Μπάσιμο
Γεώργιος Τασούδης
Αρχή της Ινδίκτου, αρχή του νέου έτους του ρωμαίικου, αρχή του φθινοπώρου. Θαρρείς με μιας το αντιλήφθηκε το θέρος ρίχνοντας απότομα τους ρυθμούς του. Η γειτονιά αποδυναμώνεται, όπως και ο ουρανός, από τις επιστροφές, τις αποχωρήσεις και τις αποδημίες, γενικότερα. Τα λελέκια και τα χελιδόνια ταξιδεύουν ήδη για τα εύκρατα κλίματα, οι μετανάστες για τους τόπους της μετανοίας τους, κάποιοι αρκετοί νεολαίοι προς αναζήτηση ευνοϊκότερων συνθηκών υλοποίησης του ονείρου τους, κυρίως σε μέρη ξενόγλωσσα καθώς στα οικεία αυτό είναι αβέβαιο, θολό, τσαλακωμένο ή και θανατωμένο. Θα αποτελέσουν άραγε κάποτε καλοί πρέσβεις των δικαίων μας στις σκοπιμότητες που διακατέχουν την υδρόγειο ή και αυτοί, σαν μερικούς από τους προκατόχους τους, θα γίνουνε ελληνάρες του Αυγούστου με όλα τα απαιτούμενα ως ένδειξη της προκοπής τους –κούρσα αστραφτερή πολλών εκατοστόμετρων, αμφιλεγόμενη αμφίεση κ.λπ.- ανταποδίδοντας την αδικία και ταλαιπωρία που υπέστησαν από την Πατρίδα τους, επιστρέφοντας κάποια στιγμή στο μέλλον, ως επιπλέον χασμωδία στην ήδη παράφωνη κοινωνία, φορτωμένοι, μεταξύ όλων των άλλων, με τις γεροντικές τους παραξενιές, ένα κακόγουστο οίκημα και κυρίως με μια οικιοθελώς ή από συνήθεια φραγκοδυτικίζουσα ιδιοσυστασία; Θα φανεί.
Το καίριο, όμως, ερώτημα που αδυσώπητα αιωρείται αναπάντητο ζητώντας ανταπόκριση από τον καθένα και την καθεμία ξεχωριστά, πρωτίστως για τον εαυτό του κι έπειτα για το συλλογικό –εφόσον βεβαίως εξακολουθεί και υφίσταται ο υπόψη τρόπος κοινωνίας στις επιλογές του- είναι άλλο και σχετίζεται με το ποιοι θα αναλάβουν εντέλει να αποκαταστήσουν στο όντως τον τόπο τούτου, μην λησμονώντας ότι τα χέρια ποτέ δεν περίσσεψαν στα χώματα μας, μήτε ασφαλώς και οι νόες. Ποιος γνωρίζει καλύτερα τα μέλλοντα από τον Θεό. Σε κάθε περίπτωση ο χρόνος θα δείξει. Απλώς αυτά τα λίγα ψήγματα αντίληψης του επέκεινα που δίδονται στον άνθρωπο, έτσι, ώστε να διασκεδάζει την περιέργεια του, με βρίσκουν ιδιαιτέρως ανήσυχο. Ίσως να είναι η πάστα μου στραβή, ίσως να είμαι εθισμένος στην υπερβολή. Απλώς με τίμια διάθεση το καταθέτω ως μορφή εκτόνωσης, μπορεί και για λόγους αυτοσυντήρησης, ενώ ας μου επιτραπεί να παράσχω τις απαιτούμενες επεξηγήσεις στις γραμμές που ακολουθούν.
Καθισμένος στην πλαστική καρέκλα στο ύπαιθρο του σπιτιού προσπαθώ με επιμονή και υπομονή να ανοίξω δίαυλο επικοινωνίας με την ακακία, έστω και με τη μορφή μονολόγου∙ μάταια όμως. Σημειωτέον η ακακία έχει αρχίσει εδώ και λίγες μέρες να φυλλορροάει. Δεν απελπίζομαι από τούτη την αποτυχία, να διαλεχθώ δηλαδή μαζί της, ασχέτως κι αν φέρω την αποκλειστική ευθύνη αυτής της αποτυχίας. Αντί αυτού, σχεδόν ενστικτωδώς, ξεκινώ την απαρίθμηση των ημερών που έπονται της σημερινής, χωρίς να σταματώ στιγμή να την περιεργάζομαι με το βλέμμα μου, από τη ρίζα έως την τελευταία της φυλλωσιά. Τρείς, επτά, δώδεκα, δεκατρείς, δεκατέσσερις του Σεπτέμβρη… οδυνηρός συνειρμός∙ επέτειος της γενοκτονίας των ελλήνων της Μ. Ασίας από το τουρκικό κράτος, βαριά βαθιά ανάσα… ο νους μου στο «νούμερο» του Βενέζη, στις αναφορές του Χόρτον, στους εκατοντάδες χιλιάδες εξανδραποδισμούς. Βαριά εκπνοή και συνεχίζω… είκοσι, είκοσι οκτώ Σεπτεμβρίου –να μην ξεχάσω τον αδερφό μου- επόμενος μήνας ο Οκτώβριος. Δύο, τρεις, ένδεκα, δέκα εννέα, είκοσι τέσσερις, είκοσι επτά, είκοσι οκτώ…στάση. Είκοσι οκτώ Οκτωβρίου 1940. Σύσσωμο το ρωμαίικο θέτοντας σε δεύτερη μοίρα την ιδιωτική του καλοπέραση, την ιδιωτική του απασχόληση, την ιδιωτική του ζωή έλαβε την απόφαση να γίνει ένας άγνωστος, στην προκειμένη περίπτωση, στρατιώτης, πολλάκις να τιμηθεί με κενοτάφιο, να γίνει –συγγνώμη που αναρριγώ- λίπασμα για τις επερχόμενες γενεές και γι’ αυτήν την ακακία ακόμη. Ποιος άλλωστε με σιγουριά μπορεί να αμφισβητήσει την πιθανότητα ότι τούτη η ταπεινή ακακία της αυλής, δεν ποτίστηκε από το αίμα κάποιου άγνωστου στρατιώτη του Αλεξάνδρου, του Βατάτζη, κάποιου τοπικού Διάκου, Μελά ή Αυξεντίου. Γι’ αυτόν τον λόγο ουδεμία χρεία βρίσκω στην καύση των νεκρών, γιατί πολύ απλά θα μείνει αλίπαντη η γης η ελληνική και στέρφες οι ψυχές μας.
Μ’ αυτήν του την απόφαση λοιπόν ο ρωμηός κατόρθωσε επάξια να γίνει πρότυπο θυσίας και σύμβολο για τους επόμενους, υπέρμαχος του δημοσίου συμφέροντος, για να οράτε το γιασεμί λευκότερο κι η θάλασσα ακόμη πιο γαλάζια, όπως μάλλον θα σχολίαζε κάποιος ποιητής. Θυσιάστηκε για ένα δημόσιο μέλλον σε πολλές των περιπτώσεων αδιευκρίνιστο ή ερήμην των θυσιαζόμενων προκαθορισμένο. Για ένα δημόσιο το οποίο χρησιμοποιήθηκε και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ως πεδίο ιδιοτελών επιδιώξεων και κάρπωσης των αυτών ωφελημάτων. Παρόλα αυτά αναφανδόν η θυσία τους δεν δύναται να χάσει την αξία της μήτε τον προορισμό της καθώς ως συμβολισμός απέκτησε ξεκάθαρα μελλοντικό προσανατολισμό.
Κάποια στιγμή φαντάζομαι και ευελπιστώ πως για να σπάσει ο φαύλος κύκλος της ατομικής θεώρησης των πραγμάτων αρκεί ο καθείς κι όπου άξιος να συναισθανθεί την αξιοσύνη η οποία τον διατρέχει ως πρόσωπο και ως μέλος ενός συνόλου ανθρώπων που τόσο σφοδρά σφυρηλατήθηκε, από τα δυσκολότερα που μπορούσε να επιφυλάξει η ιστορία στο γένος του ανθρώπου, εν γένει, προβάλλοντας ταυτόχρονα την εν λόγω αξιοσύνη σε κοινή, δημόσια θέα. Όχι ως προσπάθεια επιδειξιμανίας αλλά γιατί τούτη η απλή -η τόσο δύσκολη- συναίσθηση και πράξη είναι υπεραρκετή για να κατακρημνίσει το ικρίωμα της μετριότητας κι αυτούς που στέκουν πάνω του, στην άβυσσο των βέβηλων πράξεων τους ή της ποντιοπιλάτειας απραξίας τους.
Για να ρίξω τους τόνους, αλλά σε συνάρτηση με την εποποιία του ’40, ανακαλώ στη μνήμη μου τα λεγόμενα του μπάρμπα Στράτου ο οποίος ανέκαθεν μας συμβούλευε να μην λησμονούμε να «σταυροκοπιόμαστε» σαν τύχαινε και χρειαστεί να κάνουμε την «ανάγκη» μας στους αγρούς, γιατί όπως έλεγε, κάθε σπιθαμή της γης μας είναι ποτισμένη από αίμα μαρτύρων, ηρώων και ανθρώπων αγίων που αν μην τι άλλο αξίζουν λίγο από τον σεβασμό μας, ασχέτως εάν το ελάτων από το κρείττονος ευλογείται. Τόσο αίμα, τόσες θυσίες, τόσο λίπασμα κι όμως εμείς, οι απόγονοι, πως άραγε βρεθήκαμε να ανεχόμαστε το ανακάτωμα της αλφαβήτας μας, του τρόπου βρε αδερφέ που γράφεται η καταγωγή μας κι αυτό το όνομα μας ακόμη. Πως είναι λοιπόν ποτέ δυνατόν μια φυλή της οποίας της έτυχε μια τέτοια ηρωική ανατροφή και μια αγιασμένη διαπαιδαγώγηση, να βρίσκεται άνω κάτω, σε τέτοιο σημείο παραμόρφωσης μάλιστα ώστε να μην αναγνωρίζει πλέον τον εαυτό της, όπως και τα σημεία αναφοράς της. Κι όμως είναι. Για τους πιθήκους είμαι κάθετος πως δεν γίνανε μήτε πρόκειται να γίνουν άνθρωποι, αλλά ποτές μου δεν φαντάστηκα ότι μπορεί να ισχύσει η αντίστροφη περίπτωση. Ποτές μου δεν φαντάστηκα τον άνθρωπο, τούτο το κόσμημα, ότι θα μπορούσε να γενεί πίθηκος. Μετά λύπης μου το διαπιστώνω να συμβαίνει στην καθημερινότητα μας.
Αλλάζουμε ραγδαία, μα όχι ως προϊόν μιας ελεγχόμενης και ποθητής επιμιξίας ή ως καταστάλαγμα της ώσμωσης του ντόπιου με το άξιο λόγου αλλότριο. Αλλάζουμε με το στανιό, εμπαθώς, παθητικά κι ασύνταχτα. Ο καιρός απαιτεί μια κάποια, έστω για την αρχή στοιχειώδη, μεταξύ μας συνεννόηση. Τουλάχιστον για τα βασικά. Επιτέλους, αρκετή μετριότητα εισπράξαμε από τις αυθεντίες και τους αυτοχρισμένους φωστήρες. Όλοι μαζί να προσπαθήσουμε, όσο γίνεται περισσότεροι και περισσότερο, ώστε οι πιθανότητες κάποιος να βρει το δρόμο το σωστό να είναι αυξημένες. Κι εφόσον το πετύχει κάποιος, το ίχνος που θα αφήσει αυτή του η επιτυχία να οδηγήσει και μας τους υπολοίπους, τους λιγότερο επιτήδειους ή τυχερούς, αλλά σε καμία περίπτωση λιγότερο σημαντικούς, στο δρόμο που μας πρέπει να βαδίσουμε. Ας βάλουμε για άλλη μια φορά τους ιδιωτικούς εγωισμούς στην άκρη, προβάλλοντας σε πρώτο πλάνο τα ιδιωτικά μας τάλαντα, κάμπτοντας ταυτόχρονα τους όποιους δισταγμούς, αμφιβολίες και επιφυλάξεις μας δημιουργεί η πολυετής αμέτοχη πολιτεία μας. Τον τρόπο να το πράξουμε τον φάγαμε προχθές σ’ ένα τσαμπί σταφύλι. Προέχει λοιπόν το δημόσιο συμφέρον ως προσωπική ανάγκη. Απλά ετούτη τη φορά λιγάκι πιο προσεχτικά σε ποιον θα εμπιστευτούμε την αξιοποίηση του και πάντα… η Παναγιά μαζί μας.
Πηγή εδώ