Πύρινη προσευχή

Πρωτ. Γεώργιος Δορμπαράκης

Πέρασαν τή βαριά θύρα τῆς Μονῆς τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου καί βαριανασαίνοντας ἀπό τή ζέστη ἔκαναν τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ. «Δόξα σοι ὁ Θεός», βγῆκε αὐθόρμητα ἡ δοξολογία ἀπό τά χείλη τους. «Πιεῖτε λίγο νερό ἀπό τήν πηγούλα μας, εἶναι πολύ δροσερό», τούς εἶπε ὁ ἀρχοντάρης μοναχός καλωσορίζοντάς τους, «καί σ’ ἕνα λεπτό θά εἶναι ἐδῶ ὁ ἅγιος ἡγούμενος». Πλησίασαν καί γεύτηκαν τό δροσερό νερό πού ἔβγαινε ἀπό ἕνα βραχάκι τῆς αὐλῆς καί πού φάνταζε ὡς μικρός παράδεισος στή ζέστη τοῦ καλοκαιριοῦ. Ἔβγαλαν τό σκοῦφο τους καί ἔριξαν νερό καί στά πυρωμένα κεφάλια τους. Ἡ δροσιά τούς ἀνακούφισε καί τούς ἀναζωογόνησε. Συνηθισμένοι ἀπό τίς ὁδοιπορίες καί τά προσκυνήματα ὁ Ἰωάννης καί ὁ Σωφρόνιος βρέθηκαν μέ μεγάλη χαρά στήν ἁγιασμένη Μονή τοῦ μεγάλου Πατέρα Θεοδοσίου. Ἤξεραν ὅτι ἐκεῖ θά συναντοῦσαν ἀνθρώπους πράγματι ἀφιερωμένους στόν Θεό καί θά μάθαιναν γιά ἄλλους πού τό τέλος τους λόγω τῆς σπουδαίας ἄσκησής τους ὑπῆρξε ὁσιακό.

«Καλῶς τους, καλῶς τους», εἶπε μέ πλατύ χαμόγελο ὁ ἀββᾶς Θεοδόσιος, ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς, ὁ ὁποῖος μετά ἀπό κάποια χρόνια ἔγινε ἐπίσκοπος Καπιτωλιάδος, κι ἀγκάλιασε μέ ἀνυπόκριτη ἀγάπη τούς δύο γνωστούς ἀδελφούς. «Περάστε νά προσκυνήσετε στόν Ναό καί μετά πᾶμε στό ἀρχονταρίκι». Ἤξερε ὁ ἀββᾶς Θεοδόσιος ὅτι οἱ δύο συκεκριμένοι καλόγεροι δέν ἦταν τυχαῖοι. Ἄνθρωποι ἀφοσιωμένοι στόν Κύριο, ὁ Ὁποῖος τούς φώτισε κάποια στιγμή νά ἀναλάβουν «ἐκστρατεία» γνωριμίας μέ ὅλα τά μεγάλα καί τά μικρά μοναστήρια καί προσκυνήματα, ἐκεῖ πού ἄνθιζε ὁ χριστιανισμός, νά καταγράψουν τίς ἐμπειρίες τους, νά γίνουν μάρτυρες τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου, ὅπως τήν βιώνουν ἄνθρωποι πού τό λέει ἡ καρδιά τους.

Ἔγινε τό προσκύνημα στόν ναό, πέρασαν στό ἀρχονταρίκι.  «Λοιπόν, ἀδελφοί μου», εἶπε ὁ ἡγούμενος, «τί μαρτυρίες μᾶς φέρνετε ἀπό τά προσκυνήματά σας αὐτήν τή φορά; Ξέρουμε ὅτι ἐπιθυμία δική σας εἶναι ἐμεῖς νά σᾶς ποῦμε γιά τή βιωμένη πίστη μας, μά θά θέλαμε πρίν ἀπό αὐτό τή δική σας μαρτυρία». Δέν ἀρνήθηκαν οἱ δύο ἀδελφοί.  Ξεκίνησαν νά διηγοῦνται, ἐνῶ τό κέρασμα μέ τήν ἐντολή τοῦ ἀββᾶ ἦταν ἤδη ἕτοιμο καί προσφερόταν στους κουρασμένους ὁδοιπόρους. Μίλησαν γιά πολλά, εἶπαν γιά ἀνθρώπους ὁσίους πού συνάντησαν ἤ ἄκουσαν γι’ αὐτούς, καί γιά ἀσκητές «ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος», πού λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. «Θά θέλαμε ὅμως Γέροντα», κατέληξε ὁ π. Ἰωάννης, «νά μᾶς πεῖτε γιά τήν προσευχή, γιά τήν ἐργασία αὐτή πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά ἑνώνεται πράγματι μέ τόν Θεό, γιά ἀνθρώπους πού εἴδατε ὅτι τήν ἀσκοῦν μέ τόν τρόπο πού θέλει ὁ Κύριος. Γιατί αὐτό καταλάβαμε καί ὡς μοναχοί ἀλλά καί ὡς προσκυνητές πού γυρίζουμε, ὅτι ἡ προσευχή ἀποτελεῖ τό κέντρο καί τό ἅπαν τῆς ὕπαρξης τοῦ χριστιανοῦ. Στήν προσευχή φανερώνεται τό ποιόν τῆς χριστιανικῆς του συνείδησης,  ἀποτελεῖ τόν καθρέπτη τῆς ὅλης πνευματικῆς του ζωῆς. Λοιπόν, κάθε τι πού σχετίζεται μέ τόν ἀγώνα τῆς προσευχῆς ἀποτελεῖ γιά μᾶς καθοδηγητικό στοιχεῖο πού μπορεῖ νά βοηθήσει στόν σκοπό μας, δηλαδή τή σωτηρία μας καί τή σχέση μας μέ τόν Χριστό.

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΕΔΩ