Το παιδί του …καλόγερου!
π. Γεώργιος Δορμπαράκης
Ἡ θύρα τοῦ καπηλειοῦ ἄνοιξε μέ φόρα κι ὁ νέος πού μπῆκε ἔτρεξε τρέμοντας ἀπό τή συγκίνησή του πρῶτα στόν κάπελα κι ἔπειτα σέ μιά παρέα πού βρισκόταν γύρω ἀπό ἕνα τραπέζι κι ἔπιναν κρασί.
«Γέννησε ἡ γυναίκα μου, φίλοι μου, γέννησε», φώναξε μέ σπασμένη φωνή, «ἔκανε ἀγόρι, ἔγινα πατέρας! Κάπελα, δῶσε κρασί σέ ὅλους τούς φίλους μου, ἀλλά καί σ’ ὅλους ὅσοι βρίσκονται τώρα ἐδῶ. Δικό μου τό κέρασμα. Τέτοια χαρά δέν ἔχω ξαναζήσει στή ζωή μου!» Μιλοῦσε μέ πιασμένη τήν ἀναπνοή, ἐνῶ τά μάτια του ἔλαμπαν, προσπαθώντας πρῶτος αὐτός νά χωνέψει τό γεγονός. Κάθε συζήτηση σταμάτησε πρός στιγμήν καί ὅλοι οἱ θαμῶνες στράφηκαν γιά νά τόν δοῦν καί νά καταλάβουν τό τί τούς ἔλεγε. «Ἔγινα πατέρας, ἔγινα πατέρας», ἐπανελάμβανε ἐκεῖνος σάν χαμένος.
«Μπράβο, νά ζήσει τό παιδί, νά τό χαίρεσαι!» εἶπε ὁ μαγαζάτορας, ὁ ὁποῖος ἔσπευσε μέ προθυμία νά γεμίσει τά ἄδεια ποτήρια τῶν ἀνθρώπων, καί μαζί μ’ αὐτόν τοῦ εὔχονταν καί οἱ ἄλλοι τῆς παρέας κι ὅλος ὁ κόσμος τοῦ καπηλειοῦ, κάποιοι ἀπό τούς ὁποίους, οἱ πιό γνωστοί, ἔσπευσαν νά σηκωθοῦν νά τόν χαιρετίσουν ἐγκάρδια καί νά τόν ἀσπαστοῦν. «Νά ζήσει, νά ζήσει ὁ νεαρός», τοῦ εὔχονταν καί τσούγκριζαν μαζί του τά ποτήρια τους.
«Καί… πῶς ἔγινε αὐτό;» ρώτησε ἕνας ἀπό τούς γνωστούς του, κλείνοντας… πονηρά τό μάτι στούς ἄλλους. «Ἐσύ δέν ἔλεγες ὅτι ἡ γυναίκα σου εἶναι στεῖρα καί δέν μπορεῖ νά συλλάβει; Ἄγγελος… Κυρίου τό ἔφερε;» Χαχάνισαν ὅλοι μέ τό… ἀστεῖο, ἀλλά ὁ νέος σοβάρεψε ἀπότομα, τράβηξε ἕνα κάθισμα γιά ‘κεῖνον καί τούς εἶπε. «Πράγματι, φίλοι μου, ὅσοι μέ ξέρετε, γνωρίζετε τό πρόβλημα πού εἴχαμε μέ τή γυναίκα μου. Τρία χρόνια παντρεμένοι, δέν μπορούσαμε νά κάνουμε παιδί. Ἀλλά συνέβη κάτι πού ἄλλαξε τήν πορεία τῶν πραγμάτων…», εἶπε κι ἄφησε ἕνα κενό νά αἰωρεῖται, πού κέντρισε τό ἐνδιαφέρον τῶν ἀνθρώπων.
«Τί δηλαδή συνέβη;» ἐπενέβη ὁ μαγαζάτορας, πού εἶχε ἀφήσει στή μέση τή δουλειά του γιά νά παρακολουθεῖ τήν κουβέντα. Ὅλων τά μάτια κρέμονταν ἀπό τά χείλη τοῦ νέου πατέρα.
«Πρίν ἀπό ἀρκετούς μῆνες, ἀπελπισμένος καθώς ἤμουν μέ τή στειρότητα τῆς γυναί
κας μου, περιφερόμουνα στήν πόλη. Εἶχα πάει καί στόν ναό μας γιά νά προσευχηθῶ. Μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας μέ ἔπιασαν τά κλάματα καί οἱ λυγμοί τράνταζαν τό σῶμα μου. Σάν γαλήνεψα λίγο βγῆκα ἀπό τόν ναό καί λίγο πιό πέρα συνάντησα τόν γνωστό σέ ὅλους μας ἀββᾶ Δανιήλ, ὁ ὁποῖος εἶχε ἔλθει, ὅπως ἔρχεται κατά καιρούς, γιά νά πουλήσει τά ἐργόχειρά του, τά καλάθια πού πλέκει. Μιά σκέψη καρφώθηκε στόν νοῦ μου: ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ αὐτός, θά μποροῦσε μέ τήν προσευχή του νά παρακαλέσει γιά χάρη μου τόν Θεό νά δώσει λύση στό πρόβλημά μου».
«Εἶναι ἅγιος ἄνθρωπος ὁ ἀββᾶς Δανιήλ», παρατήρησε ἕνας θαμώνας πού καθόταν λίγο πιό πέρα μόνος του, σκαλίζοντας καί κάποια χαρτιά πού εἶχε μαζί του. «Τόν γνωρίζω, εἶναι πολύ ἀσκητικός κι ἔχει μεγάλη δύναμη προσευχῆς. Πολύ καλά ἔκανες, ἄνθρωπέ μου».