Οικουμενικότητα και Οικουμενισμός
Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης, Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
Η Εκκλησία είναι ο τόπος φανερώσεως της βασιλείας του Θεού μέσα στον κόσμο. Αυτή εκτείνεται «πανταχού της οικουμένης» και «πανταχού των χρόνων» [1]. Η οικουμενικότητα και η διαχρονικότητα της Εκκλησίας θεμελιώνονται στον Χριστό, που προσέλαβε στην υπόστασή του ολόκληρη την ανθρωπότητα. Η παρουσία του Χριστού μέσα στην Εκκλησία με την άκτιστη ανακαινιστική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος οικοδομεί την οικουμενικότητά της.
Η οικουμενικότητητα της Εκκλησίας δεν εξαντλείται στην παγκοσμιότητα, αλλά συμπεριλαμβάνει και την διαχρονικότητα. Έτσι άλλωστε ολοκληρώνεται και η έννοια της καθολικότητας, που αποτελεί βασικό γνώρισμα της Εκκλησίας [2]. Η αποσύνδεση της οικουμενικότητας της Εκκλησίας από την διαχρονικότητα φαλκιδεύει την καθολικότητά της.
Η καθολικότητα της Εκκλησίας δεν έχει κοινωνιολογικές αλλά θεολογικές ρίζες. Δεν ανάγεται στις πολιτισμικές, πολιτικές ή κοινωνικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των Χριστιανών, όσο και αν συνέβαλαν και αυτές στην διαφοροποίηση της πίστεώς τους. Η καθολικότητα, που υπάρχει ως οντολογικό δεδομένο στην μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία του Χριστού, φαλκιδεύεται ως ζητούμενο με τις θεολογικές διαφοροποιήσεις, τις εξουσιαστικές διεκδικήσεις και τις εθνικές αντιθέσεις, που δημιουργήθηκαν μεταξύ των Χριστιανών.
Η θεολογία με την στενότερη και την ευρύτερη έννοιά της είναι το ένδυμα της Εκκλησίας. Είναι ο χιτώνας του σώματος του Χριστού. Και η αίρεση είναι πράξη ρήξεως του χιτώνα αυτού και διαιρέσεως της Εκκλησίας. Εφόσον όμως η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού, που από την φύση του παραμένει ένα και αδιαίρετο, η αίρεση δεν διαιρεί την Εκκλησία, αλλά αποσπά μέλη από το σώμα της. Εκτρέπεται από την διαχρονικότητα και εγκαταλείπει την καθολικότητά της.
Ο σύγχρονος οικουμενισμός πάσχει από έλλειψη διαχρονικότητας, που αποτελεί όρο της καθολικότητας. Αυτό σημαίνει ότι πάσχει σε εκκλησιολογικό επίπεδο. Και αυτό ισχύει όχι μόνο για τον οικουμενισμό που προωθείται από τον Προτεσταντισμό, αλλά και για τον οικουμενισμό που προωθείται από τον Ρωμαιοκαθολικισμό. Άλλωστε αυτός πρώτος προσέβαλε την εκκλησιολογική διαχρονικότητα, αντιμετωπίζοντας την καθολικότητα της Εκκλησίας ως οριζόντια παγκοσμιότητα με γεωγραφική έννοια με και ορατό γεωγραφικό κέντρο την Ρώμη. Έτσι συμπιέστηκε μέσα στον χώρο και παραμέρισε την χαρισματική διάσταση και την εσχατολογική προοπτική της Εκκλησίας, καθιερώνοντας θεσμικά την εκκοσμίκευση του Χριστιανισμού.