Ο Ιερέας, η οικογένεια, η κοινωνία
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Η αποδόμηση είναι η κυρίαρχη νοοτροπία σήμερα. Με μία λαϊκίστικη προχειρότητα και ένα αίσθημα ξερολισμού οι άνθρωποι αναζητούμε τα τρωτά κάθε κοινωνικής ομάδας, ιδίως αυτών οι οποίες στηρίζουν την σταθερότητα και το αξιακό πλαίσιο. Με αρνητικά παραδείγματα που είναι η εξαίρεση, γενικεύουμε την απόρριψη, αυτοδικαιωνόμαστε για ό,τι δεν είμαστε και ισοπεδώνουμε. Η αποδόμηση χτίζεται στα κριτήρια του σήμερα, δηλαδή σε μία εφήμερη τοποθέτηση για την ζωή, και όχι στην παράδοση που μας έφτασε στο σήμερα, αλλά και στο ερώτημα ποιος και τι έχουν μέλλον.
Το πρόσωπο του ιερέα υφίσταται στους καιρούς μας πιο έντονη την αποδομητική ορμή όσων ελέγχουν την ενημέρωση, την τέχνη, την παιδεία. Ο ιερέας παρουσιάζεται ως μία καρικατούρα του χτες, κατάλληλος μόνο για την διατήρηση εθίμων και παραδόσεων, αυτός που συμμετέχει σε κοινωνικές τελετές, όπως χαρακτηρίζονται τα μυστήρια της Εκκλησίας, χωρίς κανείς να προσέχει τι λέει και τι πράττει, ποιο είναι δηλαδή το νόημα της παρουσίας του. Ο ιερέας έχει συνδεθεί με τις γιορτές και το καλό του χρόνου. Αν κάποιοι πιστεύουν, ζητούν την προσευχή του και έναν παρηγορητικό λόγο, ιδίως στις δοκιμασίες και τον θάνατο. Πολλοί τον θεωρούν εκφραστή της ηθικής μιας κοινωνίας, η οποία δεν την τηρεί, αλλά τουλάχιστον κάποιος πρέπει να θυμίζει την ύπαρξή της.
Γι’ αυτό και η κοινωνία αναζητεί αφορμές για να σχολιάσει και να απορρίψει τον ιερέα. Η συνήθης συζήτηση έχει να κάνει με τα χρήματα που παίρνει ή ζητά. Η κρίση τον κατέστησε στόχο για την μη έμπρακτη παραγωγικότητά του. Αυτός που δεν φέρνει λεφτά, αλλά παίρνει, δεν μπορεί να είναι οικείος σε όσους μετρούν την ζωή με γνώμονα την οικονομία. Αν οργανώνει συσσίτια και παντοπωλεία ή πληρώνει λογαριασμούς, τότε κάπως έχει νόημα η παρουσία του. Για τον λόγο του Θεού που εκφέρει, για την παρουσία του ανάμεσα στους νέους, για την στήριξη στην οικογένεια και στις δυσκολίες των ανθρώπινων σχέσεων, για την καταπράυνση των ενοχών, εκείνου του σταυρικού αισθήματος ήττας και αποτυχίας που ταλαιπωρεί πολλούς, κανείς δεν θα κάνει λόγο. Ούτε για την προσευχή του, σε έναν κόσμο στον οποίο ο δρόμος που οδηγεί στον Θεό δεν έχει ιδιαίτερο νόημα.
Μέσα σ’ αυτήν την αποδόμηση όμως ο ιερέας εξακολουθεί να σηκώνει τον σταυρό του και τους σταυρούς των ανθρώπων που ο Θεός και η Εκκλησία του έχουν εμπιστευθεί. Φορώντας το αναχρονιστικό για πολλούς ράσο, όντας διαθέσιμος μέρα και νύχτα, χωρίς Κυριακές και αργίες, χωρίς διακοπές, με αφιέρωση και αυταπάρνηση, προσπαθεί να γίνει τα πάντα τοις πάσι. Να είναι συντηρητικός και την ίδια στιγμή μοντέρνα ανοιχτός, χωρίς να προσβάλλει το σχήμα του. Να διασώζει την ιστορία και την παράδοση και συνάμα να μιλά την γλώσσα που ζητούν οι άνθρωποι. Να είναι αυστηρός με τον εαυτό του και επιεικής με τους πάντες. Να θλίβεται, αλλά και να ανέχεται. Να προσπαθεί να συμβιβάσει, να ακούσει, να συμβουλέψει, να δώσει, χωρίς να σκέφτεται αν δεν παίρνει τίποτα, ούτε καν ένα απλό «ευχαριστώ». Και να παρακαλεί τον Θεό για τους ανθρώπους, φίλους κι εχθρούς.
Πολλοί νέοι σήμερα, σε πείσμα των καιρών, γίνονται ιερείς. Αντιστέκονται στην φθορά. Είναι ένα σημάδι ότι η αγάπη δεν νεκρώνεται. Ότι τελικά η αποδόμηση δεν θα περάσει!
«Ορθόδοξη Αλήθεια»