Λές καί βρισκόμουν Θεοφάνεια στήν Πόλη…

Του Δημήτρη Καπράνου

Ξύπνησα πρωί. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, πήγαινα στήν δοξολογία καί μετά, ὅλοι μαζί, παίρναμε τόν δρόμο γιά τήν ἐξέδρα στόν Ἅγιο Σπυρίδωνα.

Ἐκεῖ ἄρχιζε ἡ διαδικασία γιά τόν Ἁγιασμό τῶν Ὑδάτων. Ἦταν ὅλοι ἐκεῖ. Ὁ πρωθυπουργός περίμενε τόν Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας καί εἶχαν φθάσει ἐν τῶ μεταξύ ὁ Μητροπολίτης καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος. Τά περιπολικά τοῦ Λιμενικοῦ εἶχαν σχηματίσει τό νοητό τετράγωνο μέσα στό ὁποῖο θά ἔπεφτε ὁ Σταυρός καί μερικά «βατράχια» περίμεναν γιά νά βουτήξουν, χειμωνιάτικα, μέσα στά θολά νερά τοῦ λιμανιοῦ γιά νά πιάσουν τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, Ὁ Πρόεδρος ἔφθανε, ἀσπαζόταν τό Ἱερό Εὐαγγέλιο καί ἀκολουθοῦσε ὁ Ἁγιασμός. Παπάδες καί ψαλτάδες τῆς Μητροπόλεως ἄρχιζαν τήν τελετή καί κάποια στιγμή ἀκουγόταν τό «Ἐν Ἰορδάνῃ». Τά πλοῖα σφύριζαν δυνατά, τά περιστέρια πετοῦσαν στόν ἀττικό οὐρανό καί ἐρχόταν ἡ ὥρα τῆς ἀνταλλαγῆς τῶν εὐχῶν. Αὐτήν τήν φορά σηκώθηκα μέ περίεργο συναίσθημα. Εἶχα ἀποφασίσει νά μείνω σπίτι. Ἄνοιξα κάποια στιγμή τήν τηλεόραση  καί εἶδα τήν εἰκόνα ἀπό τήν Μητρόπολη τοῦ Πειραιῶς. Ἄδειος ὁ σολεύς καί ἕνα κρύο κενό στόν χῶρο. Ἔνιωσα ὅτι …ἔλειπα, σάν τό παιδί πού ἀπουσιάζει ἀδικαιολόγητα ἀπό τό μάθημα. Ἔκλεισα τόν δέκτη καί ἔκανα ἕνα καυτό μπάνιο. Οἱ αἰσθήσεις μου ἄρχισαν νά λειτουργοῦν. Ξαφνικά ἄρχισα νά βιάζομαι! Ντύθηκα βιαστικά καί ἔψαχνα νά βρῶ γραβάτα πού νά ταιριάζει μέ τό κοστοῦμι μου. Τελικά δέν τήν φόρεσα, τήν ἄφησα στό κρεβάτι. Κατέβηκα στόν δρόμο καί ὁδήγησα μέχρι τήν ἐκκλησία. Παρκάρισα καί ἔφτασα στόν προαύλειο χῶρο. Κόσμος ἀρκετός, ὅλοι μέ μάσκες καί σέ ἀποστάσεις. Ἀρκετοί ἀστυνομικοί ὑποδείκνυαν εὐγενικά στόν κόσμο «νά μείνει πίσω ἀπό τά κάγκελα». Ἔτσι κι ἀλλιῶς «στά κάγκελα» εἴμαστε ὅλο αὐτό τόν καιρό. Ζήτησα εὐγενικά ἀπό τόν ἐπί κεφαλῆς ἀξιωματικό νά μοῦ ἐπιτρέψει νά μπῶ στόν ναό. «Εἶναι ὅλες οἱ ἐπιτρεπόμενες θέσεις κατειλημμένες» μοῦ ἀπάντησε μέ εὐγένεια καί στάθηκα ὄρθιος, μέ τόν φίλο μου τόν Παντελῆ, πού εἶχε καί ἐκεῖνος σπεύσει, ἀφοῦ εἴχαμε «τηλεφωνηθεῖ…

«Ἔχεις νιώσει ποτέ ἔτσι;» μέ ρώτησε. «Ναί, ὅταν ἤμουν στήν Κωνσταντινούπολη, στόν Κεράτιο, ὅπου ὁ Πατριάρχης θά ἔριχνε τόν Σταυρό. Κι ἐκεῖ ὑπῆρχε Ἀστυνομία πού τηροῦσε τήν τάξη, ἀλλά καί πολλοί Τοῦρκοι, ἀνάμεσά τους καί ἀρκετοί “κρυπτοχριστιανοί”, ὅπως μέ πληροφόρησε ὁ Μελίτων. Ἔτσι ἀκριβῶς νιώθω καί σήμερα. Σάν νά εἶναι τελετή τοῦ Ἁγιασμοῦ σέ ἕναν χῶρο ξένο» τοῦ ἀπάντησα. Ἀπό τά μεγάφωνα ἀκούγαμε τήν ἀκολουθία.

Κάποια στιγμή εἶδα τόν φίλο μου νά δακρύζει. «Συγκινήθηκα» μοῦ λέει καί σκούπισε ἕνα δάκρυ! Τοῦ εἶπα ὅτι καί τά δικά μου μάτια ἦταν ὑγρά, ἀλλά μέ τήν μάσκα καί τά γυαλιά δέν μποροῦσε νά μέ δεῖ. «Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου Σου Κύριε» ἀκούστηκε ἡ στεντόρεια φωνή τοῦ Σεραφείμ κι ἀμέσως ἄρχισαν νά χτυποῦν χαρμόσυνα οἱ καμπάνες! Ἦταν σάν νύχτα Ἀναστάσεως! Ἀλλά δέν ἄκουσα οὔτε μιά «μπουρού» ἀπό τά βαπόρια! Ὅταν τελείωσε ἡ τελετή μπῆκα στόν ἄδειο ναό. Κάποιοι πιστοί κοινωνοῦσαν σέ μιά γωνιά, «στά μουλωχτά». Πῆρα ἕνα ἀντίδωρο, ἔκανα τόν Σταυρό μου καί βγῆκα ἀπό τήν πλαϊνή πόρτα. «Ἄν ἤτανε κανά τζαμί δέν θά μᾶς τά κάνατε αὐτά» ἀκούστηκε νά λέει μιά ἡλικιωμένη γυναίκα. Καί ξαναθυμήθηκα τόν Κεράτιο καί τόν Πατριάρχη…

«ΕΣΤΙΑ»