Συνέντευξις μέ ἕναν ἁμαρτωλό!
Ἀρχιμανδρίτου Δανιήλ Αεράκη
• Ὁ δικός μας φακός δέν ξέρω σέ ποιό ἀπό τά δύο πρόσωπα θά «ζουμάρη»! Γεγονός εἶναι, ὅτι ὁ φακός τοῦ Χριστοῦ ἔρριξε μαύρη σκιά στό πρόσωπο τοῦ Φαρισαίου καί ἀφανίστηκε… Καί ὕστέρα, ὅλα τά φώτα τῆς θείας καταξιώσεως τά ἔρριξε στόν Τελώνη! Ξεχασμένος γιά τά μάτια τοῦ Φαρισαίου· δοξασμένος γιά τά μάτια τοῦ Χριστοῦ! Τιποτένιος γιά τήν κρίσι, ἤ μάλλον τήν κατάκρισι, τοῦ Φαρισαίου· δικαιωμένος κατά τήν κρίσι τοῦ Χριστοῦ! «Κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τόν οἶκον αὐτοῦ ἤ ἐκεῖνος» (Λουκ. ιη΄ 14). Μηδενικόγιά τήν παρέα τοῦ Φαρισαίου· ἄριστος γιά τήν ὑποδοχή τοῦ Χριστοῦ! ’Αποδιοπομπαῖος γιά τόν Φαρισαῖο. Καλοδεχούμενος γιά τόν Θεό! Πῶς προσείλκυσε τό βλέμμα τοῦ Χριστοῦ; Μόνο τό βλέμμα; Καί τή συμπάθεια! Καί τήν ἐκτίμησι. Και τή συγγνώμη. Καί τήν αγάπη. Καί τόν θαυμασμό!
— Μά, Κύριε, αὐτόν θαυμάζεις; Σύ, ὁ ’Αναμάρτητος, αὐτόν τόν ἐλεεινό ἁμαρτωλό; Σύ, ὁ Δίκαιος καί Ἐλεήμων, αὐτόν τόν φοροκλέφτη; Σύ, ὁ Εὐεργέτης, αὐτόν, τόν ἄδικο φορομπήχτη;
— Κύριε, μέ τούς ἁμαρτωλούς εἶσαι;!! Μέ τούς ἅρπαγες καί κλέφτες; Μέ τούς τελῶνες καί τούς ἀπατεῶνες;
— Δέν είμαι μ’ αὐτούς. Ἀλλ’ ἦρθα ἀπό τόν οὐρανό γι’ αὐτούς! Δέν συμφωνῶ μέ τίς ἄλλες πράξεις τους. Μά συμφωνῶ μέ τήν τελευταία πρᾶξι τους: Λέγεται μετάνοια! «Οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» (Ματθ. θ´ 13).
— Δέν εἶμαι σύμφωνος μέ τό παρελθόντους. Ἀγκαλιάζω ὄμως τό παρόντους! Ξέρετε γιατί τούς ἀγαπῶ ὅλους αὐτούς; Γιατί ἔγιναν πρώην!· Πρώην πελάτες τοῦ Διαβόλου… Πρώην εργάτες τοῦ κακοῦ. Πρώην ὄργανα τῆς ἀτιμίας. Πρώην αἰσχροί. Πρώην πόρνοι. Πρώην κακοποιοί. Πρώην ληστές. Πρώην ἐγκληματίες. Πρώην διῶκτες. Πρώην ὑβριστές. Πρώην ἀλῆτες. Πρώην ἐξαρτημένοι!…
— Θέλετε νά βάλω ἕναν προσδιορισμό τῆς ’Εκκλησίας μου; Ἐκκλησία τῶν πρώην!
• Ἰδιαίτερα ἡ περίοδος τοῦ Τριωδίου εἶναι τῶν πρώην ἁμαρτωλῶν. Οἱ πρώην, βέβαια, πού δέν ξαναγυρίζουν στό σκοτεινό παρελθόν τους… Δέν ἔχουν μόνο μεταμέλεια.Ὅσοι κακοποιοί συλλαμβάνονται ἀπό τήν ἀστυνομία καί δείχνουν μεταμέλεια, τό κάνουν συνήθως γιά τήν ποινή τῆς δικαιοσύνης. Ἡ μετάνοια ὅμως δέν εἶναι ἁπλῶς μεταμέλεια. Ὅσοι μετανοοῦν ὁριστικά, ὅπως ὁ Τελώνης ἤ ὁ Ἄσωτος, τό κάνουν γιά νά ἐλκύσουν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Γι’ αὐτό καί ή μετάνοια δέν ἀρκεῖται στό «πρώην» γιά τό κακό παρελθόν. Προχωρεῖ στό δάκρυ καί τήν ἐξομολόγησι τοῦ παρόντος. Καί βαδίζει πλέον (ἄνθρωπος καί μετάνοια) τό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς καί τῆς ἀρετῆς. Δέν ἀρκεῖ ὁ ἄρρωστος νά γίνη καλά. Πρέπει τώρα καί νά τρέχη… Δέν ἀρκεῖ τό δάκρυ. Χρειάζονται καί τά ἔργα τά καλά. «Ποιήσατε καρπούς ἀξίους τῆς μετανοίας» (Λουκ. γ΄28).
Ἄν ἤμασταν φωτορεπόρτερς καί πηγαίναμε νά πάρουμε συνέντευξι ἀπό τούς ἐπισκέπτες τοῦ Ναοῦ, θά βλέπαμε, καί τούς δυό νά ἀρχίζουν μέ τήν ἴδια λέξι· μέ τή λέξι «Θεός»!
— Ὁ Θεός! Γιά μένα (λέει ὁ Φαρισαῖος) ὑπάρχει ὁ Θεός, γιά νά μέ θαυμάζη, γιά νά μέ βραβεύη!
• Γιά σένα, τελώνη; Πές μας, τί εἶναι ὁ Θεός; Μίλα μας!…
Κι ὁ τελώνης «…μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπάραι» (Λουκ. ιη΄ 13).
— Δέν τολμῶ νά σᾶς κοιτάξω. Πολύ περισσότερο, δέν τολμῶ νά κοιτάξω τό Θεό. Τόν ἔχω πικράνει.
• Ἐμεῖς ἐπιμένουμε… Πνιγμένον ἀπό τίς ἐνοχές, τόν ἀκοῦμε νά ψιθυρίζη:
— Ὁ Θεός!… ’Όχι, δέν θέλω νά μέ βραβεύσης· ἄλλωστε τί καλό ἔκανα; Δέν ἀξίζω τίποτε. Οὔτε νά Σέ ἀτενίσω, οὔτε νά Σοῦ ζητήσω κάτι. Ἕνα θέλω: Τό ἔλεός Σου, τή συγγνώμη Σου. Ὅλα τά ξέρεις. Πῶς νά Σοῦ κρυφτῶ; «Ἱλάσθητί μοι τῶ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. ιη΄ 13).
• Θέλει νά ἐξαφανιστῆ… Κανείς νά μήν τόν ξέρη! Σέ μιά γωνιά κρυμμένος. Καί δέν θά τόν ἀνακαλύπταμε, ἄν δέν τόν ἔκραζε ὁ Φαρισαῖος! Σάν νά τοῦ ᾽λεγε: «’Έλα ᾽δῶ, παληάνθρωπε! ’Έλα νά σέ φτύση ὅλος ὁ κόσμος!…».
• Ἔτσι τόν παίρνουμε κι εμεῖς χαμπάρι:
— Τί ἔχεις νά πῆς γι’ αὐτόν τόν Φαρισαῖο πού σέ κατηγορεῖ;
— Γιά ’κεῖνον, τίποτε! Δέν ξέρω γιατί ἔχει μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του. Ἐγώ καμμιά καλή ἰδέα δέν ἔχω γιά τόν ἑαυτό μου… Μέ κατηγορεῖ; Μοῦ ἀξίζει! Μέ διαπομπεύει; Μοῦ ἀξίζει! Ἐγώ ἕνα τολμῶ νά πῶ: «Ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. ιη΄ 13)...
• Θαμπωμένοι ἀπό τή συναίσθησι τοῦ τελώνη, τολμᾶμε νά τόν ρωτήσουμε:
— Καί τώρα τί θέλεις;
— Ξέρω τί θέλω, μά δέν τό λέω. Ξύλο θέλω,αὐτό μοῦ ἀξίζει! Ἀλλ’ ἐπειδή ὁ Θεός δέν δίνει ξύλο, μόνος μου χτυπάω τό στῆθος μου, χτυπάω τά σωθικά μου, τή βρώμικη καρδιά μου!
• Ποιός ἀπό μᾶς ἀντέχει νά ᾽χη ἐγωισμό καί ὑπερηφάνεια, ὅταν βλέπη τή μορφή τοῦ τελώνη; Ὅταν βλέπη τή συντριβή τοῦ ἁμαρτωλοῦ;
Καί εἶμαι κι ἐγώ ἁμαρτωλός…
— Θεέ μου, νά Σέ ἀτενίσω, δέν τολμῶ…. Νά καυχηθῶ, γιατί; Δέν ξέρω… Τά ἁμαρτήματά μου νά μετρήσω, δέν μπορῶ! Τί μοῦ ἀπομένει;…
• Σιωπῶ γιά μιά στιγμή… Κι ἀκούω καμπάνες χαρμόσυνες!
— Χτυπᾶτε, προστάζει ὁ Χριστός! Χτυπᾶτε καμπάνες τ’ Οὐρανοῦ! Νέο παιδί της φέρνει ἡ μετάνοια! Εἶναι ὁ τελώνης!
• Θά χτυπήσουν ἆραγε καί γιά μᾶς αὐτές οἱ καμπάνες; Θά σωθοῦμε. Ἄν ἀπ’ τά βάθη μας Τοῦ ποῦμε: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»(Λουκ. ιη΄ 13).