Όλοι οι άνθρωποι θα δουν τη σωτηρία που προσφέρει ο Θεός
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Οι άνθρωποι έχουμε την τάση να ζητάμε αποκλειστικότητες στη ζωή μας. Χαιρόμαστε σχέσεις, αγαθά και εμπειρίες να είναι για μας και μόνο. Ακόμη και την παρουσία του Θεού την θέλουμε πρωτίστως για τον εαυτό μας. Γι’ αυτό και μετατρέπουμε τη σχέση μας με τον Θεό σε ατομικό γεγονός. Ζητούμε την κατανόηση του Θεού με βάση τον νου και τις δυνατότητές μας. Απαιτούμε από τους συνανθρώπους μας να συμμεριστούν τον δικό μας τρόπο. Και όχι μόνο. Είμαστε έτοιμοι να απορρίψουμε οποιονδήποτε δεν συμφωνεί με μας. Με την εμπειρία μας. Συχνά, χωρίς να κατανοούμε το γιατί διαφέρει από μας. Αυτό συμβαίνει και με τον Θεό. Τον θέλουμε στην αποκλειστικότητά μας. Στον τρόπο μας. Να σκέφτεται και να δρα όπως εμείς πιστεύουμε ότι πρέπει να κάνει. Και γι’ αυτό δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος για να Τον δούνε όλοι. Να μοιραστεί με όλους την χαρά της παρουσίας Του, της επιφάνειάς Του στον κόσμο, ότι «όψεται πάσα σαρξ το σωτήριον του Θεού» (Λουκ. 3, 6), «όλοι οι άνθρωποι θα δουν τη σωτηρία που προσφέρει ο Θεός».
Στο γεγονός των Θεοφανείων, και τότε και σήμερα, φαίνεται η αδυναμία των ανθρώπων να κατανοήσουν ότι η Επιφάνεια του Θεού έγινε για όλο το ανθρώπινο γένος. Οι Ιουδαίοι πήγαιναν να βαφτιστούν στον Ιορδάνη ποταμό, για να απαλλαγούν από τις αμαρτίες τους. Είδαν τον Ιησού Χριστό να βαφτίζεται κι Αυτός από τον Πρόδρομο. Από τον νου τους θα πέρασε η σκέψη ότι κι Αυτός είναι ένας από εκείνους, υποκείμενος στη φθορά και στο κακό. Όμως δεν ήταν έτσι. Τον είδαν να προσεύχεται, όπως κι εκείνοι. Από τον νου τους θα πέρασε η σκέψη ότι κι Αυτός προσεύχεται στον Θεό για τις αμαρτίες Του. Όμως δεν ήταν έτσι. Είδαν τους ουρανούς να ανοίγουν και «το Πνεύμα το Άγιον σωματικώ είδει ωσεί περιστεράν καταβήναι επ’ αυτόν» (Λουκ. 3, 22), το Άγιο Πνεύμα με ορατή μορφή, σαν περιστέρι, να κατεβαίνει σ’ Αυτόν. Από τον νου τους θα πέρασε η σκέψη ότι ήταν ένα σημάδι ευλογίας πάνω Του. Δεν ήταν όμως μόνο έτσι. Άκουσαν «φωνήν εξ ουρανού γενέσθαι λέγουσαν . συ ει ο υιός μου ο αγαπητός, εν σοι ευδόκησα» (Λουκ. 3,22), φωνή ότι ήρθε από τον ουρανό που έλεγε: «εσύ είσαι ο αγαπημένος μου Υιός, εσύ είσαι ο εκλεκτός μου». Από τον νου τους θα πέρασε η σκέψη ότι Αυτός που βαφτιζόταν θα ήταν ένας προφήτης, που ο Θεός Του ανέθεσε μία αποστολή όπως σε όλους τους προφήτες. Όμως δεν ήταν μόνο έτσι.
Δύσκολα θα μπορούσε να περάσει από τον νου των Ιουδαίων που ήταν παρόντες ότι Αυτός που βαφτιζόταν δεν είχε αμαρτίες. Δεν ήταν υποκείμενος στην φθορά και το κακό διότι ο ερχομός Του στον κόσμο ήταν «κεκρυμμένον μυστήριον». Η παρουσία του Αγίου Πνεύματος δεν ήταν απλώς ένα σημάδι ευλογίας, αλλά η ένδειξη ότι ο Χριστός, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ενηνθρώπησε όχι αυτόνομα, εγωκεντρικά, επειδή ο Ίδιος και μόνο Αυτός το θέλησε, αλλά εκπληρώνοντας το κοινό θέλημα και των Τριών προσώπων, του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Ο Χριστός δεν είχε ανάγκη να ευλογηθεί από τον Πατέρα ή το Άγιο Πνεύμα, καθώς ήταν ενωμένος μαζί Τους. Η παρουσία του Πνεύματος ήταν ένα σημάδι για τους ανθρώπους που έβλεπαν τον Κύριο ότι Αυτός είναι και κατά κόσμον χριστός, ο βασιλιάς όχι μόνο των Ιουδαίων, αλλά όλης της ανθρωπότητας. Η χρίση Του δεν έγινε με το λάδι δια του οποίου οι βασιλείς των Ιουδαίων χρίονταν από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά με το λουτρό του ύδατος, δια του οποίου δεν θα έδειχνε μόνο την ευσπλαχνία του ελαίου. Θα καθάριζε συνολικά τον άνθρωπο από τον ρύπο της αμαρτίας και την παντοδυναμία του θανάτου, αναγεννώντας τον σε μία νέα ζωή, αυτή της Βασιλείας των ουρανών. Το νερό όμως συνοδευόταν από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Γιατί δεν ήταν έργο ανθρώπου η κάθαρση, αλλά του Θεανθρώπου. Και γι’ αυτό ακούστηκε η φωνή του Θεού- Πατέρα, για να φανεί σε όλους ότι ο Χριστός δεν θα ήταν μόνο ένας προφήτης, ο λόγος του οποίου θα ήταν προς μετάνοιαν για τους ανθρώπους. Ο Χριστός θα κήρυττε λόγοις και έργοις την σωτηρία και την ίδια στιγμή δια του Σταυρού και της Αναστάσεως θα έκανε πράξη την επαγγελία του Θεού στους ανθρώπους ότι η κεφαλή του διαβόλου, του πρώτου επιλέξαντος και βιώσαντος το κακό και τον θάνατο, δεν θα είχε καμία δύναμη επάνω στον άνθρωπο και στον κόσμο.
Η αδυναμία κατανόησης των παραπάνω θα διαφανεί και στη συνέχεια της επίγειας δράσης του Χριστού. Οι Ιουδαίοι ήθελαν έναν Θεό μόνο γι’ αυτούς. Να θαυματουργεί στους δικούς τους και σύμφωνα με τους δικούς τους νόμους και τις δικές τους συνήθειες. Και γι’ αυτό, παρότι είδαν και άκουσαν όλα τα θαυμαστά που είπε και έπραξε ο Χριστός, Τον απέρριψαν και Τον σταύρωσαν. Αρνήθηκαν τον αγιασμό από Αυτόν. Προτίμησαν την αυτάρκειά τους. Δεν αποδέχτηκαν ούτε τον προφητικό λόγο ότι «όψεται πάσα σαρξ το σωτήριον του Θεού». Οι ίδιοι έκλεισαν τα μάτια και του σώματος και της καρδιάς.
Αυτή η δυσκολία κατανόησης συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Οι άνθρωποι αδιαφορούν για το περιεχόμενο της Θείας Επιφάνειας και μένουν στον τύπο και τα σημεία της. Στον αγιασμό των υδάτων και των οικιών. Στις τελετές και στο γιορταστικό κλίμα. Στην παράδοση που γίνεται έθιμο. Δεν μπορούν να δούνε ότι δια της φανερώσεως του Τριαδικού Θεού ξεκίνησε ένας καινούργιος κόσμος και ένας καινούργιος τρόπος, αυτός της Βασιλείας των ουρανών που βιώνεται στην Εκκλησία. Ότι καλούμαστε να στρέφουμε τον νου και την καρδιά μας στο Πρόσωπο του Χριστού ως Εκείνου που μας σώζει από τις αμαρτίες μας. Που μας συγχωρεί για τα πάθη και τα λάθη μας και μας δίνει την δυνατότητα να ξεκινήσουμε από την αρχή την πορεία μας για μία άλλη ποιότητα, για ένα άλλο περιεχόμενο στις σχέσεις μας με τον Θεό και τον πλησίον. Να αφεθούμε στο θέλημα του Θεού, με εμπιστοσύνη και αγάπη σ’ Αυτόν και να μην θεοποιούμε το δικό μας θέλημα. Να ενωνόμαστε με τον Χριστό, κοινωνώντας το Σώμα Του και το Αίμα Του, και την ίδια στιγμή να ενωνόμαστε με τον πλησίον μας κοινωνώντας στο πρόσωπό του την χαρά της συνύπαρξης. Αφήνοντας κατά μέρος διαχωρισμούς. Κακίες. Εμπάθεια. Την ανάγκη μας και την ανάγκη του. Να βρίσκουμε σ’ εκείνο την ευκαιρία του μοιράσματος. Αλλά και να αποδεχόμαστε τον Χριστό ως βασιλιά της ύπαρξής μας. Να ελπίζουμε σ’ Αυτόν ότι ο θάνατος από την φθορά και τα πάθη δε θα μας αγγίξει. Ότι κάθε τι που κάνουμε στη ζωή μας, αν είναι σύμφωνο με τον λόγο Του, έχει νόημα, διότι μας φέρνει πιο κοντά Του. Να ζητούμε την φώτιση του νου και της καρδιάς, που δεν έρχεται με την γνώση και την σοφία του κόσμου, αλλά με την απλότητα και την ταπείνωση. Αν δεν λειτουργήσουμε έτσι, τότε θα μένουμε στην αυτάρκεια όχι μόνο του να θέλουμε έναν Θεό για τα δύσκολά μας, αλλά και να μένουμε ευχαριστημένοι με την τήρηση των συνηθειών μας.
Το Ποιος ήταν ο Χριστός το κατάλαβε ο Ιωάννης ο Πρόδρομος. Είχε την επίγνωση ότι προετοίμαζε την οδό του Κυρίου. Ήξερε πως βάφτιζε τους ανθρώπους με το υλικό νερό, ως σύμβολο κάθαρσης, όχι όμως με το Άγιο Πνεύμα και το πυρ, με τον τρόπο της ανακαίνισης της ύπαρξης και της αναδημιουργίας της, όπως θα έκανε ο Κύριος. Γνώριζε ότι θα έπρεπε να αφυπνίσει ηθικά τους ανθρώπους, για να έρθει ο Χριστός να τους μεταμορφώσει συνολικά. Κλήθηκε να απευθυνθεί στους Ιουδαίους, για να τους βγάλει από την αυτάρκειά τους, να τους δείξει ότι ο Μεσσίας θα ήταν για όλους. Και γι’ αυτό, με απλότητα και ταπείνωση δέχτηκε να βαφτίσει τον Κύριο. Και να γίνει πρόδρομός Του ακόμη και στον Άδη.
Η εορτή των Θεοφανείων μας δίνει την δυνατότητα να δούμε ξανά το σωτήριον του Θεού. Όχι για να εγκλωβιστούμε στη αυτάρκειά μας ή στην αποκλειστικότητα ενός Θεού για τις δοκιμασίες και τον θάνατο, αλλά για να ψηλαφήσουμε στο Πρόσωπό Του την ανακαίνιση και τον αγιασμό της ύπαρξής μας. Στην Εκκλησία χωρούνε οι πάντες. Η Εκκλησία είναι και για όσους δεν πιστεύουν, για να τους βοηθήσει να δούνε το σωτήριον του Θεού, τον λόγο για τον οποίο ο Θεός υπάρχει και έγινε άνθρωπος. Είναι η Αγάπη η οποία με τον τρόπο της Εκκλησίας μας δίνει νέο νόημα στη ζωή, στις σκέψεις, στις πράξεις μας, στις σχέσεις μας. Μας κάνει να μοιραζόμαστε ό,τι μας έχει δοθεί και να συμπορευόμαστε. Να γιορτάζουμε με όλους. Με τον κόσμο, τον άνθρωπο, τους οικείους και τους ξένους την φώτιση και την υπέρβαση των παθών μας. Τον τρόπο μας τον δίνει η Εκκλησία. Την βίωση ο καθένας μας! Εκείνος όμως είναι πάντοτε δίπλα μας και ζητά να φωτιστούμε. Να αφεθούμε στην χάρη του Επιφανέντος Θεού και να συνοδοιπορήσουμε μαζί Του από τον Ιορδάνη στην Βασιλεία, στην Εκκλησία που ανακαινίζει τη ζωή μας. Ιδού η νέα αρχή που έχουμε ανάγκη!