Γιατί Ορθόδοξος σήμερα;

 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Γεννηθήκαμε και είμαστε Ορθόδοξοι από παράδοση ή και από επιλογή;

 Βαφτιστήκαμε Ορθόδοξοι στην μικρή μας ηλικία, ακολουθούμε την πίστη των γονέων μας, ανήκουμε σε μία χώρα στην οποία η μεγάλη πλειοψηφία παραμένει πιστεύουσα στο ορθόδοξο δόγμα, χωρίς βεβαίως να εξετάζουμε αν η πίστη είναι στην πράξη ενεργός, συνεχίζουμε μία μακραίωνη παράδοση μια και είμαστε Έλληνες. 

Είμαστε Ορθόδοξοι χριστιανοί. Πόσο όμως αυτό νοηματοδοτεί την ύπαρξή μας; Αποτελεί πραγματικό συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς μας ή είναι ένα από τα προσωπεία τα οποία υποδυόμαστε για να μπορούμε να ανήκουμε σε μία κοινότητα, σε μία κοινωνία; Αν αφαιρέσουμε την ορθόδοξη πίστη θα νιώθουμε ότι μπορούμε να ζούμε, να υπάρχουμε, να προχωρούμε; Είναι η Ορθοδοξία τελικά αυθεντικό στοιχείο της ιδιοπροσωπίας μας και ως Ελλήνων και ως ανθρώπων που θέλουμε να ακολουθούμε την θρησκευτική μας παράδοση;

Η Κυριακή της Ορθοδοξίας αποτελεί για όλους μας μία ευκαιρία να δούμε αυτό το καίριας σημασίας ερώτημα. Όσοι πιστεύουμε, διακηρύττουμε ότι είμαστε Ορθόδοξοι επειδή το θέλουμε από τα μύχια της καρδιάς μας. Είμαστε Ορθόδοξοι διότι νιώθουμε ότι χωρίς την Εκκλησία η ζωή μας δεν έχει νόημα. Ότι αν δεν έχουμε την ταυτότητα του ορθοδόξου χριστιανού δεν μπορούμε όχι μόνο να ελπίζουμε στην αιωνιότητα, αλλά ούτε και να στερεώσουμε την πορεία μας στον παρόντα χρόνο. Και είμαστε έτοιμοι, έχοντας επίγνωση του ορθόδοξου ήθους, να παλέψουμε να διατηρήσουμε αυτό το συστατικό ως βάση για την πορεία μας τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.

Στο συλλογικό επίπεδο το ερώτημα του «πόσο Ορθόδοξοι πρέπει να είμαστε;» έχει τεθεί εδώ και καιρό.  Μπορεί επειδή εμείς πιστεύουμε- και είμαστε ακόμη η πλειοψηφία- να μην θέλουμε να το συζητήσουμε, ωστόσο μεγάλη ομάδα και διανοουμένων και πολιτικών και στοχαστών το επαναφέρει στο προσκήνιο. Επειδή βεβαίως η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει διαδραματίσει έναν σημαντικότατο ρόλο στην εποχή της κρίσης, δεν μπορεί να γενικευθεί η αμφισβήτηση του κατά πόσον πρέπει να είμαστε Ορθόδοξοι ή κατά πόσον αυτό ενδιαφέρει την κοινωνία. Σποραδικές φωνές, κυρίως στον χώρο της παιδείας, με μέτρα και προτάσεις και στοιχεία που μαρτυρούν μία προσεκτική, αλλά και φανερή πλέον αλλαγή, μας οδηγούν στο να υποψιαζόμαστε ότι σε συλλογικό επίπεδο τείνει να υπάρξει υποβάθμιση της σημασίας τού να είμαστε Ορθόδοξοι. Η θρησκεία δεν είναι το κύριο στοιχείο της ταυτότητας μίας κοινωνίας, αλλά στοιχείο προσωπικό, ιδιωτικό. Χρέος της πολιτείας είναι να εξασφαλίζει την πολυφωνία, την ανεξιθρησκία. Να μην επιτρέπει να αναπτύσσονται φαινόμενα που απειλούν να μας οδηγήσουν σε θρησκευτικό φονταμενταλισμό. Επομένως, όσο πιο άγευστη, άχρωμη, άοσμη είναι η επαφή κυρίως των νεώτερων με την θρησκευτικότητα και ειδικότερα με την Ορθοδοξία, τόσο ο κίνδυνος μειώνεται. 

Είναι μυωπική βεβαίως αυτή η θεώρηση, η οποία δυστυχώς υιοθετείται και από εκπροσώπους της Εκκλησίας, κυρίως θεολόγους που έχουν κάνει στάση ζωής τους τον μοντερνισμό και που φαίνεται ότι αισθάνονται άβολα με το λιβάνι, το καντήλι, τα συναξάρια των αγίων μας, τον δυναμισμό του «λείμματος» τον οποίο η Ορθόδοξη παράδοση και διασώζει και εμπνέει να κρατήσουμε. Αυτός ο δυναμισμός δεν μετατρέπεται σε φανατισμό όταν είναι ενταγμένος στην οδό της αγάπης. Αντίθετα, η αγάπη, όταν είναι άγευστη βιώματος πνευματικού, όταν είναι μία ανθρωπιστική ιδεολογία, ένας ακτιβισμός καλών πράξεων, δυσκολεύεται να βγάλει τους ανθρώπους από τον ατομοκεντρισμό τους. Διότι αγάπη δείχνει και ένα φιλανθρωπικό σωματείο. Αν όμως δεν υπάρχει ο εγκεντρισμός στο σώμα του Χριστού που είναι η Εκκλησία, τότε η αγάπη είναι ένα στοιχείο της ζωής, δεν είναι η ίδια η ζωή.  Αυτή η μυωπική θεώρηση, όταν σε βάθος χρόνου θα συναντήσουμε τον δυναμισμό άλλων φονταμενταλισμών, όπως είναι ο ισλαμικός, θα φανεί ξεκάθαρα. Επειδή όμως ακόμη είμαστε οι περισσότεροι Ορθόδοξοι και έχουμε, έστω και από συνήθεια, σχέση με την Εκκλησία, δεν μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε πού πηγαίνουμε. 

Υπάρχουν βέβαια και πρόσωπα και ομάδες στην Ορθοδοξία τα οποία δεν επιδεικνύουν την ανοχή και την ευελιξία που θα περίμεναν οι πολλοί έναντι ενός τρόπου ζωής, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την αμαρτία, πραγματική ή υποτιθέμενη. Τα πρόσωπα αυτά στρέφουν επάνω τους τούς προβολείς της δημοσιότητας, διότι όσοι ζούνε στο σκοτάδι ελέγχονται. Από την άλλη είναι άραγε επιτρεπτό να καλλιεργείται η λογική της απόρριψης όχι της αμαρτίας, αλλά των ανθρώπων που την διαπράττουν, καθώς στην συνείδηση των πολλών δεν υπάρχει η πνευματική καλλιέργεια που μπορεί να διακρίνει τι ζητά η παράδοσή μας και τι όχι; Εξάλλου, δεν είναι προκλητικό πρόσωπα ή ομάδες να επαίρονται για την καθαρότητά τους, για την ακρίβεια της πίστης τους, θεωρώντας τον δικό τους τρόπο προσέγγισης της αλήθειας ως τον μόνο αυθεντικό; Δεν οδηγούν τέτοιες θεωρήσεις στον κίνδυνο του φανατισμού και τελικά του φονταμενταλισμού; Κι εδώ πάντως η αγάπη είναι η απάντηση. Η Ορθοδοξία ξεκινά από την αγάπη, ελέγχει με αγάπη και σέβεται με αγάπη τις επιλογές του κάθε ανθρώπου, δείχνοντας φειδώ στις καταδίκες. Σύνοδοι επί συνόδων άλλωστε συγκλήθηκαν στο παρελθόν, για να φτάσουμε στην οριστική διατύπωση των δογμάτων της πίστης. 

Γιατί λοιπόν Ορθόδοξος σήμερα; Τι είναι η Εκκλησία στην οποία έχουμε  κληθεί να ανήκουμε; 

Μία από τις πιο ωραίες προτυπώσεις  της Εκκλησίας στην Παλαιά Διαθήκη είναι και αυτή της Κιβωτού. Αν σπουδάσουμε τρεις από τις εμφανίσεις αυτής της προτύπωσης, θα μπορέσουμε να αντλήσουμε στοιχεία για να δώσουμε την απάντηση ότι το να είμαστε Ορθόδοξοι είναι υπόθεση και επιλογής, και μάλιστα συνειδητής.

Η πρώτη προτύπωση είναι με την κιβωτό του Νώε. Ο Θεός ζητά από τον μοναδικό άνθρωπο στον κόσμο που εξακολουθεί να πιστεύει σ’  Αυτόν συνειδητά να κατασκευάσει μία κιβωτό για να διασωθούν τόσο οι άνθρωποι όσο και τα ζώα από τον επερχόμενο κατακλυσμό. Οι άλλοι έχουν γίνει “σάρκες” (Γεν. 6, 31). Η δεύτερη προτύπωση είναι με την κιβωτό της διαθήκης, στην οποία ο Μωυσής, μετά την παράδοση των δέκα εντολών στο όρος Σινά τις διαφυλάττει σ’ αυτήν, ώστε ο ιουδαϊκός λαός να έχει την κιβωτό και ως φυλακτήριο, αλλά και ως υπενθύμιση ποιος είναι ο Θεός και τι θέλει από αυτόν. Στην τρίτη προτύπωση ο βασιλιάς Δαβίδ ζητά να μεταφέρει την κιβωτό από τον τόπο της εξορίας στην Ιερουσαλήμ, την οποία έχει καταστήσει πρωτεύουσα των Ισραηλιτών. Κάνει πανήγυρη. Είναι ο ίδιος επικεφαλής με όλη την μεγαλοπρέπεια του βασιλιά. Βάζει την κιβωτό σε άμαξα. Όμως όταν τα βόδια που οδηγούν την άμαξα σκοντάφτουν, ο Οζά, ένας νεαρός Ιουδαίος, πηγαίνει να προφυλάξει την κιβωτό από την πτώση και τιμωρείται με θάνατο διότι την αγγίζει ενώ δεν είναι ιερέας. Τρεις μήνες μετά ο Δαβίδ με απλότητα, ταπείνωση και εμπιστοσύνη στον Θεό θα μεταφέρει την κιβωτό όπως στα χρόνια της ερήμου, στους ώμους των ιερέων.

Αυτές οι τρεις εικόνες μας δείχνουν πολύτιμα στοιχεία γιατί καλούμαστε σήμερα να διατηρήσουμε από επιλογή την ορθόδοξη ταυτότητα. 

Η κιβωτός του Νώε μας διδάσκει την ανάγκη της αντίστασης στο κακό. Στο σαρκικό φρόνημα. Στην λογική του «φάγωμεν, πίωμεν, αύριο γαρ αποθνήσκωμεν». Στον μηδενισμό που προβάλλεται ως το τελικό νόημα της ζωής. Στην λατρεία του ΕΓΩ, του ΘΕΛΗΜΑΤΟΣ, του ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ αντί για τον Θεό. Στο καμουφλάρισμα δήθεν ανυπαρξίας του κακού και του θανάτου.

 Η κιβωτός της Διαθήκης μας δείχνει ότι τιμαλφή μας είναι οι εντολές του Θεού και ιδίως η καινή εντολή της αγάπης.  Μας δείχνει την ανάγκη διαφύλαξης της παράδοσης ως παρακαταθήκης αιωνιότητας, αλλά και τον εγχρονισμό της. Ότι χρειαζόμαστε αντί για το ΕΓΩ τον ΝΑΟ, δηλαδή την συνάντηση των προσώπων με τον Θεό και μεταξύ μας. Αντί για το ΘΕΛΗΜΑ την ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ, την δοξολογία δηλαδή στον Θεό για κάθε τι που ο Ίδιος επιτρέπει να έχουμε, ακόμη και για τους σταυρούς, αλλά και το «ευχαριστώ»  για την ύπαρξη και την ζωή κοντά Του. Αντί για το ΔΙΚΑΙΩΜΑ, την ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ, δηλαδή την απόφαση η ζωή μας να είναι κάπως έτσι: «η ανάγκη σου ανάγκη μου, η χαρά σου χαρά μου, η λύπη σου λύπη μου, πρωτίστως όμως η πείνα μου και η δίψα μου για Θεό και σωτηρία να με κάνει να μιλώ στον Θεό για σένα και σε σένα για τον Θεό». Και επειδή η κιβωτός της Διαθήκης ήταν τοποθετημένη στην Σκηνή του Μαρτυρίου, στην εσωτερική αίθουσα που ονομάστηκε «Άγια των Αγίων», ας μην ξεχνούμε ότι υπήρχε και η εξωτερική αίθουσα: εκεί όπου είχαμε την τράπεζα της προθέσεως, την επτάφωτο λυχνία και το θυσιαστήριο των θυμιαμάτων. Δυσκολευόμαστε να φτάσουμε στα Άγια των Αγίων, αν και ο Χριστός μας άνοιξε το καταπέτασμα, σχίζοντάς το στα δύο με τον σταυρό και την Ανάστασή Του;  Μπορούμε να προσφέρουμε τον εαυτό μας, με μικρότερες ή μεγαλύτερες θυσίες του θελήματός μας και με την αγάπη, στην τράπεζα της προσφοράς. Να κρατούμε την ελπίδα στον Θεό και να είμαστε φως του κόσμου, σαν ένα μικρό λυχνάρι στο σκοτάδι του ατομοκεντρισμού. Και να προσευχόμαστε για όλους, στο θυσιαστήριο του θυμιάματος, να έχουμε δηλαδή αγαπητική έγνοια για τους πάντες και να εναποθέτουμε κάθε δυσκολία στον Θεό. 

Η τιμωρία του Οζά μας δείχνει ότι η σχέση μας με τον Θεό δεν μπορεί να στηρίζεται στην έπαρση, στην αίσθηση ότι εμείς κατέχουμε την αλήθεια αφ’  εαυτών μας, ότι ξέρουμε τι είναι καλό για όλους και τι όχι, ότι έχουμε δικαίωμα να εξουσιάζουμε τους άλλους, ακόμη και μέσα στην εκκλησιαστική ζωή. Δεν απορρίφθηκε μόνο το ήθος του Οζά. Απορρίφθηκε η έπαρση του Δαβίδ. Η πολυτέλειά του. Η αίσθηση ότι επειδή ήταν βασιλιάς μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε, να διατάξει ακόμη και τον Θεό. Ο Δαβίδ πήρε την κιβωτό της Διαθήκης στα Ιεροσόλυμα όταν άφησε στην άκρη την εξουσία του βασιλιά και ακολούθησε την χαρά του πιστού. Την απλότητα του πιστού. Την μετοχή στο σώμα και όχι την αίσθηση ότι ο ίδιος μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε. Ότι ο ίδιος ήταν η αλήθεια. Και ο Θεός αποδέχτηκε την ταπείνωση του Δαβίδ και την χαρά του πιστού που επέδειξε. Και του έδωσε την κιβωτό. Στο ΕΜΕΙΣ μαζί με τον Θεό υπάρχει η αλήθεια!

                Συζητούμε σήμερα για τις διαφορές Δύσης και Ανατολής. Φοβόμαστε για την Ορθοδοξία. Κάποτε την αφήνουμε να σκουριάζει σε εξωτερικά σχήματα. Άλλοτε πάλι την ορθολογικοποιούμε. Την κάνουμε μία επιλογή, μία πρόταση μέσα στις πολλές. Την αλλοιώνουμε σε συγκρητιστικά ρεύματα και φοβίες μήπως γίνουμε με την αλήθεια και την ακεραιότητα αφορμή διχασμού και φανατισμού. Κάποτε φοβόμαστε δυαλιστικά, μονοφυσιτικά την χαρά της ύπαρξης, που περιλαμβάνει και το σώμα. Ξεχνούμε πως η αγάπη και η συνάντηση με τον Θεό και τον πλησίον περιλαμβάνει ακέραια την ύπαρξη. Ότι δεν υποτασσόμαστε στον εκμηδενισμό, αλλά προσδοκούμε την ανάσταση των νεκρών, δηλαδή και του σώματός μας. Τα παραπάνω δεν συνεπάγονται τον εγκλωβισμό μας στην αυτάρκεια του χτες, αλλά την ανάγκη για έξοδο στο σήμερα και κατάθεση της πρότασής μας σε όλους. 

Η Ορθοδοξία είναι η διαφύλαξη του ήθους της Κιβωτού. Η αντίσταση στο κακό και στην μετατροπή του φρονήματος της ζωής σε σαρκικότητα, στο ΕΓΩ, το ΘΕΛΗΜΑ, το ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Είναι η έξοδος από την απολυτότητα της αλήθειας που ο νους μας πιστεύει ότι κατέχει και η είσοδος στην καρδιά με την εμπιστοσύνη στον Θεό, την αγάπη, την προσευχή, την ταπείνωση, την επίγνωση των ορίων μας. Είναι, τέλος, η χαρά της πίστης. Η ελπίδα στην Ανάσταση και η απόλαυση της κοινωνίας με τον Θεό και τον πλησίον στον ναό, στην ευχαριστία, στην κοινότητα. Η άρνηση της έπαρσης, αλλά και η απόφαση να μην παραθεωρήσουμε την αυθεντικότητά μας. Γι’  αυτό και στην Ορθοδοξία διασώζεται τόσο το πρόσωπο όσο και η συλλογικότητα. Είμαστε «Εγώ» μέσα στο «Εμείς». Δεν χάνουμε την ιδιοπροσωπία μας, αλλά και δεν μένουμε μόνοι μας, εγωκεντρικοί, ιδιόρρυθμοι, με κριτήριο των πάντων τον εαυτό μας, την φιληδονία μας, το να περνούμε καλά σε ατομικό επίπεδο, χωρίς να μας ενδιαφέρει το σύνολο. 

Δεν είμαστε Δύση. Δεν είμαστε Ανατολή. Είμαστε Ορθόδοξοι από επιλογή και μάλιστα σήμερα. Αν ακολουθήσουμε την αυθεντικότητα αυτής της οδού, όντας μέλη της σωστικής κιβωτού της Εκκλησίας, τότε μας περιμένει μία δωρεά ανεκτίμητη και μοναδική:  αυτή της αγιότητας. Απλώνουμε το χέρι μας και μας δωρίζεται. Το γεμίζουμε λίγη αγάπη και παίρνουμε την πληρότητα της μέσα από την παρουσία και την κοινωνία με τον Χριστό. Και σ’  αυτόν τον δρόμο χωρά ο άλλος. Ο κάθε άλλος. Να γιατί δεν κινδυνεύει η κοινωνία μας να γίνει φονταμενταλιστική από την Ορθοδοξία, αλλά επειδή θέλει να κρύψει τον θησαυρό της. Να γιατί ως Ορθόδοξοι δεν πρέπει να φοβόμαστε την ανοιχτότητα, αλλά με εμπιστοσύνη στον Θεό να συζητούμε με κάθε άνθρωπο, γνωρίζοντας τι μας ενώνει και τι μας χωρίζει. 

Η επιλογή λοιπόν είναι δική μας, πρώτα σε προσωπικό και κατόπιν σε συλλογικό επίπεδο!