Δεν μπορούσε ο Θεός να αναδείξει τον άνθρωπο τέλειο εξαρχής;

Ο Κύριός μας στους έσχατους καιρούς ήρθε σε μας όχι όπως ο ίδιος μπορούσε, αλλά όπως εμείς μπορούσαμε να τον δούμε.

Για τον μεν Θεό, ο οποίος πάντοτε παραμένει ίδιος και η φύση Του είναι άκτιστη, τα πάντα Του είναι δυνατά ως προς τον εαυτό Του. Το πλάσμα Του όμως είναι κτιστό δημιούργημα και συνεπώς έχει προσωπική αρχή. Γι’ αυτό, όπως είναι λογικό, υστερεί ως προς αυτές τις ιδιότητες από αυτόν που τον έπλασε. Γιατί δεν είναι δυνατόν να είναι άκτιστα τα πλάσματα αυτά που μόλις πρόσφατα δημιουργήθηκαν. Και επειδή δεν είναι άκτιστα, γι’ αυτό και υστερούν ως προς το τέλειο. Επειδή είναι νεώτερα, γι’ αυτό και είναι νήπια, γι’ αυτό και είναι αγύμναστα και δεν έχουν εξοικειωθεί με την τέλεια ζωή. Όπως λοιπόν η μάνα, ενώ μπορεί να προσφέρει στο βρέφος της το τέλειο φαγητό, δεν το προσφέρει γιατί το βρέφος αδυνατεί να δεχθεί την ανώτερη αυτήν τροφή· έτσι και ο Θεός, ενώ ο ίδιος μπορούσε εξαρχής να χαρίσει στον άνθρωπο το τέλειο, δεν το κάνει γιατί ο άνθρωπος δεν μπορούσε να το πάρει, γιατί ήταν ακόμη νήπιος.

Γι’ αυτό και ο Κύριός μας στους έσχατους καιρούς, αφού προσέλαβε στον εαυτό του όλη τη Δημιουργία, ήρθε σε μας όχι όπως ο ίδιος μπορούσε, αλλά όπως εμείς μπορούσαμε να τον δούμε. Αλλά εμείς ποτέ ως τώρα δεν μπορούσαμε να βαστάξουμε το μεγαλείο της Δόξας Του. Και γι’ αυτό ο Χριστός -ο τέλειος Άρτος του Πατρός- έδωσε σε μας τον εαυτό Του σαν γάλα, όπως στα νήπια· τέτοια ήταν η παρουσία του ως Ανθρώπου, έτσι ώστε αφού τραφούμε με την Σάρκα Του σαν να είναι μαστός, μέσα από αυτόν τον θηλασμό να συνηθίσουμε να τρώμε και να πίνουμε τον Λόγο του Θεού, τον Άρτο της Αθανασίας και να μπορέσουμε να αποκτήσουμε μέσα μας το Άγιο Πνεύμα.

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ