Χορός… Δαιμονικός!

π. Γεώργιος Δορμπαράκης

Ὁ γερο-Ἰωνᾶς ἀπόσωσε τήν ὀρθρινή ἀκολουθία. Ὄρθιος στό μικρό καί παλιό ἀναλόγιο τοῦ μικροῦ ναοῦ τοῦ κελλιοῦ του, τό ἀφιερωμένο στόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Πρόδρομο, ἔκλεισε τίς φυλλάδες τῶν προσευχῶν του, τίς φίλησε μέ μεγάλη κατάνυξη καί τίς ἔβαλε στή θέση τους μέ ἰδιαίτερη προσοχή. Στάθηκε στό μέσον κι ἄρχισε νά μετανίζει μέ δάκρυα στά μάτια γιά ὥρα πολλή. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν», ἔλεγαν τά χείλη του, ἐνῶ ἔπεφτε στή συνέχεια κάτω στό δάπεδο μέ μεγάλες μετάνοιες, ἀκουμπώντας κάθε φορά τό κεφάλι του στό παλιό δάπεδο. Τό λιγοστό φῶς ἀπό τά καντηλάκια τοῦ τέμπλου καί τό μεγάλο κερί πού ἔκαιγε μπρός στόν ἅγιο Πρόδρομο δημιουργοῦσε μία ὑποβλητική ἀτμόσφαιρα, ἡ ὁποία ταίριαζε ἀπολύτως μέ τό ἱλαρό φῶς πού ἔλαμπε στήν καρδιά του.

Σταμάτησε κάποια φορά, ἔκανε μετάνοια μπρός στίς εἰκόνες τοῦ τέμπλου καί τίς ἀσπάστηκε μέ πάθος καί ἔρωτα. «Δόξα σοι ὁ Θεός», ψιθύρισε, κάνοντας σταθερά καί ἀργά τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ πάνω του. Ἔκλεισε τή θύρα τοῦ ναοῦ, διάβηκε τό μικρό διάδρομο πού ἔβγαζε στήν ἐξώθυρα καί βγῆκε στή μικρή ἁπλωταριά τοῦ καθίσματός του. Ἕνας μεγάλος πεῦκος πού δέσποζε στό ἅπλωμα κούνισε τά κλωνάρια του ἀπό τό ἐλαφρό ἀεράκι, δίνοντάς του τήν πρώτη καλημέρα γιά τήν καινούργια ἡμέρα πού ὅπου νά ‘ναι ἀνέτελλε. Χαμογέλασε καί τόν κοίταξε μέ ἀγάπη. «Εἰ τόν χόρτον τοῦ ἀγροῦ σήμερον ὄντα καί αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον ὁ Θεός οὕτως ἀμφιέννυσι, πόσῳ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;»  ἦλθαν στόν νοῦ του τά λόγια τοῦ Κυρίου. «Δόξα σοι, ὁ Θεός», ξανάπε καί εὐλόγησε τή φύση τοῦ Θεοῦ.

Τό μικρό κελλάκι του, δίπλα στόν ναΐσκο τοῦ καθίσματός του, θά τόν ἔβρισκε πολύ σύντομα στή θέση του γιά τό ἐργόχειρό του, ἀλλά πρῶτα ἤθελε νά ρουφήξει τόν πρωϊνό ἀέρα καί τά μάτια του νά ἀναπαυθοῦν γι’ ἀκόμη μία φορά στούς ἅγιους τόπους τῆς περιοχῆς πού βρέθηκε. Γιατί ὁ γέροντας ζοῦσε καί ἀσκεῖτο πάνω στό ψηλό βουνό μέ τά πολλά καί μεγάλα πεῦκα, ἀνατολικά τῆς ἅγιας πόλης Βηθλεέμ, πού σημαίνει ὅτι  ἀπό τή μιά ἀτένιζε τήν ἔρημο  τῆς Ἰουδαίας καί καί ἀπό τήν ἄλλη τίς ἅγιες πόλεις τῆς Βηθλεέμ καί τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἔκανε ἕνα γύρο τή μικρή ἁπλωταριά καί πρίν μπεῖ καί πάλι στό σπιτάκι του στάθηκε προσανατολισμένος πρός τό μεγάλο μοναστήρι τοῦ ἀββᾶ Θεόγνιου, σταυροκοπήθηκε κι εὐλόγησε τούς ἐκεῖ καλογέρους καί ἀσκητές. «Κύριε, εὐλόγησε τούς δούλους σου καί δυνάμωνέ τους στόν ἀγώνα τῆς ἀγάπης Σου», ψιθύρισε γιά πολλοστή φορά.

Χρόνια πολλά στήν ἄσκηση ὁ γέρο-Ἰωνᾶς, πρῶτα στό κεντρικό μοναστήρι κι αὐτός τοῦ ὁσίου Θεόγνιου κι ἔπειτα στό ἡσυχαστικό κάθισμα τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἀρκετά πέρα ἀπό αὐτό, εἶχε πολλά νά διηγηθεῖ γιά τήν πνευματική ζωή, τίς εὐκολίες καί τίς δυσκολίες της, τίς χάρες πού ὁ Κύριος τῆς ἐπιφυλάσσει, ἀλλά καί τίς παγίδες πού στήνει ὁ Πονηρός, πάντα ἀσφαλῶς κατά παραχώρηση τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτές οἱ τελευταῖες εἶναι τόσες πολλές κι ἐπικίνδυνες γιά τόν ἄνθρωπο τῆς ἀφιέρωσης καί τῆς ἄσκησης, πού μόνο ἡ ἀκλόνητη πίστη στόν Κύριο καί ἡ γενναιότητα τῆς καρδιᾶς δίνουν τήν ὑπομονή νά ἀντέξει κανείς καί νά μή τό βάλει στά… πόδια.

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΕΔΩ