανταζόμαστε, δηλαδή με αφθονία; Να βρούμε μία καλύτερη εργασία ή, καθώς είμαστε άνεργοι, να εργαστούμε κάπου, όπου και όπως να είναι, αρκεί να είμαστε και παραγωγικοί και αποδεκτοί. Να έχουμε τα υλικά αγαθά, ώστε να μπορούμε να επιβιώσουμε μέχρι τα βαθιά γεράματα. Να αποταμιεύσουμε γα τα παιδιά και τα εγγόνια μας. Να εξασφαλίσουμε στον εαυτό μας και στους οικείους μας ένα καλύτερο μέλλον. Η κρίση, τέλος, της οικονομίας, είναι και κρίση για όλους μας, όσους τουλάχιστον δεν έχουν την αφθονία των παραπάνω χρημάτων και αγαθών. Και γι’ αυτό η κρίση γεννά την ανάγκη ανάπτυξης κινημάτων και πρακτικών αλληλεγγύης, από τους έχοντες προς τους μη έχοντες. Η οικονομία έχει καταπιεί ως προτεραιότητα την πολιτική, την θρησκευτική, την κοινωνική, την πολιτισμική, την εκπαιδευτική διάσταση της ζωής του ανθρώπου. Έγινε το άπαν.
Όμως ούτε η οικονομία ούτε κάποια από τις άλλες διαστάσεις της ζωής μπορούν να αντιμετωπίσουν το μεγαλύτερο εμπόδιο για την ανθρώπινη ευτυχία. Τον θάνατο. Να τον αναστείλουν, ναι. Να τον μεταθέσουν χρονικά, ναι. Να τον καταργήσουν, όχι. Και γι’ αυτό η υπεραπασχόληση με την οικονομία, μολονότι φαίνεται αναγκαία προϋπόθεση για τη ζωή, εντούτοις δε λυτρώνει. Κάποτε αποπροσανατολίζει από το κύριο ερώτημα το οποίο θα έπρεπε πρωτίστως να απασχολεί όλους μας. Ποιο είναι το νόημα της ζωής; Υπάρχει οδός υπερνίκησης του θανάτου ή, επειδή όλα είναι μάταια, ο καθένας μπορεί να πει στον εαυτό του «ψυχή μου, αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου» (Λουκ. 12, 19) και να εργαστεί πάνω σε ένα άλλο ερώτημα: «τι ποιήσω, ότι ουκ έχω πού συνάξω τους καρπούς μου;» (Λουκ. 12, 17). «Τι να κάνω; δεν έχω μέρος να συγκεντρώσω τα γεννήματά μου». Να αγωνιστεί να έχει καρπούς και να βρει τρόπους ανάπτυξης της προσωπικής του οικονομικής κατάστασης, ώστε τα αγαθά του να του εξασφαλίσουν την αυτάρκεια, να μην κινδυνεύουν από τη κλοπή, να αισθάνεται ότι μπορεί να χαρεί τη ζωή ως ηδονή. Και τότε θα θεωρείται από τους άλλους ευτυχισμένους, αλλά και θα μπορεί και ο ίδιος να απολαμβάνει τις βασικές συνιστώσες της ζωής, όπως η ευτυχία για τους πολλούς ορίζεται.
«Αναπαύου». Μην κουράζεσαι άλλο, αλλά ζήσε τη ραθυμία, τη χαλάρωση, τον ύπνο ως βάση της πορείας σου. Οι άνθρωποι, ενώ συνειδητοποιούμε ότι χωρίς κόπο δεν μπορούμε να πετύχουμε κάτι, απορρίπτουμε τον κόπο ως ανεπιθύμητο. Μπορεί να αναγκαζόμαστε να τον καταβάλλουμε. Ονειρευόμαστε όμως μία ζωή όλο διακοπές, στην οποία η αμεριμνησία θα δίνει νόημα. Και γι’ αυτό, όπου μπορούμε, διαλέγουμε να κουραζόμαστε όσο το δυνατόν λιγότερο. «Φάγε». Είμαστε ό,τι τρώμε. Το φαγητό δε μας συντηρεί απλώς στη ζωή. Είναι η απόλαυσή μας. Παχαίνει τις αισθήσεις μας, δημιουργεί την αίσθηση της απόλαυσης, της ποικιλίας, του χορτασμού. Όποιος έχει την αφθονία στην τροφή, αισθάνεται πλήρης. Έχει μετατρέψει την ψυχή του σε σώμα που απολαμβάνει. «Πίε». Η πόση δεν έχει να κάνει μόνο με το νερό, το οποίο είναι απαραίτητο για τη συντήρησή μας στη ζωή. Κυρίως συνδέεται με το ποτό που μας προσφέρει ευωχία. Χαρά. μας κάνει να λησμονούμε τις περιστάσεις της ζωής μας ή να θυμόμαστε μόνο τις ευχάριστες. Μας ανοίγει στους άλλους. Μας βοηθά να μοιραστούμε αυτό που έχουμε γι’ αυτούς. Ή μας παρασύρει σε μία οδό παράδοσης στα πάθη μας, διότι δεν ελέγχουμε τον εαυτό μας, αυτό όμως ουδόλως μας στενοχωρεί. «Ευφραίνου». Η ζωή γίνεται ηδονή. Ο άνθρωπος που παραδίδεται σ’ αυτήν χρησιμοποιεί όποιους μπορεί, για να κάνει την σάρκα του να αισθάνεται ωραία. Περνάει καλά. Έτσι από την ηδονή του σώματος περνά στην ηδονή της σαρκός. Γίνεται όλος σάρκα, διότι καταργεί οποιαδήποτε πνευματική ενασχόληση, καθώς η σάρκα είναι αδηφάγα. Δεν αφήνει χρόνο για το πνεύμα, αλλά το αξιοποιεί ώστε να βρει περαιτέρω ηδονή.
Το ερώτημα της οικονομίας «πού συνάξω τους καρπούς μου;» απαντιέται με το γκρέμισμα των προηγουμένων υποδομών. Με το χτίσιμο νέων αποθηκών. Με τη θήρευση νέων τρόπων ώστε η ζωή μας να ανταποκριθεί σ’ αυτήν την πρόκληση να γίνει ποιοτικότερη όχι με γνώμονα την πίστη, τη σωτηρία, την αιωνιότητα, αλλά το τώρα. Και το γκρέμισμα των αποθηκών που έχουν να κάνουν με την κάλυψη των βασικών αναγκών, την εκ νέου προσπάθεια την επόμενη χρονιά, την εμπιστοσύνη και την προσευχή στον Θεό να μη μας λησμονεί στην πρόνοιά Του, την πρόταξη και των άλλων αξιών, των πνευματικών, της αγάπης, του μοιράσματος, της ολιγάρκειας, της κατά Θεόν παιδείας. Γκρεμίζουμε τις αποθήκες της παράδοσής μας για να χτίσουμε τις αποθήκες των αγαθών που όμως θα μας ρίξουν στην μεγάλη ψευδαίσθηση. Ότι θα ζούμε για πάντα.
Αυτή είναι η πορεία του πολιτισμού μας. Στηριγμένος στην ευφορία των αγαθών, της επιστήμης, των μεταλλαγμένων, των χημικών, της ευκολίας της τεχνολογίας, της κυκλοφορίας του χρήματος ο σύγχρονος άνθρωπος γκρέμισε τις αποθήκες της παράδοσης, η οποία στηρίζεται στην πίστη, την ανθρωπιά, την αγάπη και έχτισε νέες: αυτές του εγωκεντρισμού, της ηδονής, της αυτοθέωσης, της αυτάρκειας. Έβαλε στην άκρη το δεδομένο του θανάτου. Και παραδομένος στην οικονομία και τον υλισμό θεώρησε πως το νόημα της ζωής είναι το «εδώ και τώρα», το «να περνάμε καλά». Αυτή είναι τελικά και η αφροσύνη μιας ζωής χωρίς Θεό. Χωρίς αγάπη και μοίρασμα με τους άλλους. Τα θέλω όλα για μένα, αλλά τίποτα από τα αγαθά μου δεν μπορεί να με σώσει από τον θάνατο.
Η κατά Θεόν σύνεση και η πρόταξη των πνευματικών αξιών αποτελούν την απάντηση στην κυριαρχία της οικονομίας. Η αγάπη και η αλληλεγγύη που προϋποθέτουν έξοδο από την κυριαρχία του «εγώ» και άνοιγμα στον πλησίον καθιστούν τα αγαθά όχι αυτοσκοπό, αλλά μέσο. Οδηγούν τελικά στη σύναξη της Εκκλησίας και όχι στην αυτάρκεια της ηδονής. Αυτό το άνοιγμα αλλάζει αληθινά την πορεία μας και δίνει ένα άλλο νόημα τόσο στον κόσμο όσο και στον καθέναν μας. Όσο κι αν οι καιροί φαίνεται να πορεύονται έτι περισσότερο στην αφροσύνη, η παρουσία της Εκκλησίας και του προσώπου του Χριστού αποτελούν για όλους μας το εχέγγυο της αφύπνισης, της μετάνοιας, της εξόδου από την πλεονεξία και της υιοθέτησης του μέτρου της αγάπης. Για να γίνει η οικονομία όχι η προτεραιότητα, αλλά η βάση για έναν πιο δίκαιο κόσμο, που δε θα λησμονεί τον προορισμό του: τη βασιλεία του Θεού.