Ο Σωτήρης Τσιόδρας αγιογράφησε τα θύματα του Covid-19

Της Ελένης Σαμπαζιώτου-Καραμπέτσου*

Αν παρακολουθούσαμε τραγωδία στην αρχαία Αθήνα, ο καθηγητής θα ήταν ο «από μηχανής θεός». Στο Βυζάντιο πάλι, ο ανώνυμος αγιογράφος του μαρτυρίου αγίου ή αγίων που κατάφερε να μεταμορφώσει τον σκοτεινό αρχάγγελο του θανάτου, Μιχαήλ, σε ασπροφορούντα Γαβριήλ με τον κρίνο της ελπίδας στο χέρι. Κάθε απόγευμα στις έξι ενημερωνόμασταν από έναν σεμνό και λιγομίλητο επιστήμονα, που, από την πρώτη μέρα, ομολόγησε με εντιμότητα πως λίγα γνώριζε για τον εφιαλτικό επισκέπτη. Δεν ωραιοποίησε ούτε δαιμονοποίησε δυσκολίες και πρόσωπα. Εξάντλησε τα όρια της σκληρής αλήθειας ως την τελευταία της λεπτομέρεια. Δεν απέκρυψε την τραγικότητα της κατάστασης και δεν νόθευσε στο ελάχιστο την επιστημονική του κατάρτιση. Ο λόγος του αρθρωνόταν παρηγορητικός με ειλικρίνεια και μετριοπάθεια. Μακριά από διδακτισμούς, μάς προέτρεπε στην προσωπική και συλλογική μας ευθύνη, παίρνοντας τα κατάλληλα προστατευτικά μέτρα, προφυλάσσοντας τις ευάλωτες ομάδες και επαυξάνοντας την εγρήγορση όλων μας, έναντι του ιού. Μαθημένοι από τους ανταγωνιστικούς και επικριτικούς διαλόγους των πολιτικών μας, οι οποίοι κατά πάγια τακτική μεγαλοποιούν τα ασήμαντα και αποσιωπούν τα πρωτεύοντα, αιφνιδιαστήκαμε από το ήθος του νέου προσώπου και την καθαρότητα της ενημέρωσης. Πολύ γρήγορα ο λαός μας ρούφηξε σαν σφουγγάρι τον καινόν λόγο του καθηγητή και καταβάλλοντας συγκινητική προσπάθεια, ακολούθησε κατά γράμμα τις οδηγίες του. Η επικοινωνία μαζί του ήταν ένα πνευματικό εφόδιο που εισπράξαμε.

Ο Σωτήρης Τσιόδρας γνώριζε πολύ καλά τί μας περίμενε στην περίπτωση που δεν θα άντεχε το σύστημα υγείας, καθώς ζούσε άγρυπνος και από κοντά τις τελευταίες στιγμές των ηλικιωμένων θυμάτων της πανδημίας. Χωρίς πινέλα και χρώματα, με το στηθοσκόπιο και τον αναπνευστήρα, απεικόνισε στο κέντρο του πίνακα την απέλπιδα πορεία αυτών των ασθενών που όδευαν ανίσχυροι και ολομόναχοι, μακριά από τα αγαπημένα τους πρόσωπα, προς το τέλος, δεχόμενοι ίσως το χάδι γαντοφορούσας αδερφής, ή μια σύντομη συνομιλία με τους δικούς τους από δανεικό κινητό, πάντα κάτω από τα μάτια των γιατρών τους, που και αυτά κοίταζαν μέσα από την προσωπίδα και τα ειδικά γυαλιά. Το μαρτύριο των αγίων… καθώς η αναπνευστική ανεπάρκεια έφραζε, λεπτό με το λεπτό, και την τελευταία δίοδο του οξυγόνου της ζωής.

Σε αυτούς τους συνανθρώπους μας ο καθηγητής έβαλε φωτοστέφανο και τους ονόμασε «οι αγαπημένοι μας». Πολλές φορές άλλωστε τους προσφώνησε τιμητικά ως παππούδες, γιαγιάδες, μητέρες, πατέρες, ρίζες της ζωής μας. Στο προσκλητήριο αυτό δεν μπόρεσε να κρύψει τα δάκρυά του.

Δυστυχώς ο εχθρός ήταν ύπουλος, ταχύτατα μεταδιδόμενος και θανατηφόρος. Άλλες φορές πάλι, κόμπιαζε η γλώσσα του, κάνοντας συχνές παύσεις επαναλαμβάνοντας εξ αρχής την πρόταση, όταν μας γνωστοποιούσε τους ασύλληπτους αριθμούς των κρουσμάτων και των νεκρών ανά τον πλανήτη. Στο τέλος, ζητούσε «συγνώμη». Ήταν τότε που μια παιδική ερυθρότητα αδιεξόδου απλωνόταν στο πρόσωπό του, αν και ποτέ δεν παρέλειπε να μας υπενθυμίζει πως οι αριθμοί που ανακοινώνονταν δεν ήταν νούμερα αλλά ανθρώπινες ζωές. Εκείνο όμως που δεν κατάφερε να μας κρύψει, αν και το επιχείρησε συχνά με το γνωστότατο «είμαι συγκρατημένα αισιόδοξος», ήταν η ψυχική του δοκιμασία για όσα συνέβαιναν πραγματικά πίσω από τις πόρτες της εντατικής και η αβεβαιότητα της επιστήμης για την πορεία του ιού στο άμεσο μέλλον. Για να διαχειριστεί αυτό το βάρος, ακολούθησε δικό του δρόμο, παρόμοιο με εκείνον που πορεύτηκαν οι μεγάλοι αγιογράφοι του Βυζαντίου, οι οποίοι προσευχόμενοι, νηστεύοντες και αποφεύγοντες τα ανθρώπινα, πλησίαζαν με δέος το μαρτύριο του αγίου, συμπάσχοντας μαζί του. Εκείνοι μας έδωσαν τις θαυμάσιες αγιογραφίες των Μετεώρων και του Αγίου Όρους και ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας την ιατρική αντιμετώπιση της πανδημίας που έπληξε τον πλανήτη μας εν έτει 2020. Όλοι οι προαναφερθέντες απέφυγαν επιμελώς και ενσυνειδήτως να βάλουν την υπογραφή τους κάτω από τα έργα τους. «Αντέξαμε όλοι μαζί», είπε συγκινημένος ο καθηγητής αποχαιρετώντας μας. «Την τελευταία λέξη δεν θα την έχει ο θάνατος. Η ζωή θα συνεχίσει να νικά»!

* Εφημερίδα «Αμαρυσία», 6 Ιουνίου 2020