Να κατανοήσουμε του θαύμα
π. Γεωργίου Δορμπαράκη
Τόν ὅσιο Παΐσιο, εἶναι γνωστό, ἐπισκέπτονταν ἄνθρωποι ὅλων τῶν κοινωνικῶν τάξεων καί ὅλων τῶν μορφωτικῶν ἐπιπέδων. Ὅλοι περίμεναν κάτι ἀπό αὐτόν· εἴτε ἁπλῶς τήν εὐλογία του εἴτε τη διορατική ἀπάντησή του σέ κάποιο πιεστικό γι’ αὐτούς πρόβλημα. Ὑπῆρχαν ὅμως καί ἐκεῖνοι πού ἐπιθυμοῦσαν νά τόν συναντήσουν ἀπό ἁπλή περιέργεια ἤ γιατί νόμιζαν ὅτι θά δοῦν κάποιον «φακίρη», πού κάνει παράδοξα καί θαυμαστά πράγματα. Μιά τέτοια περίπτωση θά δοῦμε παρακάτω, ὅταν μιά ὁμάδα νεαρῶν παιδιῶν ἀνέβηκε στό Ἅγιον Ὄρος γιά νά συναντήσει τόν Γέροντα καί νά δεῖ κάποιο «θαῦμα». Ἡ στάση τοῦ Γέροντα θά βοηθήσει καί ἐμᾶς νά τοποθετηθοῦμε καλύτερα στό τί εἶναι τό θαῦμα στόν χριστιανισμό καί ποιά ἡ θέση του στή ζωή μας.
«Κάποια μέρα ἐπισκέφθηκαν τόν Γέροντα κάποιοι νεαροί, πού δέν ζοῦσαν κοντά στήν Ἐκκλησία· εἶχαν ἀκούσει ὅμως γιά τόν Γέροντα καί ἀπό περιέργεια ἦρθαν νά τόν δοῦν. Ὁ Γέροντας τούς κέρασε τό καθιερωμένο νερό καί λουκούμι καί κάθησε, γιά νά τούς ἀκούσει τί ἤθελαν. Οἱ νεαροί τότε τοῦ εἶπαν:
– Γέροντα, θέλουμε νά κάνεις ἐδῶ, μπροστά στά μάτια μας, ἕνα θαῦμα, γιά νά πιστέψουμε κι ἐμεῖς στόν Θεό.
Κι ὁ Γέροντας τούς ἀπάντησε:
– Περιμένετε λίγο.
Μπῆκε μέσα στό κελί του κι ἔφερε ἕνα μαχαίρι καί εἶπε στά παιδιά χαριεντιζόμενος:
– Καθῆστε, παιδιά, στή σειρά. Θά σᾶς κόψω τά κεφάλια καί μετά θά τά κολλήσω μέ θαυματουργικό τρόπο! Μόνο, ἀπομακρυνθεῖτε ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον, γιά νά μή τά μπερδέψω μετά!
Οἱ νεαροί ἀμέσως ἀντέδρασαν κι εἶπαν:
– Ὄχι! Σέ μᾶς κανένα ἄλλο θαῦμα νά κάνεις!
Τότε ὁ Γέροντας κάθησε κοντά τους καί τούς εἶπε τά ἑξῆς:
– Ἄν ὁ Θεός ἤθελε νά πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι μέ τά θαύματα, τότε αὐτό θά ἦταν πολύ εὔκολο, γιατί μέ μιά ὑπερφυσική ἐνέργεια, ὁρατή ἀπ’ ὅλο τόν κόσμο, θά τούς ἔκανε ὅλους νά πιστέψουν. Ὅμως ὁ Θεός δέν θέλει νά πιστεύει ὁ κόσμος ἀπό θαυμασμό στήν ὑπερφυσική Του δύναμη, ἀλλά θέλει νά πιστεύει καί νά Τόν ἀγαπᾶ γιά τήν ὑπερβολική Του καλωσύνη.
Τό ὑπερφυσικό γεγονός, τό θαῦμα, ὁ Θεός ποτέ δέν τό κάνει, γιά νά ἐπιδείξει τή δύναμή Του καί νά κερδίσει ἔτσι ὀπαδούς κοντά Του. Τότε κάνει τό θαῦμα ὁ Θεός, ὅταν πρέπει νά ἀναπληρώσει τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία. Σᾶς λέω ἕνα παράδειγμα, γιά νά καταλάβετε τί ἐννοῶ. Ἄν π.χ. εἴμαστε στήν ἔρημο κι εἶναι ἀνάγκη νά σπάσουμε μία πέτρα, τότε κοιτᾶμε νά βροῦμε μία ἄλλη πέτρα μέ τήν ὁποία θά σπάσουμε αὐτήν πού θέλουμε. Ἄν ὅμως δέν ὑπάρχει, τότε θά παρακαλέσουμε τόν Θεό κι Ἐκεῖνος θά κάνει τό θαῦμα Του. Πρέπει, λοιπόν, νά γνωρίζουμε πώς ὅ,τι γίνεται ἀνθρώπινα πρέπει νά τό κάνουμε μέ φυσικό τρόπο, ἐμεῖς, ταπεινά. Γιά ὅ,τι ὅμως δέν γίνεται “κατ’ ἄνθρωπον”, τότε προσφεύγουμε στόν Θεό.
Ἄκουσε κι ἕνα ἄλλο παράδειγμα: Ἄν ἔχουμε μιά ἀσθένεια καί θέλουμε νά θεραπευθοῦμε, πρέπει νά πᾶμε σ’ ἕνα γιατρό. Κι ἄν ἐκεῖνος ἀδυνατεῖ καί δέν μπορεῖ νά μᾶς γιατρέψει, τότε πρέπει νά καταφύγουμε στόν Θεό, γιά νά κάνει τό θαῦμα Του».
(Ἱερομ. Χριστοδούλου, ὁ Γέρων Παΐσιος, σσ. 201-202).
- Τό θαῦμα δέν προκαλεῖ πίστη.
Ἡ ἀπαίτηση τῶν νεαρῶν – «νά κάνεις ἐδῶ, μπροστά στά μάτια μας, ἕνα θαῦμα, γιά νά πιστέψουμε κι ἐμεῖς στόν Θεό» – εἶναι ἡ στάση πολλῶν συνανθρώπων μας ὡς πρός αὐτό πού λέγεται θαῦμα. Ἔχουν τήν ἐντύπωση ὅτι θά πιστέψουν στόν Θεό, ἄν Ἐκεῖνος, ὁρατά μπροστά τους, προβεῖ σέ κάποια ὑπερφυσική ἐνέργεια. Τήν πίστη στόν Θεό ἔτσι τήν ἐκλαμβάνουν ὡς κάτι τό ἀναγκαστικό: ὡς λογική ἀπαίτηση, διότι τούς ἔχουν πείσει οἱ αἰσθήσεις τους. Στήν πραγματικότητα πρόκειται γιά στάση ἐγωισμοῦ, ἀφοῦ καί στό θέμα τῆς πίστεως στόν Θεό ἐκεῖνοι θέλουν νά ἔχουν τόν ἔλεγχο τῶν πραγμάτων. Μέ ἁπλά λόγια ἡ ἀπαίτηση γιά θαῦμα προκειμένου νά πιστέψω, σημαίνει ὅτι ἐγώ θέλω νά κανονίζω καί τίς ἐνέργειες ἀκόμη τοῦ Θεοῦ.
Τό αἴτημα τῶν νεαρῶν, καί ὅλων ἐκείνων πού κυμαίνονται στό ἴδιο μῆκος κύματος, δέν είναι πρωτόγνωρο. Στή ζωή τοῦ Χριστοῦ καταρχάς τό συναντᾶμε μέ ὀξύτητα στόν δεύτερο πειρασμό Του στήν ἔρημο ἀπό τόν διάβολο. «Ρίξε τόν Ἑαυτό σου ἀπό τόν ναό κάτω, ἄν εἶσαι υἱός τοῦ Θεοῦ», τοῦ προτείνει ὁ πονηρός. «Θά ‘ρθουν ἄγγελοι νά σέ σώσουν, ὅπως ἔχει γραφεῖ». Κι ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου εἶναι ἀποστομωτική. «Δέν θά βάλεις σέ δοκιμασία καί πειρασμό τόν Θεό». Τοῦ ζητοῦσε ὁ διάβολος νά κάνει ἕνα θαῦμα· νά προβεῖ σέ μιά προκλητική ἐνέργεια, πού θά ξάφνιαζε τόν εὑρισκόμενο στόν ναό λαό καί θά τόν ὁδηγοῦσε νά κλίνει γόνυ ἱκεσίας μπροστά στόν φοβερό καί παντοδύναμο Θεό. Μά τοῦτο θά ἦταν ἄρνηση τῆς ἀποστολῆς τοῦ Χριστοῦ. Ἡ πίστη στόν Θεό δέν θά ἦταν καρπός ἐλεύθερης ἀπόφασης τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά κάτι τό ἀναγκαστικό. Ὁ Χριστός θά παρουσιαζόταν ὡς δυνάστης καί τύραννος· ὄχι ὡς Πατέρας καί φίλος τοῦ ἀνθρώπου.
Τό ἴδιο συνέβη ἀργότερα, ὅταν ὁ Κύριος εἶχε ἀνεβεῖ στόν σταυρό. Ἐσταυρωμένος, ἀντιμετωπίζει καί πάλι τόν ἴδιο πειρασμό ἀπό τόν παρευρισκόμενο ὄχλο: «Ἄν εἶσαι υἱός τοῦ Θεοῦ, κατέβα ἀπό τόν σταυρό, γιά νά σέ πιστέψουμε». Καί στό σημεῖο αὐτό, τό θαῦμα προβάλλεται ὡς προϋπόθεση τῆς πίστης. Ἡ στάση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀπορριπτική…