Ἐργαζόμενος φοιτητής 
(διήγημα)

imagehandler-ashxπ. Σταύρου Τρικαλιώτη

Σέ δύο ὧρες τό ΚΤΕΛ Ἀθήνα-Τρίπολη θά ἔφτανε στόν προορισμό του. Τέσσερα χρόνια σκληρῶν ἀγώνων ἔφταναν ἐπιτέλους σέ αἴσιο τέλος. Ὁ Γρηγόρης ἤθελε -ἄν ὅλα πήγαιναν καλά – δύο μαθήματα γιά νά πάρει τό πτυχίο τῆς Φιλολογίας ἀπό τό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν.
Πάλαιψε μέ νύχια καί μέ δόντια νά τά καταφέρει καί νά τώρα, τό χθεσινό πάμφτωχο ἐπαρχιωτόπουλο, θά κέρδιζε  τήν πρώτη του μάχη στή ζωή.
Σάν νά ἦταν χθές. Ὅλα ὅσα πέρασε αὐτά τά χρόνια τά ἔφερνε στή μνήμη του σάν σκηνές ἀπό κινηματογραφική ταινία…
Εἶχε δώσει ἐξετάσεις γιά τό Πανεπιστήμιο χωρίς φροντιστήρια, μέ πολύ κόπο, ἀγώνα καί ἐξαντλητική μελέτη. Ὁ περίγυρός του δέν πίστευε ὅτι θά τά κατάφερνε. Πῶς μποροῦσε ἕνα φτωχόπαιδο, ἀπό μιά ἄσημη κοινωνικά καί μορφωτικά οἰκογένεια νά κατορθώσει κάτι τέτοιο; Πολλοί τό ἐπιχείρησαν στό παρελθόν, ἀλλά λίγοι τό κατάφεραν. Γιατί νά συγκαταλέγεται σέ αὐτούς τούς λίγους καί ὁ Γρηγόρης;
Κι ὅμως, ὁ Γρηγόρης ἦταν σκληρό καρύδι. Ἄνθρωπος μέ δυνατή θέληση καί ἰσχυρό χαρακτῆρα. Τά χέρια του εἶχαν ροζιάσει ἀπό τίς δουλειές στά χωράφια πού καλλιεργοῦσε ἡ οἰκογένειά του. Ἔπρεπε παράλληλα μέ τή παρακολούθηση τῶν μαθημάτων του στό Λύκειο νά βοηθάει τόν πατέρα του στά χτήματά τους.
Ἐδῶ καί δύο χρόνια ὅμως ἡ ὑγεία τοῦ πατέρα του, τοῦ κυρ-Κώστα εἶχε κλονιστεῖ ἀπό ἕνα βαρύ καρδιακό ἐπεισόδιο πού πέρασε. Καί ἦταν μόλις 58 χρόνων. Οἱ γιατροί τοῦ ἐπέτρεψαν νά δουλεύει μετά ἀπό μιά δύσκολη χειρουργική ἐπέμβαση στήν ὁποία εἶχε ὑποβληθεῖ, ἀλλά μέ μέτρο, χωρίς ἰδιαίτερη καταπόνηση καί μέ ἐνδιάμεσα διαστήματα ἀνάπαυσης.
Ὁ κυρ-Κώστας, ὅμως, ἄν καί μέ κλονισμένη ὑγεία, δέν τό ἔβαζε κάτω. Εἶχε βλέπεις νά ἀναθρέψει καί τά ἄλλα δυό του μικρότερα παιδιά, τόν Πέτρο δέκα χρόνων καί τό Μαράκι ἑπτά χρόνων. Προσπαθοῦσε νά μήν δείχνει στήν οἰκογένειά του ὅτι ὑποφέρει καί νά τούς κάνει νά στενοχωριοῦνται.
Ἡ σύζυγός του, ἡ κυρα-Ἀφροδίτη, βοηθοῦσε κι αὐτή στήν καλλιέργεια τῶν χτημάτων, παράλληλα μέ τό νοικοκυριό τοῦ σπιτιοῦ καί τήν ἀνατροφή τῶν μικρῶν παιδιῶν της. Εὐτυχῶς, ἦταν κατά δέκα χρόνια νεώτερη ἀπό τόν σύζυγό της καί μέ πολύ καλή ὑγεία. Δούλευε στά χωράφια σάν ἄνδρας καί τά χέρια της ἀπό τίς ταλαιπωρίες καί τίς χειροναχτικές ἐργασίες δέν θύμιζαν κἄν χέρια γυναίκας, παρά χέρια σκληραγωγημένου ἀγρότη.
Ὁ Γρηγόρης σέ ὅλο τό ταξίδι ἀναπολοῦσε τή σκληρή ζωή στό χωριό του τό Μανδράκι, 15 χιλόμετρα ἔξω ἀπό τήν Τρίπολη, μέ πενήντα φαμίλιες πληθυσμό, δηλαδή γύρω στά τριακόσια ἄτομα. Τό χωριό διέθετε μόνο Δημοτικό Σχολεῖο. Τό Γυμνάσιο-Λύκειο βρισκόταν στήν γειτονική κωμόπολη, τρία τέταρτα δρόμο μέ τά πόδια. Ὁ Γρηγόρης δέν θυμόταν νά χόρτασε ὕπνο σάν παιδί. Τίς καθημερινές σηκωνόταν στίς 5.00 τό πρωί καί μέχρι τίς ὀκτώ πού θά πήγαινε στό σχολεῖο ἀσχολοῦνταν μέ τίς ἀγροτικές καί κτηνοτροφικές ἐργασίες τῆς οἰκογένειάς του.  ῏Ηταν ἕνας μικρός ἥρωας τῆς ζωῆς.
Ὁ πατέρας του τόν ἔβλεπε καί τόν καμάρωνε. Δέν ἔπαυε ὅμως νἀ ἀνησυχεῖ γιά τήν ὑγεία του. Εὐτυχῶς, ἦταν ἕνας γεροδεμένος ἔφηβος, φιλότιμος καί λυπόταν τούς γονεῖς του πού ἔδιναν ἕναν τόσο σκληρό ἀγώνα γιά τήν ἐπιβίωση. Τό μεσημέρι μετά τό σχολεῖο, ἔτρωγε στά γρήγορα τό σχεδόν λιτό φαγητό του καί συνέχιζε τήν ἐργασία του στά χωράφια καί στά λιγοστά ζῶα πού εἶχαν μέχρι νά σουρουπώσει. Κι ὅταν ἄρχιζε νά νυχτώνει, ἔπρεπε ν᾽ ἀρχίσει νά μελετᾶ τά ἀπαιτητικά μαθήματα τοῦ Λυκείου.
Πολλές φορές ἀποκοιμιόταν πάνω στά βιβλία ἀπό τήν πολλή κούραση τῆς ἡμέρας καί τήν ἔλλειψη ὕπνου.  Τότε σηκωνόταν, ἔριχνε λίγο νερό στό πρόσωπό του γιά νά ξυπνήσει καί συνέχιζε τή μελέτη του. Ὁ Θεός τόν εἶχε προικίσει μέ εὐστροφία. Πρόσεχε μέ θρησκευτική εὐλάβεια τίς παραδόσεις τῶν καθηγητῶν του καί τά βράδια προσπαθοῦσε νά ἀναπληρώσει τίς ἐλλείψεις του. Ἀκόμα καί τά διαλείμματα δέν τά ἄφηνε ἀνεκμετάλλευτα. Ρωτοῦσε τούς συμμαθητές του διάφορες ἀπορίες πού εἶχε ἤ νά τοῦ ποῦν πῶς λύνεται κάποιο δύσκολο πρόβλημα στά μαθηματικά, πού δέν εἶχε καταφέρει νά λύσει.  Παρόλες τίς ἀντίξοες συνθῆκες εἶχε καταφέρει νά εἶναι ὁ πρῶτος μαθητής στό σχολεῖο. Οἱ συμμαθητές του ἐκτιμοῦσαν τόν ἀγώνα του καί τόν συμπαθοῦσαν.
Βέβαια, ὑπῆρχαν καί μερικοί πού γελοῦσαν μέ τήν χωριάτικη προφορά του, ἀλλά ἐκεῖνος μέ τόν τρόπο του ἔδειχνε νά μήν τόν ἐνοχλεῖ καί  προσπαθοῦσε νά μιλᾶ ὅπως καί οἱ ἄλλοι γιά νά μήν τόν σχολιάζουν.
Τά βράδια, πρίν κοιμηθεῖ, προσευχόταν στόν Θεό νά τόν βοηθήσει νά ὑπερνικήσει τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς του καί νά γίνει πραγματικότητα τό ὄνειρο τῆς ζωῆς του, νά γίνει ἕνας καλός κλασικός  φιλόλογος. Τοῦ ἄρεσε νά μελετᾶ ἰδιαιτέρως τήν ἑλληνική γλώσσα στή διαχρονικές  μορφές ἐξέλιξής της, τήν ἀρχαία, τήν μεσαιωνική καί τήν νεοελληνική. Ἀγαποῦσε πολύ νά μελετᾶ τούς ἀρχαίους συγγραφεῖς ἀπό τό πρωτότυπο κείμενο. Ἰδιαίτερη ἀγάπη μάλιστα ἔτρεφε γιά τά ὁμηρικά ἔπη, τήν Ἰλιάδα καί τήν Ὀδύσσεια. Τόν εὐχαριστοῦσε νά ἀπαγγέλλει κομμάτια ἀπό τό ἀρχαῖο ὁμηρικό κείμενο, νά ἀναγνωρίζει τούς γραμματικούς καί συντακτικούς τύπους, νά ἀποδίδει τό κείμενο στήν νεοελληνική ἐκδοχή του, νά ἐμβαθύνει στά νοήματα. Πολλές φορές ὀνειρευόταν τόν ἑαυτό του  νά διδάσκει σέ διάφορα Λύκεια τῶν Ἀθηνῶν καί οἱ μαθητές του νά κρέμονται ἀπό τά χείλη του.
Ὁ καιρός περνοῦσε γρήγορα. Ὁ Γρηγόρης ἐργαζόταν σέ ὅλους τούς τομεῖς πού προανέφερα μέ περισσή ἐπιμέλεια. Τά ἀδερφάκια του τόν ἀγαποῦσαν καί περίμεναν κι αὐτά νά δοῦν τούς κόπους του νά παίρνουν κάποτε σάρκα καί ὀστᾶ. Καί τό ὄνειρο δέν ἄργησε νά γίνει πραγματικότητα.
Τό καλοκαίρι τοῦ 1973 ἔδωσε ἐξετάσεις καί πέρασε δεύτερος στή Φιλοσοφική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Γιά τήν καλή σειρά ἐπιτυχίας πού ἔλαβε, πῆρε μάλιστα καί ὑποτροφία 20.000 δραχμές, ποσό πού θά τοῦ ἐπέτρεπε νά καλύψει τά πρῶτα  ἔξοδα τῆς διαμονῆς του στήν Ἀθήνα ὡς φοιτητής πλέον. Εἶχε ἐπίσης νά φροντίσει νά δεῖ ποῦ θά μείνει. Χρήματα δέν ὑπῆρχαν γιά νά νοικιάσει κάποιο δωμάτιο, ὅπως ἔκαναν τά περισσότερα παιδιά πού πέρναγαν ἀπό τήν ἐπαρχία σέ κάποια Σχολή.
Ξαφνικά βρέθηκε σέ μιά ἄγνωστη καί δαιδαλώδη πολιτεία, ἄγνωστος ἀνάμεσα σέ ἀγνώστους. Μερικοί πού τόν ἔβλεπαν νά φορᾶ τά φτωχικά χωριάτικα ροῦχα τόν περιεργάζονταν ἀπό τήν κορφή ὡς τά νύχια μέ μιά εἰρωνική διάθεση. Ὁ Γρηγόρης τά καταλάβαινε ὅλα αὐτά, ἀλλά προσπαθοῦσε νά μήν τόν ἀγγίζουν.  Ἤξερε ὅτι αὐτό εἶναι κάτι τό ἐξωτερικό πού μέ τόν καιρό θά διορθωνόταν. Ἐκεῖνο πού τόν ἔτρωγε κυριολεκτικά ἦταν τό πρόβλημα τῆς στέγης. Ρώτησε, ἐρεύνησε, περπάτησε καί κατέληξε στή λύση ἑνός χριστιανικοῦ φοιτητικοῦ  οἰκοτροφείου, πού λειτουργοῦσε  στό κέντρο τῆς Ἀθήνας. Οἱ  ὑπεύθυνοι τοῦ οἰκοτροφείου τόν εἶδαν μέ καλό μάτι. Τοῦ ζήτησαν κάποια συστατική ἐπιστολή ἀπό τόν ἐφημέριο τοῦ χωριοῦ του καί μιά ὑπεύθυνη δήλωση τῶν γονέων του πού νά λέει ὅτι συμφωνοῦν μέ τήν διαμονή τοῦ γιοῦ τους στό οἰκοτροφεῖο.  Τό μόνο πού ἔπρεπε νά κάνει ὁ Γρηγόρης ἀπό ἐδῶ καί στό ἑξῆς ἦταν νά προσπαθήσει νά προσαρμοσθεῖ στόν αὐστηρό κανονισμό τοῦ οἰκοτροφείου. Καί προσαρμόστηκε γιατί δέν εἶχε ἄλλη ἐπιλογή. Τακτοποίησε ὅλες τίς γραφειοκρατικές διαδικασίες πού ἀπαιτοῦσε ἡ διεύθυνση τοῦ οἰκοτροφείου καί μετά ἀπό ἕνα σύντομο ταξίδι στή γενέτειρά του, ἦλθε γύρω στά τέλη Σεπτεμβρίου ὡς μόνιμος πλέον τρόφιμος στό οἰκοτροφεῖο.
Στό οἰκοτροφεῖο ὑπῆρχε Ἱερό παρεκκλήσιο στό ὄνομα τοῦ ἁγίου Χαραλάμπους. Ἐκεῖ γινόταν ὁ ἐκκλησιασμός τῶν φοιτητῶν τίς Κυριακές καί τίς μεγάλες ἑορτές μέ τήν διακριτική παρακολούθηση τῆς διεύθυνσης, ἐφ᾽ ὅσον ἐξασφάλιζαν κάποιο λειτουργό φίλα προσκείμενο στήν ὀργάνωση, στήν ὁποία ἀνῆκε τό οἰκοτροφεῖο. Διαφορετικά ὁ ἐκκλησιασμός γινόταν στόν Ἱερό Ναό τῆς γειτονικῆς ἐνορίας. Τό φαγητό ἦταν γενικά καλό καί προσεγμένο. Τετάρτη καί Παρασκευή ὑπῆρχε  ὑποχρεωτική νηστεία. Ὁ Γρηγόρης προσαρμόστηκε γρήγορα στό πρόγραμμα γιατί ἀπό τό σπίτι του εἶχε μάθει σέ μιά λιτή καί ἀπέριττη ζωή. Ἐκεῖνο, ὅμως, πού σάν φλόγα ἔκαιγε μέσα του, ἦταν ἡ ἐπιθυμία του νά σπουδάσει τήν ἀγαπημένη του ἐπιστήμη, τή φιλολογία καί νά σταδιοδρομήσει κάποτε ἐπαγγελματικά. Γι᾽αὐτό καί ἔκανε τά στραβά μάτια σέ κάτι πού πιθανόν δέν τοῦ ἄρεσε στό οἰκοτροφεῖο. Καί πολλά ἦταν αὐτά πού δέν τοῦ ἄρεσαν.
Κυρίως τόν ἐνοχλοῦσε ἡ «διακριτική θρησκευτική πίεση» στό θέμα τοῦ ἐκκλησιασμοῦ. Ὄχι ὅτι δέν πίστευε, πίστευε καί μάλιστα εἶχε μιά βαθιά καί ἔντονη θρησκευτικότητα. Οἱ ἀρχές καί τά ἰδανικά τοῦ χριστιανισμοῦ τόν ἐνέπνεαν. Θά προτιμοῦσε, ὅμως, ὁ ἐκκλησιασμός νά γίνεται προαιρετικά καί ὄχι νά τοῦ  τόν ἐπιβάλλει «διακριτικά»  κάποιος ἄλλος. Τόν ἐκκλησιασμό δέν τόν θεωροῦσε σάν  κάποιο τυπικό θρησκευτικό καθῆκον, ἀλλά μιά ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου πού πρέπει νά ξεκινάει μέσα ἀπό τή δίψα τῆς ψυχῆς γιά ἕνωσή της μέ τόν Θεό. Μέ τόν καιρό, ὅμως, τό συνήθισε κι αὐτό καί δέν τόν πείραζε, ὅπως στό πρῶτο διάστημα τῆς παραμονῆς του στό οἰκοτροφεῖο.
Τίς περισσότερες ὧρες τῆς ἡμέρας θά τίς πέρναγε στό Πανεπιστήμιο παρακολουθώντας τίς  παραδόσεις. Ἐλάχιστες θά ἦταν οἱ ὧρες πού θά ἔμενε στό οἰκοτροφεῖο καί αὐτές ἦταν κυρίως οἱ ὧρες τοῦ ὕπνου ἤ οἱ ἐλεύθερες ὧρες μέ τούς φίλους του στό οἰκοτροφεῖο τά βράδια, μακριά ἀπό τά ἄγρυπνα βλέμματα τῆς διεύθυνσης.
Στίς 20 Σεπτεμβρίου γράφτηκε στή Φιλοσοφική Σχολή καί μετά ἀπό δύο μέρες ἄρχισε νά παρακολουθεῖ τίς παραδόσεις τῶν καθηγητῶν. Γιά τόν Γρηγόρη αὐτό ἦταν μιά ἀνεπανάληπτη ἐμπειρία. Ἀνακάλυπτε τόν κόσμο τῆς γνώσης. Ἔκανε, ἐπιτέλους, αὐτό πού τόσο πολύ ἀγαποῦσε. Εὐτυχῶς, εἶχε περάσει τό ἄγχος τῶν εἰσαγωγικῶν ἐξετάσεων καί μιά νέας  εὐχάριστη περίοδος ἀνοιγόταν μπροστά του. Μέ τούς γονεῖς του ἐπικοινωνοῦσε εἴτε μέ ἀλληλογραφία εἴτε γιά λίγο στό τηλεφωνεῖο τοῦ οἰκοτροφείου, κυρίως τά βράδυα γύρω στίς ὀκτώ.
Στίς 25 Ὀκτωβρίου ἔλαβε γράμμα ἀπό τόν πατέρα του. Ἡ ὑγεία τοῦ κυρ-Κώστα εἶχε χειροτερέψει. Οἱ γιατροί διαπίστωσαν ἐκτεταμένη καρδιακή ἀνεπάρκεια. Ἄν ἤθελε νά ζήσει-ὅσα χρόνια θά τοῦ χάριζε ἀκόμα ὁ Θεός-, θά ἔπρεπε νά σταματήσει τήν ἐπίπονη  ἐργασία στά χτήματα. Τοῦ ἔγραφε ἐπίσης μέ πολύ πόνο ὅτι τόν ἔχουνε ἀνάγκη στό σπίτι, ὅτι ἔπρεπε νά τούς στηρίξει οἰκονομικά καί ὅτι ἀπό ἐδῶ καί πέρα  αὐτός θά ἦταν ἡ  μοναδική τους ἐλπίδα νά μεγαλώσουν τά μικρά καί νά συντηρηθεῖ ἡ οἰκογένεια. Τοῦ ἔγραφε ἀκόμα πώς ἡ μητέρα του ἔχει φτάσει στά ὅριά της. Ἔνιωθε πολύ ἐξαντλημένη καί ὅτι ἀνησυχοῦσε πολύ γιά τήν ὑγεία της.
Ὁ Γρηγόρης μόλις ἔκλεισε τό γράμμα θέλησε νά βγεῖ γιά λίγο μιά βόλτα στούς γύρω δρόμους ὅπου βρισκόταν τό οἰκοτροφεῖο. Ἦταν ἕξι ἡ ὥρα τό ἀπόγευμα. Πῆρε ἄδεια ἀπό τήν διεύθυνση καί ξεχύθηκε μέ μιά λαχτάρα στούς δρόμους λές καί κάτι τόν ἔπνιγε. Ἤθελε ν᾽ ἀνασάνει καθαρό ἀέρα. Νά βάλει σέ μιά τάξη τίς σκέψεις του. Ἦταν ἕνα ὄμορφο καί ζεστό Φθινοπωρινό ἀπόγευμα. Ὁ ἥλιος ἤθελε ἀρκετή ὥρα γιά νά δύσει. Πῆρε τόν ἀνηφορικό δρόμο πού βγάζει στούς πρόποδες τοῦ Λυκαβητοῦ καί ἄρχισε νά προχωρεῖ μέ γοργό βηματισμό. Περπατοῦσε ἀμήχανα σάν νά μήν ἔβλεπε μπροστά του. Σκεφτόταν διαρκῶς τό γράμμα τοῦ πατέρα του.
Σέ λίγο ἄρχισε νά ζαλίζεται καί νά τόν περιλούζει κρύος ἱδρώτας. Οἱ νεραντζιές τῶν πεζοδρομίων τοῦ φαίνονταν σάν σκιάχτρα ἀπειλητικά. Οἱ ἀθηναϊκές πολυκατοικίες σάν φράχτες πού τοῦ στεροῦσαν τόν ζωογόνο ἀέρα. Ἔνιωθε ὅτι θά πάθαινε ἀσφυξία…
Ξαφνικά ἀκούστηκε ἕνα ἀπότομο φρενάρισμα αὐτοκινήτου καί ὁ Γρηγόρης βρέθηκε αἱμόφυρτος στήν ἄσφαλτο. Ἐκείνη τήν ὥρα εἶχε φτάσει κάπου στά μέσα τῆς ὁδοῦ Καλλιδρομίου, κοντά στόν Ἅγιο Νικόλαο Πευκακίων.  Εἶχε χάσει τίς αἰσθήσεις του. Σέ λίγη ὥρα τό εἶχαν μεταφέρει στό Νοσοκομεῖο «Ὁ Εὐαγγελισμός».
Ὅταν συνῆλθε, δέν πίστευε στά μάτια του. Τοῦ ἐρχόταν στή μύτη αὐτή ἡ βαριά μυρωδιά πού ἔχουν τά Νοσοκομεῖα.  Ἀπό πάνω του βρισκόνταν ἕνας γιατρός καί μία νοσοκόμα πού ἐκείνη τή στιγμή τοῦ ἄλλαζε τόν ὁρό. Τοῦ ἐξήγησαν τί ἀκριβῶς τοῦ συνέβη. Διέγνωσαν ἐγκεφαλική διάσειση καί τοῦ εἶπαν ὅτι πρέπει νά παραμείνει ὑποχρεωτικά τρεῖς ἡμέρες στό Νοσοκομεῖο καί τίς περισσότερες ὧρες νά τίς περνᾶ στό κρεβάτι. Ἡ τροφή του θά ἦταν ἐλαφριά. Τοῦ τόνισαν ὅτι πολύ φτηνά τή γλίτωσε καί ὅτι κάποιο ἄγιο εἶχε πού τόν προστάτεψε. Ἀμέσως τοῦ ἦρθε στό νοῦ ἡ μορφή τοῦ ἁγίου Νικολάου, κοντά στόν Ναό τοῦ ὁποίου εἶχε γίνει τό ἀτύχημα.
Ὅταν συνῆλθε κάπως ἀπό τό σόκ, ἦρθε καί ὁ ἀξιωματικός τῆς τροχαίας γιά νά  τοῦ πάρει κατάθεση, ἐπειδή εἶχε ἐμπλακεῖ κι  ὁ ὁδηγός τοῦ μικροῦ φορτηγοῦ πού χτύπησε.  Ὁ Γρηγόρης ἄρχισε νά περιγράφει στόν ἀξιωματικό τῆς τροχαίας τί θυμόταν πρίν γίνει τό ἀτύχημα. Τοῦ εἶπε ὅτι δέν ἦταν σέ καλή ψυχολογική κατάσταση καί ὅτι ἀναλάμβανε πλήρως τήν εὐθύνη γιά τό ἀτύχημα. Μέ κανένα λόγο δέν ἤθελε νά ὑποβάλει μήνυση στόν ὁδηγό πού τόν χτύπησε. Εἶχε συνειδητοποιήσει πλέον ὅτι τό ἀτύχημα ὀφειλόταν στήν ἀφηρημάδα του. Ὑπέγραψε τό κείμενο τῆς κατάθεσης καί εὐχαρίστησε τόν ἀξιωματικό τῆς τροχαίας. Παρακάλεσε μάλιστα νά εἰδοποιήσουν καί τήν διεύθυνση τοῦ οἰκοτροφείου, ἀλλά «πρός Θεοῦ», τόνισε, «νά μή μάθουν τίποτε οἱ δικοί μου γιά τό ἀτύχημα καί ἀνησυχήσουν ἄδικα».
Ἀπέναντι ἀπό τό κρεβάτι του  βρισκόταν ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Γιά μιά στιγμή τό βλέμμα του διασταυρώθηκε μέ τό βλέμμα τοῦ Κυρίου καί χωρίς καλά καλά νά τό καταλάβει, μερικά δάκρυα κύλησαν στό μάγουλό του. Δίπλα στό κρεβάτι του καί πάνω στό τραπεζάκι βρισκόταν ἡ Καινή Διαθήκη. Τήν πῆρε καί τήν ἄνοιξε σέ μιά τυχαία σελίδα. Τό μάτι του ἔπεσε στόν στίχο πού ἔγραφε:  «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν.» Ἔπειτα ξανάπεσε τό βλέμμα του στό βλέμμα τοῦ Ἰησοῦ, κοντοστάθηκε γιά δύο λεπτά καί ἄρχισε νά σκέφτεται πάλι τό γράμμα τοῦ πατέρα του, τό δυσβάστακτο βάρος πού σήκωνε ἡ μητέρα του καί τά δυό μικρά ἀγαπημένα του ἀδερφάκια, πού σάν μικρά ἀνήμπορα σπουργιτάκια περίμεναν νά πάρουν τήν τροφή τους γιά νά κρατηθοῦν στή ζωή. Ξανασκέφτηκε πάλι τόν καινοδιαθηκικό στίχο πού πρίν ἀπό λίγο εἶχε διαβάσει καί ἔβγαλε ἕναν ἐσωτερικό στεναγμό ἀνακούφισης.
Πρώτη φορά εἶχε νιώσει τόσο κοντά του τόν Χριστό. Ἤθελε νά τοῦ πεῖ τόν πόνο του, τίς ἀγωνίες του, τούς προβληματισμούς του, τά σχέδιά του γιά τό μέλλον. Ὅλα.  Ἄραγε τόν ἄκουγε; Μπορεῖ στήν εἰκόνα νά φαίνεται στοργικός, ἀλλά μετά τί γίνεται; Ποῦ εἶναι τώρα ὁ Χριστός, τώρα πού τόν ἔχω ἀνάγκη; Στιγμές-στιγμές αὐτές οἱ σκέψεις ἀμφιβολίας τόν ταρακουνοῦσαν. Ἔπειτα ἔφευγαν καί τόν πλημμύριζαν στιγμές γαλήνης καί σιγουριᾶς, πού τοῦ μετέδιδαν ἕνα μυστικό μήνυμα ὅτι ὁ Χριστός εἶναι κοντά του καί θά τόν προστατεύει ὅ,τι κι  ἄν τοῦ  συμβεῖ.
Τό βραδάκι τόν ἐπισκέφτηκε ὁ ὑπεύθυνος τοῦ οἰκοτροφείου, ὁ κύριος  Θανάσης, Θεολόγος, ὁ ὁποῖος τόν παρηγόρησε καί τοῦ εἶπε νά μήν ἀνησυχεῖ καθόλου καί ὅτι τόν περιμένουν πάλι νά πάει κοντά τους. Τοῦ διαβίβασε μάλιστα θερμούς  χαιρετισμούς καί εὐχές ἀπό τούς φίλους του στό οἰκοτροφεῖο, πού εἶχαν θορυβηθεῖ πολύ – ὅπως τοῦ εἶπε- ἀπό τό ἀπρόσμενο αὐτό περιστατικό. Ὁ Γρηγόρης τώρα κάπως ἀναθάρρησε. Πῆρε ἕνα σκληρό μάθημα ἀπό τή ζωή, ἕνα μικρό ταρακούνημα πού τόν βοήθησε νά δεῖ τά πράγματα πιό νηφάλια.
Ὅταν σηκωνόταν ἀπό τό κρεβάτι γιά πολλή ὥρα, κάποιες φορές ζαλιζόταν, δεῖγμα ὅτι ἔπρεπε νά ἀκολουθήσει πιστά τίς ὁδηγίες τῶν γιατρῶν καί νά σηκώνεται μόνο ὅταν ὑπάρχει μεγάλη ἀνάγκη. Τό βράδυ κοιμήθηκε πολλές ὧρες σάν πουλάκι. Τό πρωί ξύπνησε ξεκούραστος κι ἔδειχνε νά ἀνακτᾶ τίς χαμένες δυνάμεις του. Ἦταν χαρούμενος. Ἕνας λαμπερός ἥλιος ἔμπαινε ἀπό τήν ψηλή μπαλκονόπορτα τοῦ δωματίου του. Πῆρε τό πρωινό του μέ μεγάλη ὄρεξη καί ἔγειρε πάλι νά ξαπλώσει ἀνάσκελα, ὅπως τοῦ εἶχαν συστήσει οἱ γιατροί.
Πάλι τό βλέμμα του συναντήθηκε μέ τό ἤρεμο καί γαλήνιο βλέμμα τοῦ Ἰησοῦ. Ἦταν τυχαῖο πάλι αὐτό ἤ μιά συγκυρία πού ἤθελε κάτι νά τοῦ δείξει;
Σέ λίγο χτύπησε ἡ πόρτα καί μπῆκε μέσα ἕνας μεσόκοπος κύριος, μέ λίγη φαλάκρα καί καφέ σκοῦρα γυαλιά. Φοροῦσε ἕνα κουστούμι μπλέ βαθύ καί τό πρόσωπό του ἦταν ροδοκόκκινο. Πλησίασε κάπως δειλά, τόν καλημέρισε μ᾽ ἕνα ἐλαφρό μειδίαμα καί  τοῦ συστήθηκε ὡς Ἠλίας Χαραλάμπους.  Χωρίς ἐπιπλέον χρονοτριβές  τοῦ εἶπε ὅτι ἦταν ὁ ὁδηγός τοῦ μικροῦ φορτηγοῦ πού τόν χτύπησε. Ἔδειξε ἔντονο ἐνδιαφέρον νά πάρει πληροφορίες γιά τήν πορεία τῆς ὑγείας τοῦ Γρηγόρη καί τόν εὐχαρίστησε πού δέν ὑπέβαλε μήνυση ἐναντίον τοῦ γιά τό ἀτύχημα, ὅπως πληροφορήθηκε ἀπό τήν τροχαία στήν ὁποία εἶχε κληθεῖ καί ὁ ἴδιος γιά νά δώσει κατάθεση.
-«Γιατί μέ εὐχαριστεῖτε, κύριε Ἠλία; Θά ἦταν ἐντελῶς ἄδικο κάτι τέτοιο, τοῦ εἶπε.  Τό φταίξιμο ἦταν ἑκατό τοῖς ἑκατό δικό μου. Ἐγώ θά πρέπει νά σᾶς ζητήσω συγγνώμη γιά τήν ταλαιπωρία πού σᾶς προξένησε ἡ ἀφηρημάδα μου», ἀπάντησε  μέ καθησυχαστικό τόνο.
Ὁ κύριος Ἠλίας κάθισε τουλάχιστον μισή ὥρα καί εἶχαν τήν εὐκαιρία, ἔστω καί κάτω ἀπό αὐτές τίς συνθῆκες  νά γνωριστοῦν καλύτερα. Ὁ κύριος Ἠλίας ἐξήγησε στόν Γρηγόρη πώς εἶχε δικό του τυπογραφεῖο καί πώς τήν ἡμέρα πού ἔγινε τό ἀτύχημα εἶχε ἀναλάβει νά διεκπεραιώσει ὁρισμένες παραγγελίες σέ πελάτες του. Πρίν φύγει ὁ κύριος Ἠλίας τοῦ ἄφησε καί τήν κάρτα του καί τόν  παρότρυνε  μάλιστα νά μή διστάσει καθόλου νά ζητήσει τήν βοήθειά του ἄν κάποτε τόν χρειαστεῖ. Τοῦ ἄφησε κι ἕνα λογοτεχνικό  βιβλίο ἀπό τίς ἐκδόσεις πού διατηροῦσε μέ τήν ἐπωνυμία «Ἥλιος».
-«Διάβασέ το, νά σοῦ περάσει ἡ ὥρα»  τοῦ εἶπε.
Ἀποχωριστήκανε μέ ἕναν ἐγκάρδιο χαιρετισμό. Ὁ κύριος Ἠλίας ἔκανε πολύ καλή ἐντύπωση στόν Γρηγόρη. Ὅταν ἀργότερα ἄνοιξε τό βιβλίο πού τοῦ ἔφερε, βρῆκε μέσα κι ἕνα φάκελο μέ δέκα πέντε  χιλιάδες δραχμές καί ἕνα σημείωμα πού τοῦ ἔγραφε: «Αὐτά τά χρήματα εἶναι γιά τά ἔξοδα τῆς κλινικῆς. Σέ παρακαλῶ νά μήν τό θεωρήσεις προσβλητικό καί νά τά δεχτεῖς σάν νά στά ἔδωσε ὁ πατέρας σου».
Σέ τρεῖς μέρες ὁ Γρηγόρης πῆρε ἐξιτήριο ἀπό τό Νοσοκομεῖο. Σέ μία ὥρα ἦταν στό οἰκοτροφεῖο. Ἡ ὑποδοχή πού τοῦ ἐπιφύλαξε ὁ διευθυντής καί οἱ φίλοι του ἦταν πολύ θερμή. Ἀπό τήν ἑπομένη κιόλας μέρα συνέχισε τήν παρακολούθηση τῶν παραδόσεων στήν ἀγαπημένη του Σχολή.
Τό μεσημεράκι μετά τά μαθήματα  θέλησε νά πάει μιά μικρή βόλτα, μιᾶς καί ἡ μέρα ἦταν ἡλίολουστη. Ἄρχισε πάλι νά σκέφτεται τά οἰκογενειακά του προβλήματα καί ἔνιωσε μιά βαριά θλίψη νά πλακώνει τήν ψυχή του.
-«Πρέπει νά βρῶ ὁπωσδήποτε μιά δουλειά παράλληλα μέ τήν παρακολούθηση τῶν μαθημάτων μου στήν Φιλοσοφική, γιά νά βοηθήσω  τήν οἰκογένειά μου πού μέ ἔχει τόση μεγάλη ἀνάγκη. Ἀλλά τί δουλειά νά βρῶ; Ποῦ ν᾽ ἀπευθυνθῶ; Ποιός θά μέ δεχτεῖ χωρίς συστάσεις; Δέν γνωρίζω κανέναν σέ αὐτήν τήν μεγαλούπολη», σκεφτόταν καί μελαγχολοῦσε.
Σέ κάποια στιγμή θυμήθηκε τόν ὁδηγό τοῦ μικροῦ φορτηγοῦ πού τόν χτύπησε, τόν κύριο Ἠλία καί τήν κάρτα πού τοῦ εἶχε δώσει. Ἔψαξε στό σακάκι του μέ ἀγωνία καί τήν βρῆκε. Πῆγε σ᾽ ἕναν τηλεφωνικό θάλαμο καί τοῦ τηλεφώνησε. Τό ἴδιο κιόλας ἀπόγευμα τοῦ ὅρισε νά συναντηθοῦνε στό τυπογραφεῖο πού διατηροῦσε στήν ὁδό Ἱπποκράτους.
Ὁ κύριος Ἠλίας τόν δέχτηκε μέ μεγάλη προθυμία. Τόν ρώτησε πῶς πηγαίνει ἡ ὑγεία του καί σέ τί θά μποροῦσε νά τοῦ φανεῖ χρήσιμος.
-«Κύριε Ἠλία», τοῦ εἶπε συνεσταλμένα ὁ Γρηγόρης. «Θέλω νά σᾶς ζητήσω μιά μεγάλη χάρη. Χρειάζομαι νά βρῶ ὁπωσδήποτε μιά δουλειά. Εἶμαι σέ πολύ δύσκολη θέση»  καί ἄρχισε νά τοῦ ἐξιστορεῖ τίς οἰκονομικές του ἀνάγκες καί τίς δυσκολίες πού ἀντιμετώπιζε ἡ οἰκογένειά του.
Ὁ κυρ- Ἠλίας τόν ἄκουγε μέ μεγάλη προσοχή. Ὅταν τελείωσε, σηκώθηκε πάνω, τόν χτύπησε στοργικά στόν ὦμο καί τοῦ μίλησε σάν νά ἦταν πραγματικός του πατέρας.
-«Ἀπό αὔριο τό μεσημέρι πιάνεις δουλειά στό τυπογραφεῖο μου. Θά δουλεύεις ὡς ἀργά τό ἀπόγευμα καί θά ἔχεις ἐλεύθερα τά πρωινά σου νά παρακολουθεῖς τά μαθήματά τῆς Σχολῆς σου. Ἡ δουλειά πού θά κάνεις θά σοῦ ἀρέσει. Δέν θά σοῦ φανεῖ πολύ δύσκολη. Ἐξάλλου ἐσύ φαίνεσαι ψημένο καί γεροδεμένο παλικάρι. Θά τά καταφέρεις θαυμάσια. Ὁ μισθός σου γιά ἀρχή θά εἶναι εἴκοσι χιλιάδες δραχμές καί στήν πορεία βλέπουμε».
Ὁ Γρηγόρης τόν ἄκουγε καί δέν πίστευε στ᾽ αὐτιά του. Εὐχαρίστησε τό νέο του ἀφεντικό κι ἔφυγε καταχαρούμενος.
Τό βράδυ κατά τίς ὀκτώ πῆρε τηλέφωνο τούς γονεῖς του στό χωριό καί τούς ἀνακοίνωσε τά εὐχάριστα νέα. Ἕνα καινούργιο κεφάλαιο ἄρχιζε τώρα στή  ζωή του. «Θά παλαίψω καί θά τά καταφέρω» σκέφτηκε. Καί πράγματι τά κατάφερε καί πιό καλά ἀπ᾽ ὅ,τι φανταζότανε.
Τό πρωί στό Πανεπιστήμιο καί τό ἀπόγευμα στή δουλειά. Ἔχανε βέβαια ὁρισμένες ἀπογευματινές παραδόσεις τῶν καθηγητῶν του, ἀλλά εὐτυχῶς εἶχε φροντίσει νά παίρνει φωτοτυπημένες  σημειώσεις ἀπό τούς συμφοιτητές του κι ἔτσι ἀναπλήρωνε κάπως τό κενό.
Τό μόνο ἀρνητικό σέ αὐτήν τήν ἱστορία ἦταν ὅτι δέν τοῦ ἔμενε καθόλου χρόνος νά δεῖ λίγο τούς φίλους του, νά πάει κάποια βόλτα καί γενικά νά ζήσει κι ἐκεῖνος τήν ἀνέμελη φοιτητική ζωή μέ τίς χαρές της, ὅπως ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι συμφοιτητές του. Περνοῦσε τά μαθήματά του μέ τήν πρώτη καί μέ ἀρκετά καλούς βαθμούς. Δέν ἤθελε νά χρωστάει κανένα μάθημα. Ἤθελε νά ὁλοκληρώσει τίς σπουδές του στά τέσσερα χρόνια καί νά πάρει τό πτυχίο του χωρίς νά χρονοτριβήσει.
Τά φοιτητικά του χρόνια περνοῦσαν χωρίς τίποτε τό ἰδιαίτερο. Σχεδόν ὅσα χρήματα ἔπαιρνε ἀπό τόν μισθό του,  τά κατέθετε σέ κοινό λογαριασμό πού εἶχε μέ τούς δικούς του στήν Ἀγροτική Τράπεζα γιά τήν συντήρηση τῆς οἰκογένειάς του, κρατώντας ἐλάχιστα χρήματα γιά τά μικροέξοδά του. Ἡ ζωή του ἦταν: οἰκοτροφεῖο, σχολή, τυπογραφεῖο, μελέτη καί ὁ ἀπαραίτητος ὕπνος, πού καί αὐτόν δέν τόν χόρταινε.
Στίς 18 Δεκεμβρίου τοῦ 1975 κι ἐνῶ διήνυε τό τρίτο ἔτος, ἦρθε μιά ἀναπάντεχη εἴδηση ἀπό τό χωριό πού κυριολεκτικά τόν συγκλόνισε. Ὁ πατέρας του τά ξημερώματα εἶχε ἀποβιώσει ἀπό συγκοπή καρδιᾶς. Εἶχε νά τόν δεῖ ἀπό τόν Σεπτέμβριο καί σκόπευε νά πάει στό χωριό γιά τίς διακοπές τῶν ἑορτῶν, ἀλλά δέν πρόλαβε.
Ὅλα ἀνατράπηκαν!  Δέν μπόρεσε καλά καλά νά τό συνειδητοποιήσει καί ἀμέσως ἑτοιμάστηκε νά φύγει γιά τό χωριό. Ἴσα πού προλάβαινε τό ἀπογευματινό ΚΤΕΛ γιά Τρίπολη. Ἡ κηδεία εἶχε ὁρισθεῖ γιά τήν ἄλλη μέρα νωρίς τό  μεσημέρι. Πρίν βραδιάσει ἦταν κιόλας στό Μανδράκι.
Ἡ μητέρα του μόλις τόν εἶδε παραλίγο νά λυποθυμήσει. Ἄρχισε νά κλαίει γοερά καί νά ἐλεεινολογεῖ τήν κατάστασή της. Τά δυό μικρά του ἀδερφάκια τόν σφιχταγκάλιασαν κλαίγοντας καί δέν ξεκολλοῦσαν ἀπό πάνω του. Οἱ συγγενεῖς του  ἦρθαν νά τόν συλλυπηθοῦν.
Πρώτη φορά ἀντιμετώπιζε μιά τόσο δύσκολη κατάσταση. Δέν ἤξερε πῶς νά συμπεριφερθεῖ. Τά μάτια του βούρκωσαν καί ἄρχισε νά δακρύζει, χωρίς νά μπορεῖ νά συγκρατηθεῖ.  Ἔπρεπε ὅμως νά σταθεῖ στό ὕψος τῶν περιστάσεων. Ἦταν πλέον ὁ προστάτης τῆς οἰκογένειας. Ἔπρεπε νά δείχνει δυνατός καί νά δίνει σέ ὅλους κουράγιο.
Βγῆκε γιά λίγο στό μπαλκονάκι τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ του. Εἶδε τήν αὐλή μέ τά λίγα δένδρα καί τά φυτά καί ἄρχισε νά θυμᾶται τίς ὄμορφες μέρες πού πέρασε ὡς παιδί κι ὡς ἔφηβος σέ αὐτό τό σπίτι μέ τόν πατέρα του. Τίς ὄμορφες ἐξορμήσεις πού κάνανε γιά κυνήγι, τίς συμβουλές πού τοῦ ἔδινε, τίς ἀρετές πού τόν κοσμοῦσαν. Ἄρχισε νά κλαίει μέ λυγμούς. Ἀπό τό σπίτι ἀκουγόταν  τό σπαρακτικό μοιρολόγι τῆς μάνας του. Ἄνοιξε μιά βρυσούλα πού βρισκόταν στό μπαλκονάκι,  ἔριξε λίγο νερό στό πρόσωπό του καί ξαναμπῆκε στό σπίτι.
Στό κέντρο τοῦ σαλονιοῦ εἶχαν τοποθετήσει τόν κεκοιμημένο πατέρα του.  Ἀσπάστηκε τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ πού εἶχαν τοποθετήσει στό στῆθος του κι ἔπειτα τόν φίλησε τρυφερά στό παγωμένο του μέτωπο. Ἦταν ἴδιος ὅπως τόν εἶχε ἀφήσει. Νόμιζε ὅτι θά ἀνοίξει τά μάτια του νά τοῦ μιλήσει. Τά κλάματα ὅμως τῶν συγγενῶν τόν προσγείωσαν στή σκληρή πραγματικότητα.  Ἄρχισε νά συνειδητοποιεῖ ὅτι τόν βλέπει γιά τελευταία φορά. Ἡ μητέρα του συνέχιζε νά κλαίει ἀπαρηγόρητη. Τήν ἀγκάλιασε καί τῆς ψιθύρισε παρηγορητικά λόγια. Τῆς εἶπε ὅτι θά εἶναι κοντά τους ὅλο τό διάστημα τῶν ἑορτῶν καί ὅτι ἀπό τήν Ἀθήνα θά ἔχουν πιό συχνή ἐπικοινωνία.
Τό Μαράκι πού βρισκόταν δίπλα στή μητέρα της ἔκλαιγε κι αὐτή διαρκῶς. Τά ματάκια της εἶχαν γίνει κατακόκκινα. Ὁ Γρηγόρης τήν ἀγκάλιασε, τήν φίλησε καί τήν πῆρε ἀπό τό χέρι νά τήν πάει μία βόλτα ἔξω, νά τήν χτυπήσει καθαρός ἀέρα.
Κατέβηκαν τήν ἐξωτερική σκάλα καί πήγανε στήν κεντρική πλατεία τοῦ χωριοῦ μέ τόν μεγάλο πλάτανο. Ἡ ἀτμόσφαιρα μύριζε καμμένα καυσόξυλα. Ἀπό τά τζάμια τῶν σπιτιῶν ἔβλεπες τά πολύχρωμα φωτάκια ν᾽ ἀναβοσβήνουν καί νά στολίζουν ὄμορφα τό χριστουγεννιάτικο δένδρο. Στήν πλατεία ἡ κοινότητα εἶχε τοποθετήσει μιά πολύ ὄμορφη χριστουγεννιάτικη φάτνη. Κάθισαν δίπλα σ᾽ ἕνα παγκάκι καί τή χάζευαν. Ὁ Γρηγόρης τήν ἔσφιξε στήν ἀγκαλιά του καί ἄρχισε νά τῆς λέει:
-«Βλέπεις Μαράκι  τόν Χριστούλη μας; Ἦρθε στόν κόσμο γιά νά ξεστάνει τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων ἀπό τό μῖσος καί νά φέρει στόν κόσμο μας τήν ἀγάπη καί τήν εἰρήνη του. Ὁ πατερούλης μας θά πάει στούς οὐρανούς κοντά του καί ἀπό ἐκεῖ πάνω θά προσεύχεται καλύτερα γιά μᾶς. Ὁ πατέρας μας δέν χάθηκε. Ἁπλῶς, ἄλλαξε κατοικία. Κι ἀπό σένα δέν θέλει -μέρες πού εἶναι- νά κλαῖς τόσο πολύ γιατί τόν στενοχωρεῖς. Σέ δύο μέρες θά σέ πάρω στήν Τρίπολη νά σοῦ ἀγοράσω τήν κοῦκλα πού μοῦ εἶχες ζητήσει γιά τά Χριστούγεννα».
-«Ἀλήθεια, μοῦ τό λές, Γρηγόρη»; τοῦ εἶπε ἡ μικρή.
-«Ἀλήθεια, βρέ μικρούλη μου», τῆς ἀπάντησε ἐκεῖνος καί ξεκίνησαν γιά τό σπίτι.
Σέ ὅλη τή διαδρομή τό Μαράκι θυμόταν τά λόγια τοῦ ἀδερφοῦ της καί τά ματάκια της ἔλαμπαν.
-«Ὁ πατέρας ζεῖ, δέν πέθανε. Εἶναι κοντά στόν Χριστούλη μας», εἶπε  γεμάτη χαρά στή μητέρα της,  ὅταν φτάσανε σέ λίγο στό σπίτι. «Μοῦ τό εἶπε ὁ Γρηγόρης μας. Πᾶψε  λοιπόν κι ἐσύ νά κλαῖς, δέν μπορῶ νά σέ βλέπω συνέχεια δακρυσμένη».
-«Ἔχεις δίκιο, παιδάκι μου», τῆς εἶπε ἡ μητέρα της καί σκούπισε μέ τό μαντίλι τά δάκρυά της.  «Ἔχει δίκιο ὁ Γρηγόρης μας. Θά προσπαθήσω νά μήν ξανακλάψω μέρες πού ἔρχονται».
Σέ λίγη ὥρα χτύπησε τήν πόρτα ὁ ἐφημέριος τοῦ χωριοῦ γιά νά διαβάσει τό καθιερωμένο τρισάγιο στόν κεκοιμημένο, ὅπως συνηθίζουν σἐ αὐτές τίς περιπτώσεις στήν ἐπαρχία πού ξενυχτοῦν τόν νεκρό. Ἀνάψανε ἕνα κερί καί ἔφεραν τό θυμιατό. Ἔγινε ἀπόλυτη σιγή…
–«Εὐλογητός ὁ Θεός… Μετά πνευμάτων δικαίων τετελειωμένων…», ἄρχισε νά ψάλλει ὁ παπα- Φώτης, μέ μιά φωνή σπασμένη ἀπό τήν συγκίνηση.
Ἤξερε πολύ καλά τόν ἀείμνηστο Κώστα. Εἶχε ζήσει ἀπό πολύ κοντά τό δράμα τῆς οἰκογένειας. Ἡ κυρα- Ἀφροδίτη τοῦ εἶχε ἐξομολογηθεῖ πολλές φορές τόν πόνο της καί ὅσα κατά καιρούς τήν βάραιναν. Ὁ ἀγαθός λευίτης εἶχε συμπαρασταθεῖ στήν οἱκογένεια ἠθικά καί ὑλικά. Τά παιδιά τά εἶχε σάν δικά του παιδιά.
Ὅταν τελείωσε τό τρισάγιο καί ψάλλανε τό «αἰωνία ἡ μνήμη»,  πῆγε κοντά στόν Γρηγόρη καί τόν ἀσπάσθηκε πατρικά.
-«Μήν στενοχωριέσαι, παιδί μου», τοῦ εἶπε. «Κοίταξε ἐσύ νά τελειώσεις μέ τό καλό τίς σπουδές σου νά σέ καμαρώσουμε κι ἐγώ θά εἶμαι δίπλα στήν  οἰκογένειά σου».
Φίλησε ἔπειτα στά μετωπάκια τους τό Μαράκι καί τόν Πέτρο, ἀσπάστηκε τήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου καί τό μέτωπο τοῦ κεκοιμημένου, χαιρέτησε τήν χήρα καί τούς παρευρισκόμενους καί ἔφυγε.
Τώρα ὅλοι ἔνιωθαν μιά ἀνακούφιση. ‘H οἰκογένεια ἑνωμένη ἀντιμετώπιζε τήν βαριά ἀπώλεια τοῦ πατέρα. Τήν ἄλλη μέρα ἄρχισε ἀπό τό πρωί νά χτυπᾶ συνέχεια μέ πένθιμο ρυθμό ἡ καμπάνα, ὅπως εἶναι τό ἔθιμο στά ἑλληνικά χωριά, ὅπου ὅλη ἡ κοινότητα συμμετέχει σύσσωμη στό πένθος τῆς οἰκογένειας. Οἱ γυναῖκες βοηθοῦσαν νά ἑτοιμασθεῖ τό νεκρόδειπνο πού θά παρετίθετο μετά τήν ταφή.
Οἱ ἄνδρες τοῦ χωριοῦ πρόσφεραν μέ τήν καρδιά τους ὅ,τι ὑλικά χρειάζονταν. Στίς δώδεκα τό μεσημέρι ἐψάλη στήν κεντρική Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ, τόν Ἅγιο Νικόλαο, ἡ Νεκρώσιμη  Ἀκολουθία μέσα σ᾽ ἕνα πολύ βαρύ κλῖμα. Στό τέλος ὁ παπα- Φώτης εἶπε δυό λόγια παρηγοριᾶς ἐμψυχώνοντας τήν πονεμένη οἰκογένεια. Μιά καινούργια μέρα ξημέρωνε ἀπό αὔριο γιά τήν οἰκογένεια τῆς κυρα- Ἀφροδίτης. Ὁ παπα –Φώτης ἀπευθύνθηκε σέ ὁρισμένους συγχωριανούς του ἐνορίτες του πού γνώριζε  ὅτι ἔχουν τήν οἰκονομική δυνατότητα καί συγκέντρωσε ἕνα ἀξιόλογο ποσό γιά τήν ἐνίσχυση τῆς δοκιμαζόμενης οἰκογένειας. Τά χρήματα πού συγκεντρώθηκαν – γύρω στίς 50 χιλιάδες δραχμές τά παρέδωσε μέ μεγάλη διακριτικότητα στήν κυρα-Ἀφροδίτη. Μέ αὐτά τά χρήματα κάλυψαν τά ἔξοδα τῆς κηδείας καί μπόρεσαν νά καλύψουν τά ἔξοδα τῆς οἰκογενείας γιά τούς δυό-τρεῖς ἑπόμενους μῆνες.
Ὁ Γρηγόρης ἔμεινε ὅλο τό διάστημα τῶν ἑορτῶν μαζί μέ τ;hν οἰκογένειά του καί στίς 7 Ἰανουαρίου ξεκίνησε μέ τό ἀπογευματινό ΚΤΕΛ γιά τήν Ἀθήνα.
-«Θά σᾶς σκέφτομαι, θά προσεύχομαι γιά σᾶς, θά σᾶς γράφω ξυχνά καί θά σᾶς παίρνω τηλέφωνο», ἦταν τά τελευταῖα  του λόγια πρός τή μητέρα του καί τά δυό μικρότερα ἀδερφάκια του πρίν φύγει.
Τό βράδυ ἔφτασε στό οἰκτροφεῖο. Τοῦ φάνηκε σάν νά εἶχε λείψει μῆνες. Τώρα ἔπρεπε νά ἀνασυνταχθεῖ καί νά βρεῖ πάλι τούς ρυθμούς του. «Ἡ ζωή συνεχίζεται, ὅσο σκληρό κι ἄν ἀκούγεται», σκέφτηκε. Νέα δεδομένα καί νέες προοπτικές μπῆκαν πλέον στή ζωή του. «Θεέ μου, βοήθαμε ν᾽ ἀντέξω», ψιθύρισε τό βράδυ στήν προσευχή του κι ἔπεσε κατάκοπος νά κοιμηθεῖ. Ἦταν ἐξαντλημένος ὄχι μόνο σωματικά, μά κυρίως ψυχικά ἀπό τήν θλίψη πού εἶχε φωλιάσει στήν ψυχούλα του κι ἀπό τή γεύση τῆς πίκρας πού εἶχε ἀφήσει μέσα του ὁ θάνατος τοῦ πατέρα του.
Γενάρης τοῦ 1977 στήν βροχερή  Ἀθήνα. Ὅλο τό βράδυ ἔβρεχε καταρρακτωδῶς. Ἀκόμα καί σήμερα ὀκτώ τοῦ μηνός,  βρέχει κατά διαστήματα. Τά πανεπιστήμια ἄνοιξαν. Ὁ Γρηγόρης ἀπό τό πρωί ξεκίνησε μέ κέφι γιά τήν παρακολούθηση τῶν παραδόσεων. Τοῦ εἶχε λείψει πολύ ἡ Σχολή του, οἱ συμφοιτητές του, ἡ πολύβουη  ζωή τῆς μεγαλούπολης, ὅλα.
Οἱ  περισσότεροι συμφοιτητές του εἶναι ἔντονα πολιτικοποιημένοι. Διακινοῦν ἔντυπα πολιτικοῦ περιεχομένου, προσπαθοῦν νά στρατολογήσουν μέλη ὁ καθένας στήν φοιτητική παράταξη πού ἀνήκει, διοργανώνουν συναυλίες, ἐκδρομές, παρτάκια γιά νά ξεδίνουν. Ὅλα αὐτά, ὅμως, δείχνουν νά μήν ἀγγίζουν καθόλου τόν Γρηγόρη. Οἱ συμφοιτητές του δέν μποροῦν νά τόν κατανοήσουν. Ἡ συμπεριφορά του τούς φαίνεται μυστηριώδης καί ἀνεξήγητη. Ὁ Γρηγόρης κρατάει τήν δική του  προσωπική στάση σέ ὅλα αὐτά. Δέν τοῦ ἀρέσει νά μιλάει γιά πολιτική, δέν συμμετέχει στίς διάφορες πολιτικές ἐκδηλώσεις καί ὁμιλίες. Δέν πάει νά ψηφίσει οὔτε κἄν στίς φοιτητικές ἐκλογές, παρά τίς ἔντονες πιέσεις πού ὑφίσταται ἀκόμα καί ἀπό  τούς πολύ στενούς του φίλους.
Μόνο μιά φορά ἐνέδωσε. Ἦταν τέλος τοῦ Γενάρη, ὅταν τόν πλησίασε μιά συμφοιτήτριά του, ἡ Μαίρη καί τοῦ πρότεινε ν᾽ ἀγοράσει μιά  ἔντονα κομματική ἐφημερίδα ἀπό αὐτές πού πουλοῦσε γιά τήν διάδοση τῶν ἰδεῶν τῆς παράταξης πού ἀνῆκε. Τήν ἀγόρασε, παρόλο πού μετροῦσε καί τό παραμικρό ἔξοδό του. Ὄχι βέβαια γιατί τό περιεχόμενό της, ἀλλά γιατί δέν ἤθελε νά τόν πάρει μέ κακό μάτι ἡ Μαίρη.
Ἡ Μαίρη ἦταν ἕνα πολύ πολιτικοποιημένο πρόσωπο. Ἀνῆκε στόν σκληρό πυρήνα  μιᾶς ἀριστερῆς ὀργάνωσης. Ὅταν ἔκανε ἀνακοινώσεις γιά κάποια κομματική ἤ παραταξιακή ἐκδήλωση ἤ τοποθέτηση γιά κάποιο φλέγον πολιτικό θέμα τῆς ἐπικαιρότητας -συνήθως λίγο πρίν ἔρθει ὁ καθηγητής πού θά παρέδιδε τό  μάθήμα- ἦταν φωτιά. Ἕνας θηλυκός ρήτορας! Χρησιμοποιοῦσε βέβαια αὐτόν τόν ἀπωθητικό ξύλινο πολιτικοποιημένο λόγο, μέ τίς κλισέ ἐκφράσεις καί γλωσσικές φόρμες, ἀλλά σοῦ ἔδινε τήν ἐντύπωση ὅτι ζοῦσε αὐτά πού ἔλεγε καί ὅτι ἀγωνιζόταν μέ πάθος νά πραγματοποιήσει τά πολιτικά ὁράματα στά ὁποῖα πίστευε μέ πάθος.
Πέρα ἀπό αὐτά ὅμως, ὁ Γρηγόρης ἔδειχνε νά τῆς ἔχει μιά ἰδιαίτερη συμπάθεια γιατί τόν  εἵλκυε ἡ ἐξωτερική της κυρίως ἐμφάνιση. Εἶχε ξανθά μαλλιά, ἔντονα γαλανά μάτια κι ἕνα λευκό καί ἀστραφτερό πρόσωπο. Ὁ Γρηγόρης εἶχε πιάσει πολλές φορές τόν ἑαυτό του νά τήν χαζεύει ἄθελά του ὅταν ἀγόρευε. Ἦταν μιά ἕντονη προσωπικότητα πού δέν θά  μποροῦσε νά μείνει ἀπαρατήρητη.
Σέ κάποια στιγμή τόν πλησίασε καί τοῦ ἀπηύθυνε τόν λόγο. Ὁ Γρηγόρης πού  καθόνταν πάντα στή τρίτη θέση τῶν  πανεπιστημιακῶν ἑδράνων, γιά μιά στιγμή σάστισε. Δέν ἤξερε πῶς νά τῆς φερθεῖ.  Τελικά τῆς φέρθηκε εὐγενικά, καί αὐτό δέν ἦταν κάτι τό προσποιητό. Ἤθελε νά τῆς δείξει μιά φιλική διάθεση. Ἐκείνη τό ἐξέλαβε ὅτι ὁ τύπος «τσίμπησε» καί ἄρχισε νά τόν ἐνδιαφέρει ἡ πολιτική.
-«Χάθηκες» τοῦ εἶπε μέ μιά προσποιητή ἔκπληξη.
Ὁ Γρηγόρης ἄρχισε νά τῆς ἐξιστορεῖ περιληπτικά τίς οἰκογενειακές περιπέτειες πού εἶχε τελευταῖα.
-«Λυπᾶμαι πολύ»,  τοῦ εἶπε. «Ἄν θέλεις , ἔλα τό βραδάκι στήν καφετέρια “Τά ἀηδονάκια”. Ἔχουμε μιά συγκέντρωση μέ τά παιδιά. Θά χαρῶ πολύ νά σέ δῶ. Τοῦ χαμογέλασε πολύ φιλικά καί τόν χαιρέτησε ἐγκάρδια.
Αὐτό ἦταν. Ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή ἄρχισαν νά συνελοῦνται μεγάλες ἀναστατώσεις στόν τρυφερό συναισθηματικό κόσμο τοῦ Γρηγόρη. Πίστεψε  γιά μιά στιγμή  πώς ἡ Μαίρη τόν συμπάθησε καί πώς ἡ πρόσκλησή της ἦταν ἕνας ἔμμεσος τρόπος νά γνωριστοῦνε καλύτερα.
-«Σέ δουλεύει ρέ ψιλό γαζί, δέν τό κατάλαβες ἀκόμη»; τοῦ εἶπε μετά ἀπό λίγο ὁ συμφοιτητής του ὁ Γιάννης, πού καθόταν στό διπλανό ἕδρανο καί εἶχε παρακολουθήσει ὅλη τή σκηνή.
-«Τό μόνο πού τήν ἐνδιαφέρει εἶναι νά σέ προσηλυτίσει στό κόμμα της. Τόσο ἀφελής εἶσαι; Χαμπάρι δέν παίρνεις»;
-«Δέν ξέρω τί λές ἐσύ καί ἀπό ποῦ βγάζεις αὐτά τά  παρατραβηγμένα συμπεράσματα», τοῦ ἀπάντησε ὁ Γρηγόρης, κάπως ἐνοχλημένος ἀπό τήν ἑρμηνεία πού ἔδωσε ὁ φίλος του.
Ἄλλαξε θέμα ἀπότομα,  σάν νά ἤθελε ν᾽ἀποφύγει αὐτήν τήν κουβέντα καί ἄρχισε νά διαβάζει κάποιες φωτοτυπημένες  σημειώσεις σχετικές μέ τό μάθημα πού τοῦ εἶχαν δώσει οἱ συμφοιτητές του.
Εἶναι ἀλήθεια πώς ἡ φοιτητική ζωή τοῦ Γρηγόρη στήν Ἀθήνα ἦταν πολύ σκληρή. Εἶχε πολλές ὑποχρεώσεις καί σχεδόν κανένα δικαίωμα. Εἶχε στερηθεῖ τά πάντα. Βρισκόταν διαρκῶς στήν τσίτα γιά νά ἀνταποκριθεῖ στίς ὑποχρεώσεις του, οἰκογενεικές, φοιτητικές καί ἐπαγγελματικές. Ἦταν ἤδη εἴκοσι ἑνός χρόνων καί δέν εἶχε καθόλου αὐτό πού λέμε προσωπική ζωή. Κάπου ἀποζητοῦσε νά χαλαρώσει. Ἤθελε ἕναν ἄνθρωπο ν᾽ ἀκουμπήσει. Νά πεῖ μιά κουβέντα μέ κάποιον πού θά ἔνιωθε ὅτι τόν ἀγαπᾶ καί τόν σέβεται. Ἡ Μαίρη -ἄν καί δέν συμφωνοῦσε μέ τίς κομματικές της ἐπιλογές- τόν ἔκανε νά πιστεύει ὅτι ἐνδιαφερόταν πραγματικά γι᾽ αὐτόν. Δέν ἤξερε τί ν᾽ αποφασίσει. Βρισκόταν σέ τρομερό δίλημμα. Μέσα του ἔγινε ἕνας φοβερός πόλεμος. Τελικά, ἀποφάσισε νά μήν πάει.
Ἐκεῖνο πού κυρίως τόν φόβιζε ἦταν ἡ παρέα τῆς Μαίρης καί ὅ,τι ἐκείνη ἡ παρέα ἀντιπροσώπευε. Δέν ἤθελε νά μπλεχτεῖ σέ ἐπικίνδυνες περιπέτειες. Μετροῦσε μέ τό σταγονόμετροι κάθε του κίνηση. Ἀκόμα καί τή Μαίρη θ᾽ ἀπόφευγε, ἄν δέν τήν εἶχε συμπαθήσει.
Τήν ἄλλη μέρα στό Πανεπιστήμιο ἐπαναλήφθηκε τό ἴδιο σκηνικό.
-«Συνάδελφοι, πρέπει νά ἀντισταθοῦμε στά ἀντιλαϊκά μέτρα πού παίρνει ἡ κυβέρνηση. Ὄχι στήν ἡττοπάθεια καί τόν ὠχαδερφισμό. Ἑνωμένοι ἐργάτες καί φοιτητές θά διασφαλίσουμε τά διακαιώματά μας καί θά τά ἐπαυξήσουμε, πηγαίνοντας κόντρα στόν ντόπιο καί ξένο παράγοντα», ἦταν μερικές φράσεις ἀπό τήν πρωινή ἀγόρευση τῆς Μαίρης.
Ὁ Γρηγόρης τήν παρακολουθοῦσε καί μέσα του τήν θαύμαζε γιά τόν δυναμισμό της. Ὅταν τελείωσε, τόν πλησίασε στήν Τρίτη σειρά καθισμάτων πού συνήθιζε νά κάθεται καί τοῦ εἶπε πολύ φιλικά καί μέ χαμόγελο:
-«Σέ περίμενα. Γιατί δέν ἦρθες χθές τό βράδυ»;
Ὁ Γρηγόρης σάστισε. Εἶχε χάσει τά λόγια του. Δέν ἤξερε πῶς νά τῆς δικαιολογηθεῖ. Βρῆκε μιά πρόχειρη δικαιολογία καί τῆς ἀνταπέδωσε τό φιλικό χαμόγελο.
-«Θές νά πᾶμε μόνοι μας γιά καφέ στίς μία τό μεσημεράκι»;  τόν ρώτησε.
-«Ἐντάξει», τῆς ἀπάντησε ἐκεῖνος, χωρίς πολύ καλά νά τό σκεφτεῖ.
Δώσανε ραντεβοῦ σέ μιά κοντινή καφετέρια.
-«Θά χάσω τό μάθημα τῶν ἀρχαίων», σκέφτηκε, «ἀλλά δέν πειράζει. Ἀξίζει τόν κόπο γιά τή Μαίρη»!
Τό νεαρό ἐπαρχιωτόπουλο εἶχε ἀναστατωθεῖ γιά τά καλά. Θά πήγαινε νά συναντήσει κάποια κοπέλα πρώτη φορά στή ζωή του καί αὐτό τό γεγονός τόν εἶχε συγκλονίσει. Προσπαθοῦσε νά σκεφτεῖ τί θά τῆς ἔλεγε. Μόλις τελείωσε ἡ παράδοση, ἔφυγε γρήγορα γρήγορα. Μία καί πέντε ἦταν ἕξω ἀπό τήν καφετέρια καί περίμενε. Μία καί τέταρτο φάνηκε ἐπιτέλους ἡ Μαίρη!
Ἀφοῦ καθίσανε σέ μιά γωνιά κάπως ἀμήχανα καί οἱ δυό τους, τόν λόγο πῆρε ἡ Μαίρη, βρίσκοντας μιά ἀφορμή γιά νά σπάσει τήν μονοτονία:
-«Πῆρες τό καινούργιο τεῦχος τῆς ἐφημερίδας μας; τοῦ εἶπε. Πάρτο. Ἔχει πολλά καί ἐνδιαφέροντα ἄρθρα γιά τήν τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα. Δέν θέλω νά μοῦ τήν πληρώσεις.  Στήν χαρίζω μιά καί γνωριστήκαμε».
Στό πρόσωπό της εἶχε ἕναν ἐνθουσιασμό καί τά μάτια της ἔλαμπαν. Ὁ Γρηγόρης ξεροκατάπιε, ἔκανε νά ἀρθρώσει κάποιο λόγο, τήν κοίταξε καί τῆς εἶπε δειλά δειλά ἕνα εὐχαριστῶ παίρνοντας τήν ἐφημερίδα. Ἔκανε πῶς τήν ξεφύλλιζε προσπαθώντας μέ αὐτόν τόν τρόπο ν᾽ ἀποκρύψει τήν ἀμηχανία του.
-«Τί γνώμη ἔχεις γιά τά νέα κυβερνητικά σχέδια γιά τήν παιδεία»; τόν ρώτησε μέ ἐνδιαφέρον ἡ Μαίρη καί περίμενε νά κάνουν ἕνα οὐσιαστικό διάλογο.
-«Ξέρεις, Μαίρη, δέν μ᾽ ἐνδιαφέρουν αὐτά τά ζητήματα», τῆς ἀπάντησε σέ ἤπιο τόνο,  μέ τόν φόβο μήπως τήν ἀπαγοητεύσει.
-«Μά εἶναι δυνατόν, ἐσύ ἕνα παιδί πού προέρχεσαι ἀπό κατώτερες λαϊκές τάξεις καί ἔχεις νιώσει τήν κοινωνική ἀδικία στό μεδούλι σου ἀπό μικρός νά μήν ἐνδιαφέρεσαι γιά τό μέλλον σου»;  τόν ρώτησε γεμάτη ἀπορία. «Μέ ἀφήνεις ἔκπληκτη καί μέ ἀπαγοητεύεις»! τοῦ εἶπε μέ αὐστηρό ὕφος,  δείχνοντας  φανερά ἐνοχλημένη.
Ὁ Γρηγόρης δέν περίμενε μιά τόσο ἔντονη καί φανατική – ὅπως τοῦ φάνηκε- ἀντίδραση.
-«Μά καλά, μόνο ἡ πολιτική σ᾽ ἐνδιαφέρει, βρέ Μαίρη; Δέν ὑπάρχουν ἄλλα πράγματα πιό ἐνδιαφέροντα  στή ζωή γιά ἕνα νέο κορίτσι σάν ἐσένα»;  Τόλμησε νά τῆς πεῖ ὁ Γρηγόρης.
-«Ἡ πολιτική εἶναι ἡ πρώτη καί πιό ἐνδιαφέρουσα ἐπιλογή μου καί τό μέσον γιά νά φτιάξω ἐγώ καί οἱ σύντροφοί μου μιά καλύτερη κοινωνία. Ἔπειτα, ἄν τό πᾶς στό συναισθηματικό ἐπίπεδο, ναί ἔχω κάποια σχέση μέ κάποιο ἀγόρι ἐδῶ καί δυό χρόνια, σύντροφο ἀπό τό κόμμα. Κάνουμε ὄμορφη παρέα καί τό βασικότερο εἶναι ὅτι  συμφωνοῦμε σέ ὅλα στό ἰδεολογικό ἐπίπεδο».
Ὁ Γρηγόρης ἔνιωσε τή γῆ νά ἔχει ἀνοίγει νά τόν καταπιεῖ. Ἀπόφευγε   ὅμως νά συγκρουστεῖ μαζί της.
– «Ξέρεις, θά πρέπει νά φύγω  γιατί στίς δύο καί μισή πιάνω δουλειά στό τυπογραφεῖο καί δέν θά ἤθελα ν᾽ ἀργήσω», τῆς εἶπε καί τήν χαιρέτησε, δείχνοντας ἔντονα ἐνοχλημένος μέ αὐτά πού ἄκουσε.
Αὐτό ἦταν! Ὁ Γιάννης, ὅπως  φαίνεται, ἐπαληθεύτηκε. Τό μόνο πού ἐνδιέφερε τή Μαίρη ἦταν πῶς θά στρατολογοῦσε στό κόμμα τόν Γρηγόρη καί ὄχι ὁ ἴδιος ὁ Γρηγόρης. Μέχρι νά πάει στή δουλειά του στριφογύριζαν ὅλες αὐτές οἱ σκέψεις στό κεφάλι του καί τόν ἀναστάτωναν. Εὐτυχῶς ὅταν ρίχτηκε γιά τά καλά στή δουλειά, ὅλα ἔφυγαν ὡς διά μαγείας. Καί ἡ Μαίρη καί τά γαλανά της τά μάτια καί τά ξανθά της τά μαλλιά καί κυρίως τό κόμμα της μέ τό ὁποῖο ἦταν παθιασμένη.
«Εὐτυχῶς πού δέν τήν πάτησα», μονολογοῦσε ἐπιστρέφοντας τό βραδάκι στό οἰκοτροφεῖο  ἀπό τήν δουλειά. Στό οἰκοτροφεῖο συνάντησε πάλι τούς ἀγαπημένους του φίλους καί τά εἶπαν γιά λίγο μετά τό βραδινό γεῦμα. Οἱ μέρες κυλοῦσαν  σάν νεράκι, χωρίς νά τό πολυκαταλαβαίνει. Ἡ μητέρα του εἶχε κάπως συνέλθει ἀπό τόν ἀναπάντεχο θάνατο τοῦ πατέρα του.
-«Νά εἶναι καλά ὁ παπα-Φώτης. Μᾶς στάθηκε στή δοκιμασία μας πιό πολύ κι ἀπό πατέρας» τοῦ ἔλεγε προχθές στό τηλέφωνο καί συνέχιζε:« Στήν Ἐκκλησία καί στόν Χριστό βρίσκω τήν παρηγοριά μου, παιδί μου, πουθενά ἀλλοῦ. Ὅλος ὁ κόσμος ἄρχισε νά χάνεται σιγά σιγά. Κλείστηκαν ὅλοι στό καβούκι τους καί στά νοικοκυριά τους. Δέν ἔχω παράπονο, καλά νά εἶναι οἱ ἄνθρωποι. Ἔκαναν αὐτό πού μποροῦσαν. Στή θέση τους κι ἐγώ τό ἴδιο θά ἔκανα. Τά μικρά ἀδερφάκια σου μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ προοδεύουν στά μαθήματά τους. Κάθε βράδυ προσεύχονται γιά ὅλους μας. Καί γιά τόν συχωρεμένο τόν πατέρα σου καί γιά μένα καί κυρίως γιά σένα πού σέ ἔχουν πολύ ἀποθυμήσει. Εἶναι πολύ ὑπερήφανα γιά τόν μεγάλο τους ἀδερφό. Ὅλο μέ ρωτᾶνε νά τούς πῶ τά νέα σου».
Ὁ Γρηγόρης τά ἄκουγε ὅλα αὐτά κι ἔπαιρνε θάρρος. Ἔβλεπε πώς οἱ κόποι του δέν πήγαιναν χαμένοι. Τά βράδια μετά τό ἀπόδειπνο πού ἔκαναν ὅλοι μαζί στό παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους -πού βρισκόταν μέσα στό οἰκοτροφεῖο- καθόταν γιά λίγα λεπτά μέσα στήν Ἐκκλησία καί προσευχόταν ἔντονα μέ δικά του λόγια στόν Χριστό. Τόν Χριστό τόν ἔνιωθε σάν  φίλο του, σάν πατέρα του, σάν ἀδερφό του. Εἶχε μάθει νά μήν ἐμπιστεύεται πλέον τούς ἀνθρώπους γιατί οἱ ἄνθρωποι πάνω στίς ἀδυναμίες τους πολλές φορές τόν εἶχαν πληγώσει καί ἀπογοητεύσει. Εἶχε ἀκούσει πολλές φορές τά Σάββατα πού συμμετεῖχε στούς ἑσπερινούς στό Παρεκκλήσι τά λόγια τῆς εὐχῆς πού ἔλεγε χαμηλόφωνα ὁ ἱερέας καί τοῦ εἶχαν κάνει ἰδιαίτερη ἐντύπωση: «σοί τῷ φοβερῷ Θεῷ….οἱ σοὶ δοῦλοι ὑπέκλιναν τὰς κεφαλάς, (….) οὐ τήν ἐξ ἀνθρώπων ἀναμένοντες βοήθειαν, ἀλλὰ τὸ σὸν περιμένοντες ἔλεος καὶ τὴν σὴν ἀπεκδεχόμενοι σωτηρίαν». Αὐτά τά λόγια εἶχαν εἰσχωρήσει βαθιά μές τήν ψυχή του. Τοῦ φαινόντουσαν βαθυστόχαστα καί ἀληθινά.
Τό ἀφεντικό του, ὁ κυρ-Ἠλίας, εἶχε ἐκτιμήσει πολύ τόν ἀγώνα του. Τοῦ πρότεινε μάλιστα νά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τίς βαριές δουλειές τοῦ τυπογραφείου καί νά τοῦ ἀναθέσει τή φιλολογική ἐπιμέλεια τῶν βιβλίων τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου «Ἥλιος» πού διεύθυνε ἐκεῖνος. Ἔπαιρνε πλέον τή δουλειά στό οἰκοτροφεῖο κι ἔτσι γλίτωνε χρόνο δύο ὡρῶν ἀπό τίς καθημερινές του μετακινήσεις στό τυπογραφεῖο.
Κάποια μέρα ὁ κυρ-᾽Ηλίας τόν κάλεσε στό σπίτι του γιά φαγητό.
-«Σέ περιμένω ὁπωσδήποτε τήν Κυριακή μετά τήν Ἐκκλησία» τοῦ εἶπε. «Θά χαροῦν νά σέ γνωρίσουν ἡ σύζυγός μου καί τά παιδιά μου, ὁ Ἀντωνάκης καί ἡ Μαρίνα. Τούς ἔχω πεῖ τά καλύτερα λόγια γιά σένα».
Ὁ κυρ-Ἠλίας ἦταν πολύ εὐχαριστημένος ἀπό τόν Γρηγόρη.  Τοῦ φερόταν σάν νά ἦταν δικό του παιδί. Ἐκτιμοῦσε ἰδιαίτερα τόν ἀγώνα πού ἔδινε καί θυμόταν καί  τίς δικές του οἰκονομικές δυσκολίες πού ἀντιμετώπισε, ὅταν εἶχε ἔρθει φτωχόπαιδο ἀπό τήν Κρήτη, χωρίς μιά πεντάρα στό παντελόνι του. Ἦταν πραγματικά αὐτοδημιούργητος.
-«Τήν Κυριακή, λοιπόν, Γρηγόρη μου», τοῦ ὑπενθύμισε καί τόν χαιρέτησε χτυπώντας τον φιλικά στόν ὦμο.
Τήν Κυριακή λειτούργησε στό παρεκκλήσιο τοῦ ἁγίου Χαραλάμπους ὁ πατήρ  Χαρίτωνας, ἕνας ἁγιορείτης ἱερομόναχος 46 χρόνων. Εἶχε λειτουργήσει κι ἄλλες φορές στό παρεκκλήσιο κι ὁ Γρηγόρης τόν ἤξερε. Πολλές φορές ἔπαιρνε τήν εὐχή του μετά τήν Θεία Λειτουργία καί ἀνταλλάσανε δυό- τρία λόγια. Τοῦ εἶχε ἐκμυστηρευτεῖ τό οἰκογενειακό του πρόβλημα καί ὁ πατήρ Χαρίτωνας τοῦ εἶχε ὑποσχεθεῖ ὅτι θά ἔκανε ἰδιαίτερη προσευχή γι᾽ αὐτόν καί τήν οἰκογένειά του.
Ὁ πατήρ Χαρίτωνας εἶχε κάνει ἰδιαίτερη ἐντύπωση στόν Γρηγόρη. Λειτουργοῦσε ἁπλά, χωρίς περιττές καί γρήγορες  κινήσεις, ἀθόρυβα. Ἡ φωνή του ἦταν ἰσχνή, ἀλλά πολύ συμπαθητική. Τό κήρυγμά του ἁπλό, χωρίς ἰδιαίτερες βαθυστόχαστες ἀναλύσεις. Σάν ἁπαλό ἀεράκι μετέφερε τό εὐαγγελικό μήνυμα στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων καί τίς ξεκούραζε. Τούτη τή φορά ὁ Γρηγόρης θέλησε νά τόν πλησιάσει περισσότερο. Ἔνιωθε τήν ἀνάγκη νά ἐξομολογηθεῖ. Εἶχε νά ἐξομολογηθεῖ ἀπό μαθητής Γυμνασίου στόν παπα- Φώτη τοῦ χωριοῦ του. Μετά ἔμπλεξε μέ τά μαθήματα τοῦ Λυκείου καί τίς ἐργασίες στό σπίτι καί τό ἀμέλησε. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι μεγαλώνοντας ἔνιωθε καί κάποια ντροπή νά ἐξαγορευτεῖ ὅπως παλιά στόν  παπα-Φώτη. Τώρα ὅμως ὁ κόμπος εἶχε φτάσει στό χτένι. Ἤξερε πώς ἡ ὥρα δέν ἦταν ἠ κατάλληλη γιά ἐξομολόγηση.
Πῆγε δειλά στόν Πατέρα Χαρίτωνα καί τοῦ εἶπε τήν ἐπιθυμία του.
-«Θά περιμένεις δέκα λεπτά, παιδί μου, νά καταλύσω,  νά βγάλω τή στολή μου κι ἔπειτα θά εἶμαι στή διάθεσή σου», τοῦ εἶπε ὁ ἱερέας.
Ὁ Γρηγόρης ἔνιωσε μιά μεγάλη χαρά μέ τήν ἀπάντηση τοῦ πνευματικοῦ καί περίμενε προσευχόμενος ἔξω ἀπό τό ἱερό. Σέ λίγα λεπτά Γρηγόρης ἄνοιξε τήν ψυχή του καί εἶπε στόν πατέρα Χαρίτωνα ὅ,τι τόν βάραινε. Κατά τή διάρκεια τῆς ἐξομολογήσεως δέν μποροῦσε νά συγκρατήσει τά δάκρυά του.
-«Ἀπό ἐδῶ κι ἔπειτα καινούργια ζωή, παιδί μου», τοῦ εἶπε ὁ μειλίχιος ἱερομόναχος μέ ἕνα χαμόγελο αἰσιοδοξίας.
Καθώς πήγαινε νά συναντήσει τόν κυρ -Ἠλία, ἔφερνε στό νοῦ του τά λόγια καί τή χαριτωμένη μορφή τοῦ πνευματικοῦ καί πραγματικά πετοῦσε ἀπό τήν χαρά του. Ἀπό παιδί εἶχε νά νιώσει τόσο ἀνάλαφρος. Τότε θυμήθηκε τά λόγια τοῦ Χριστοῦ πού εἶχε διαβάσει στήν Καινή Διαθήκη ὅταν νοσηλευόταν στό νοσοκομεῖο: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν».  Τίποτα στή ζωή μας δέν εἶναι τελικά τυχαῖο, μονολόγησε καί συνέχισε τό δρόμο του εὐχαριστημένος.
Τό σπίτι τοῦ κυρ-Ἠλία ἦταν στό Χαλάνδρι, Χρυσανθέμων 58, σέ μιά ὄμορφη μονοκατοικία μέ μεγάλο κῆπο. Ὁ Γρηγόρης πῆρε τό λεωφορεῖο ἀπό τήν πλατεία Κάνιγγος καί σέ τρία τέταρτα ἔφτασε στόν προορισμό του.
Ἡ μέρα ἦταν καταπληκτική. Μιά ἀπό τίς Ἀλκυονίδες μέρες τοῦ Γενάρη.  Ὁ ἥλιος ἔπεφτε πάνω στίς λεμονιές πού εἶχε ὁ κῆπος τοῦ κυρ-Ἠλία  καί τίς ἔκανε ἀκόμα πιό ὄμορφες. Ὁ Γρηγόρης χτύπησε τήν σιδερένια ἐξώπορτα καί περίμενε μέ ἀγωνία νά τοῦ ἀνοίξουν. Τόσο καιρό ζοῦσε στήν Ἀθήνα καί δέν εἶχε ἀξιωθεῖ νά γνωρίσει οὔτε ἕνα προάστιό της. Ρούφαγε ἀχόρταγα τό καθαρό ἀεράκι πού ἐρχόταν μέσα ἀπό τίς λεμονιές καί παρατηροῦσε μέ περιέργεια μικροῦ παιδιοῦ τά γύρω σπίτια καί τούς λιγοστούς ἀνθρώπους πού περνοῦσαν ἀπό τόν ἥσυχο δρόμο.
Σέ λίγο φάνηκε πίσω ἀπό τά κάγκελα τῆς ἐξώπορτας ὁ Ἀντωνάκης, ὁ γιός τοῦ κυρ-Ἠλία. Τόν χαιρέτησε μιλώντας του στόν πληθυντικό καί τόν ὁδήγησε στό σαλόνι τοῦ σπιτιοῦ. Σέ δύο λεπτά παρουσιάστηκε τό ἀφεντικό του συνοδευόμενος ἀπό τή σύζυγό του, τήν κυρία Φανή, μιά ἑξηντάρα κυρία πού ὅμως μέ τά καλλωπιστικά τερτίπια πού χρησιμοποιοῦν οἱ γυναῖκες φαινόταν κατά πολύ νεώτερη.
Τόν λόγο πῆρε πρώτη ἡ κυρία Φανή, ἔτσι γιά νά σπάσει λίγο τήν μονοτονία καί νά κάνει τόν Γρηγόρη νά αἰσθανθεῖ πιό ἄνετα.  Τόν ρώτησε ἐάν βρῆκε εὔκολα τό σπίτι καί πῶς τοῦ φαινόταν ἡ περιοχή τους καί ὁρισμένες λεπτομέρειες γιά τή σχολή του. Πού καί πού πέταγε καί καμμιά ἑλληνικοῦρα στήν βιασύνη της νά κάνει καλή ἐντύπωση στόν φιλοξενούμενό της. Ὁ Γρηγόρης τῆς ἀπαντοῦσε πολύ εὐγενικά καί παράλληλα περιεργαζόταν τούς πίνακες ζωγραφικῆς μέ τούς ὁποίους ἦταν παραφορτωμένο τό σαλόνι.
Ὁ κυρ- Ἠλίας προσπαθοῦσε νά πεῖ κι ἐκεῖνος κάποια κουβέντα, ἀλλά δύσκολα, γιατί ἡ κυρία Φανή μονοπωλοῦσε τή συζήτηση. Μετά ἀπό λίγο ἔκανε τήν ἐμφάνισή της ἡ μεγάλη κόρη τους, ἡ Μαρίνα, δευτεροετής τῆς Νομικῆς σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Ὁ Γρηγόρης μόλις τήν εἶδε ἐξεπλάγη καί μετά βίας μπόρεσε νά κρύψει τόν θαυμασμό του. Ἦταν μιά πάρα πολύ ὄμορφη, χαμογελαστή καί καλοσυνάτη κοπέλα. Στή συζήτηση πού ἀκολούθησε, ὁ Γρηγόρης εἶχε τήν εὐκαιρία νά ἀνακαλύψει κι ἄλλες πτυχές τοῦ χαρακτήρα της. Εἶχε καλλιτεχνικά καί πνευματικά ἐνδιαφέροντα καί γενικά φαινόταν ἕνα πολύ καλλιεργημένο ἄτομο. Ὅταν πεταγόταν ἡ κυρία Φανή, ἡ Μαρίνα προσπαθοῦσε νά διορθώσει τά γλωσσικά της ἀτοπήματα  μέ πολλή διακριτικότητα καί σεβασμό. Ὁ κυρ-Ἠλίας εἶπε στόν Ἀντώνη νά πάει μαζί του στήν βεράντα νά τόν βοηθήσει στό ψήσιμο τῶν κρεάτων πού ἑτοίμαζε  γιά μεσημεριανό καί ἔστειλε μέ ὡραῖο τρόπο τήν κυρία Φανή στήν κουζίνα νά συνεχίσει τίς προετοιμασίες της.  Τῆς ἔκλεισε μάλιστα καί τό μάτι, γιατί ἡ κυρία Φανή εἶχε στρογγυλοκαθίσει  γιά τά καλά καί δέν εἶχε διάθεση νά ξεκολλήσει.
Σέ λίγο ἐπικράτησε στό σαλόνι γιά ἕνα – δύο λεπτά μιά σιγή. Τήν κουβέντα ἄνοιξε ὁ Γρηγόρης πού προσπαθοῦσε ὅλη αὐτήν τήν ὥρα νά βρεῖ κάποιο θέμα γιά συζήτηση.
-«Θά κάνεις πάρα πολλή ὥρα γιά νά πᾶς στή Σχολή σου ἀπό τό Χαλάνδρι, φαντάζομαι, Μαρίνα», τῆς εἶπε.
– «Ναί, πράγματι, τίς καθημερινές θέλω μία ὥρα κι ἕνα τέταρτο περίπου γιά νά φτάσω στή σχολή μου. Σκέτο μαρτύριο, στριμωξίδι στό λεωφορεῖο, ἀραιά δρομολόγια, καταλαβαίνεις», τοῦ ἀπάντησε καί μέ  τόν τρόπο  πού τοῦ μιλοῦσε τοῦ ἔδωσε τό θάρρος νά μιλήσει πιό ἄνετα.
– «Σκέφτεσαι τήν ἐλεύθερη δικηγορία»; συνέχισε ὁ Γρηγόρης.
– «Ναί, ἀλλά ἔχω μέλλον ἀκόμα. Εἶναι βλέπεις καί τό ἐπάγγελμα κορεσμένο. Θά δοῦμε, ἔχει ὁ Θεός»!
Αὐτό τό «ἔχει ὁ Θεός» ἔδωσε τήν ἀφορμή γιά τήν ἑπόμενη ἐρώτηση στόν Γρηγόρη.
-«Ἀπ᾽ ὅ,τι καταλαβαίνω, μᾶλλον πρέπει νά πιστεύεις στόν Θεό».
-«Ναί, πιστεύω καί πολύ μάλιστα. Ὅλη ἡ οἰκογένειά μου πιστεύει καί ἐκκλησιάζομαι κάθε Κυριακή. Ἡ πίστη μου μέ στηρίζει πολύ στόν καθημερινό μου ἀγώνα».
Ἡ τελευταία ἀπάντηση τῆς Μαρίνας ἐνθουσίασε τόν Γρηγόρη. Θυμήθηκε τή Μαίρη τή συμφοιτήτριά του καί ὅλα αὐτά τά περί μή ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ πού τοῦ ἔλεγε καί εὐχαριστήθηκε πού ἐπιτέλους συμφωνοῦσαν σ᾽ ἕνα  θέμα ὁριακό καί ἀδιαπραγμάτευτο γι᾽ αὐτόν. Ἡ συζήτηση ἐξελίχθηκε σ᾽ ἕνα πολύ εὐχάριστο κλῖμα. Δημιουργήθηκε μεταξύ τους μιά ἀμοιβαία ἐκτίμηση καί συμπάθεια.
-«Ὁ πατέρας μου μᾶς μιλάει πάντα γιά σένα μέ τά καλύτερα λόγια καί ἀπ᾽ ὅ,τι διαπιστώνω κι ἐγώ δέν ἔχει ἄδικο», τόνισε φανερά ἱκανοποιημένη  ἡ Μαρίνα.
Σέ λίγο ἡ κυρία Φανή φώναξε τήν Μαρίνα νά τήν βοηθήσει νά μεταφέρουν τά φαγητά ἀπό τήν κουζίνα στήν τραπεζαρία.
-«Τά ψητά εἶναι  ἕτοιμα», φώναξε ὁ κυρ- Ἠλίας ἀπό τήν βεράντα.
Ὁ Ἀντώνης ἄρχισε νά τά μεταφέρει στήν τραπεζαρία. Πρίν ἀρχίσει τό γεῦμα, σηκώθηκαν ὅλοι ὄρθιοι καί εἶπαν τό «Πάτερ ἡμῶν». Ὅλα ἦταν πολύ ὄμορφα. Καί τά χωρατά τοῦ κυρ- Ἠλία καί ἡ φλυαρία τῆς κυρίας Φανῆς καί τά ποδοσφαιρικά ἐνδιαφέροντα τοῦ Ἀντώνη. Ὁ Ἀντώνης μάλιστα συμπάθησε ίδιαιτέρως τόν Γρηγόρη γιατί ὑποστήριζαν καί τήν ἴδια ὁμάδα, τόν Παναθηναϊκό. Τήν συζήτηση μονοπώλησαν βέβαια ἡ Μαρίνα καί ὁ Γρηγόρης μέ τά κοινά ἐνδιαφέροντα πού ἀνακάλυπταν.
Ὁ Γρηγόρης κάθισε ὡς ἀργά τό ἀπόγευμα καί τό βλέμμα του δέν ξεκόλλαγε ἀπό τήν Μαρίνα. Ὁ κυρ-Ἠλίας πού τό ἀντιλήφθηκε, ἔκανε σέ κάποια στιγμή ἕνα νεῦμα ἱκανοποίησης στήν κυρία Φανή, ἡ ὁποία ἔδειχνε νά ἔχει συμπαθήσει κι αὐτή τόν φιλοξενούμενό τους.
Τέλος, ὁ Γρηγόρης χαιρέτησε τόν καθένα μέ μιά ἐγκάρδια χειραψία καί συμφωνήσανε νά ξαναβρεθοῦνε σύντομα. Ἡ Μαρίνα συνόδεψε τόν Γρηγόρη ὥς τήν ἐξώπορτα καί συμφωνήσανε νά βρεθοῦνε γιά καφέ τήν ἄλλη μέρα στήν Ἀθήνα, μιά καί οἱ σχολές τους ἦταν πολύ κοντά.
Φεύγοντας γιά τό  οἰκοτροφεῖο ὁ Γρηγόρης πετοῦσε κυριολεκτικά ἀπό τή χαρά του. «Νά, ἕνα τέτοιο κορίτσι σάν τήν Μαρίνα θά ἤθελα νά παντρευτῶ»! σκεφτόταν κι ἄρχιζε νά κάνει ὄνειρα σέ ὅλη τή διαδρομή.
Τήν ἄλλη μέρα, 31 Γενάρη τοῦ 1976 ὁ Γρηγόρης καί ἡ Μαρίνα συναντήθηκαν στήν καφετέρια «Ἴλιον». Ὁ Γρηγόρης παρήγγειλε ἕναν ἑλληνικό καφέ καί ἡ Μαρίνα ἕνα καπουτσίνο. Ὥσπου νά ἔρθουν οἱ καφέδες, ἄρχισαν νά συζητοῦν περί ἀνέμων καί ὑδάτων. Σέ κάποια στιγμή ὁ Γρηγόρης γιά νά σιγουρευτεῖ τή ρώτησε δειλά δειλά ἐάν ὑπάρχει κάποιος ἄνθρωπος πού τήν ἐνδιέφερε στή ζωή της.
-«Μά ὄχι, νόμιζα ὅτι τό εἶχες καταλάβει» τοῦ ἀπάντησε ἡ Μαρίνα.
-«Τό εἶχα καταλάβει, ἀλλά νά, ἤθελα νά εἶμαι  σίγουρος», τῆς εἶπε.
-«Πιστεύω ὅτι τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά σένα, Γρηγόρη».
-«Σίγουρα, τό δίχως ἄλλο», τῆς ἀπάντησε μέ ἕνα χαμόγελο. «Ἐάν ὑπῆρχε κάποια ἄλλη δέν θά σοῦ πρότεινα νά συναντηθοῦμε».
Συμφώνησαν νά τά λένε τακτικότερα γιά νά γνωριστοῦν καλύτερα. Κάθισαν μιάμιση ὥρα χωρίς καλά καλά νά τό καταλάβουν. Φεύγοντας συμφώνησαν νά ξαναβρεθοῦν τήν Κυριακή  νωρίς τό ἀπόγευμα καί νά πᾶνε γιά περπάτημα κάπου στήν Πεντέλη.
-«Ἔξω ἀπό τό Μοναστήρι στίς τέσσερεις τό ἀπόγευμα», εἶπε ὁ Γρηγόρης.
Δώσανε τά χέρια καί ἀποχωρίστηκαν χαμογελώντας ὁ ἕνας στόν ἄλλο.
Ὥσπου νά ξαναντηθοῦν εἶχαν τήν εὐκαιρία νά ξανασκεφτοῦν καλύτερα ὅσα εἶχαν εἰπωθεῖ,  μά κυρίως νά μετρήσουν πόσο μιλοῦσε ὁ ἕνας στήν καρδιά τοῦ ἄλλου.  Στή συνάντηση στό Μοναστήρι ἡ Μαρίνα εἶχε πάει  στήν ὥρα της  καί τόν περίμενε εἴκοσι λεπτά. Ὁ Γρηγόρης ἔχασε τό λεωφορεῖο κι ὥσπου νά ἔρθει τό ἑπόμενο καθυστέρησε λίγο. Συμφώνησαν νά πᾶνε στήν Ἱερά Μονή Πεντέλης ν ἀνάψουν ἕνα κεράκι. Ἐκείνη τήν ὥρα γινόταν  ὁ Ἑσπερινός. Κάθισαν περίπου ἕνα τεταρτάκι μέχρι νά τελειώσει καί προσευχήθηκαν στήν Παναγία νά εὐλογήσει τήν σχέση τους κι ἄν ἦταν θέλημα Θεοῦ νά προχωρήσουν.
Μετά τόν Ἑσπερινό ἄρχισαν νά περπατοῦν στή μεγάλη  ἀνηφορική λεωφόρο καί νά συζητοῦν παράλληλα. Σέ κάποιο σημεῖο τῆς συζήτησης φάνηκε κάποια διαφωνία μεταξύ τους σχετικά μέ ἕνα σημαντικό θέμα. Ὁ Γρηγόρης κοντοστάθηκε, δείχνοντας μέ τήν στάση του τόν ἔντονο προβληματισμό του.  Ἔκατσαν κάπου καί συνέχισαν νά συζητοῦν. Ἡ συζήτηση ὅμως δέν εἶχε τή χάρη πού εἶχε τήν πρώτη φορά. Αὐτή ἡ διαφωνία εἶχε δηλητηριάσει τίς σχέσεις τους. Ὅταν χωρίστηκαν, εἶχε ἀρχίσει ἤδη νά νυχτώνει. Ἀνανέωσαν τήν συνάντησή τους σέ δέκα μέρες, ὥστε νά ἔχουν τό χρόνο νά σκεφτοῦν καλύτερα ὁ ἕνας τίς ἀπόψεις του ἄλλου καί θά βλέπανε ἐάν θά προχωροῦσαν ἤ θά χώριζαν ὁριστικά. Ἔφυγαν καί οἱ δύο ἔχοντας τό ἀγκάθι τῆς πίκρας στήν ψυχή τους ἐξαιτίας τῆς διαφωνίας πού προέκυψε.
Σέ ὅλο αὐτό τό διαστημα τῶν δέκα ἡμερῶν ἡ διαφωνία τους  εἶχε ἀρχίσει νά ξεχνιέται. Ἐπιθυμοῦσαν νά βρεθοῦν πάλι ὁ ἕνας κοντά στόν ἄλλο καί νά προσπαθήσουν χτίσουν μιά σχέση σέ γερές βάσεις. Κάθε βράδυ ὁ Γρηγόρης μετά τό ἀπόδειπνο ἔκανε ἔντονη καί φλογερή προσευχή στήν Παναγία μας νά πάει καλά ἡ σχέση τους. Τό ἴδιο καί ἡ Μαρίνα. Ὅταν ξανασυναντήθηκαν μετά στίς δέκα μέρες -ὅπως εἶχαν συμφωνήσει-, τά εἴπανε σάν νά μήν εἶχε συμβεῖ τίποτε μεταξύ τους. Ἔβλεπαν ὅτι ἡ ἀγάπη καί τό ἐνδιαφέρον τοῦ ἑνός γιά τόν ἄλλον ἦταν ἀμοιβαῖο καί εἰλικρινές. Συνέχισαν νά συναντιοῦνται μέχρι τά Χριστούγεννα. Ἡ σχέση τους πλέον εἶχε ὡριμάσει.  Ἦταν πλέον σίγουρος ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο.
Ὁ Γρηγόρης πρότεινε στήν Μαρίνα νά γνωρίσει τόν πατέρα Χαρίτωνα καί ἄν ἤθελε νά ἐξομολογηθεῖ. Συμφώνησε καί γιατί δέν ἤθελε νά χαλάσει τό χατίρι στόν Γρηγόρη καί ἐπειδή κι ἐκείνη  ἔνιωθε μιά ἐσωτερική ἀνάγκη νά τό κάνει. Τό νερό εἶχε μπεῖ πλέον στό αὐλάκι. Ἀνακοίνωσαν στίς οἰκογένειές τους τήν ἀπόφασή τους νά πορευτοῦν μαζί τά ὑπόλοιπα χρόνια τῆς ζωῆς τους καί μέσα στίς γιορτές τοῦ ἁγίου δωδεκαημέρου ἔγινε κι ὁ ἐπίσημος ἀρραβῶνας.
Ἦρθε ἀπό τό χωριό ἡ μητέρα τοῦ Γρηγόρη μαζί μέ τά δύο ἀδερφάκια του καί ἔμειναν στήν Ἀθήνα πέντε μέρες. Συμφώνησαν νά πάρει ὁ Γρηγόρης τό πτυχίο του, νά ὑπηρετήσει τό στρατιωτικό του – ἕξι μῆνες γιατί ἦταν προστάτης οἰκογενείας – καί μετά μέ τό καλό νά γίνει ὁ γάμος.
Στούς ἀρραβῶνες ἡ κυρα-Ἀφροδίτη ἦταν πολύ συγκινημένη. Δώρησε μάλιστα στή  Μαρίνα ἕνα χρυσό σταυρό μεγάλης ἀξίας, κειμήλιο ἀπό τήν μητέρα της. Τά ἀδερφάκια τοῦ Γρηγόρη ἔκλαιγαν ἀπό τή χαρά τους, ἀλλά καί στενοχωροῦνταν πού σέ κάνα χρόνο θά ἔφευγε ὁριστικά ἀπό τό σπίτι ὁ μεγάλος τους ἀδερφός.
-«Ἔ, Γρηγόρη, ξύπνα. Σέ λίγο φτάνουμε στήν Τρίπολη», εἶπε ἡ Μαρίνα στόν Γρηγόρη. «Τόν πῆρες, βλέπω, τόν ὑπνᾶκο σου».
-«Δέν κοιμόμουν βρέ Μαρινάκι. Ἁπλά εἶχα κλειστά τά μάτια μου καί ἀναπολοῦσα ὅλη αὐτήν τήν ὥρα τό παρελθόν. Πέρασε ἀπό μπροστά μου ὅλη μου ἡ ζωή σάν ἕνα γλαφυρό διήγημα»,  τῆς εἶπε.
-«Ἄστα τώρα αὐτά. Περασμένα, ξεχασμένα. Καινούργια ζωή! Μετά τά Χριστούγεννα παντρευόμαστε μέ παπᾶ καί μέ κουμπάρο, ὅπως λέει κι ὁ λαός», σχολίασε ἡ Μαρίνα καί τοῦ ἔσφιξε τό  χέρι…