Πρωινό Σαββάτου
Στέφανος Γ. Δορμπαράκης
Αυτή τη φορά δεν θα «φιλοσοφήσω» ψάχνοντας περίεργες παρομοιώσεις και μεγάλες βαθυστόχαστες κουβέντες. Από τέτοια εχόρτασε ο κοσμάκης. Πολλά γράφτηκαν… Λίγοι τα κατάλαβαν… Μα και ουσία να είχαν κάποια απ’ αυτά, στο τέλος γίνηκαν «έντεχνες πομφόλυγες» με τα πομπώδη επίθετα που χρησιμοποιούσαν για να περιγράψουν το απλό…
Θα προσπαθήσω, λοιπόν, να μου τα πω λιτά και κατανοητά – γιατί, όπως κατάλαβες, για μένα γίνεται κυρίως όλη αυτή η κουβέντα τελικά, μπας και δω λιγάκι Ουρανό σ’ αυτό το ανταριασμένο σύννεφο που μού ’χει κρύψει τις ολόχρυσες αχτίδες του Ηλίου…
Ένα τυχαίο πρωινό Σαββάτου στη λαϊκή αγορά της γειτονιάς. Εκεί τα βλέπεις όλα. Εκεί καταλαβαίνεις τι συμβαίνει γύρω σου. Εκεί μυρίζεις το άρωμα του κόσμου τούτου. Έρχεσαι αντιμέτωπος με τα μαρούλια… τις πατάτες… ακόμα και με τα κρεμμύδια – την ίδια τη ζωή. Γιατί όσο πιο πολύ πας να την ξεφλουδίσεις, τόσο πιο πολύ θα χρειαστεί και να δακρύσεις. Όσες περισσότερες φλούδες πας να αφαιρέσεις για να φτάσεις στην καρδιά του κρεμμυδιού, τόσο περισσότερο τα μάτια θα σε «κάψουν» από την ένταση της πάλης που θα έχεις δώσει.
Μην τα παρατήσεις όμως… Μετά το ξεφλούδισμα, σε περιμένουν δάκρυα πολλά… Δάκρυα ωστόσο που το ίδιο βράδυ θα σε λυτρώσουν από τον τάχα «παραδεισένιο» κόσμο που νομίζεις ότι ζεις. Γιατί κι εκείνος ο Απόστολος κάποτε, πριν γίνει ο Φύλακας βαστώντας τα κλειδιά του Παραδείσου, μπόρεσε να «ξεφλουδίσει» τ’ απαρνήματα μετά το λάλημα του πετεινού και μέσα απ’ τα καυτά και πικρά του δάκρυα να βρει ξανά τον εαυτό του.
Μην φοβηθείς κι αν στάξει πάνω σου καμιά σταγόνα δάκρυ. Κι ας ρέει πιο μετά και σαν ποτάμι. Θα γίνει χείμαρρος να καθαρίσει τις πίκρες και τις πληγές που σε χτυπάνε. Μόνο τότε θα ξέρεις πως υπάρχει ακόμα ελπίδα για να βρεθείς μαζί Του και να Τον αντικρύσεις με μάτια καθαρά στο μέγα πανηγύρι του αιώνιου ταξιδιού…