«Δεν χρειάζεtαι παπά, δεν βαριέσαι…»

Του π. Παύλου Παπαδόπουλου/facebook

Ήταν χρόνια μόνη της. Το διαμέρισμά της έμοιαζε με αγιορείτικο κελλάκι. Ένα μικρό σαλονάκι σαν αρχονταρίκι για τους ελάχιστους και σπάνιους επισκέπτες με προέκταση μια μικρή κουζινούλα, ένα μπάνιο και ένα δωμάτιο. Τίποτα το περιττό δεν υπήρχε. Όλα τακτοποιημένα και χρηστικά. Έμπαινες μέσα σ’αυτό το διαμέρισμα και στο πρώτο που γινόσουν κοινωνός ήταν η μυρωδιά του. Δεν μύριζε φαγητό, ούτε βρωμιά, ούτε καθαριότητα. Είχε την μυρωδιά κάπιου εξωκλησιού που είχα επισκεφθεί μικρό παιδάκι σε ένα γειτονικό χωριό από το δικό μου. Ήταν του προφήτου Ηλιού. Μύριζε θυμίαμα αναμεμειγμένο με την γλυκάδα της Θείας Λειτουργίας, με τις προσευχές των ταλαίπωρων, με τις ευχαριστίες των ευεργετημένων, με την μετάνοια των ασώτων.

Είχα μπει μέσα σ’αυτό το εξωκκλήσι μικρό παιδί. Αυτό θυμάμαι μόνο. Ούτε τις αγιογραφίες, ούτε το τέμπλο, ούτε με ποιους ήμουνα, ούτε πώς είχα βρεθεί εκεί και γιατί, ούτε εάν είχε αυλή απ’ έξω. Το μόνο που θυμάμαι ήταν αυτές οι ανάσες, οι βαθιές, που έπαιρνα καθώς εισήλθα μέσα. Θυμάμαι και κάτι ακόμη. Καθώς ανάσαινα βαθιά, λες και δεν χόρτανα εκείνον τον αέρα, εκείνη την μυρωδιά, εκείνη την αίσθηση, κρατούσα στο χέρι μου ένα μικρό μελισσοκέρι το οποίο το στράβωνα ανάμεσα στα μικρά μου δακτυλάκια καθώς κοιτούσα μια εικόνα του προφήτη Ηλία. Ήταν σκονισμένη, γυρμένη σε κάποιο είδος προσκυνηταριού. Ο προφήτης είχε ανακατεμένα μαλλιά. Πρώτη φορά έβλεπα έναν τέτοιον Άγιο. Η μορφή του ήρεμη, αποφασιστική. Τα ρούχα του θύμιζαν ενδυμασία άγριου ανθρώπου… και αυτά τα μαλλιά που θαρρείς χόρευαν στους ρυθμούς κάποιου δυνατού αγέρα που συχνάζει σε κορυφές βουνών ή πέρα από τα σύννεφα δέσποζαν στα παιδικά μου μάτια.

Το μικρό της διαμερισματάκι λοιπόν ξύπνησε μέσα μου εκείνη την ανάμνηση που μόνο την ημέρα της μνήμης του προφήτη ίσως θυμόμουν.
Ήταν χρόνια μόνη της. Ο άνδρας της είχε πεθάνει ενώ αυτή ήταν λεχώνα στο δεύτερό τους παιδί. Με τον χαμό του άνδρα της άρχισε ένας αγώνας επιβίωσης. Όλοι της ξέχασαν. Τελικά κατάφερε και σπούδασε τον γιο της, τον μεγάλο. Πήγε το φανταρικό του κι έφυγε στο εξωτερικό για ένα καλύτερο μέλλον. Κάπου βολεύτηκε, παντρεύτηκε. Είχε χρόνια να τον δει, να ακούσει νέα του. Η μικρή της κόρη στην εφηβεία της είχε ένα ατύχημα και έφυγε από τούτο τον κόσμο πρόωρα.

Η συνάντησή μου μαζί της την έβρισκε πάντα ειρηνική. Είχε αποδεχθεί την ζωή της.
Κάποιες φορές έκλαιγε καθώς προσευχόταν για τον γιο της που ξενιτεύτηκε, μα που κυρίως δεν την ήθελε στην ζωή του, έτσι καταλάβαινα. Είχε προσπαθήσει να κρατούν τουλάχιστον μια επικοινωνία με το τηλέφωνο όμως δεν απαντούσε κι όταν το έκανε μιλούσε βιαστικά, απότομα σαν να μιλούσε σε εχθρό του.

Κοντινούς συγγενείς δεν είχε. Κάτι ξαδέλφια μακρινά που ούτε ήξερε εάν ζούνε ή εάν πεθάνανε. Ήταν αυτή και το μικρό της διαμέρισμα. Είχε ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα. Το πρωί ξυπνούσε, έκανε την προσευχή της, ντυνόταν και πήγαινε στο ναό της ενορίας της. Καθόταν μέσα στο ναό περίπου για μία ώρα, εκτός κι αν είχε Θεία Λειτουργία που καθόταν μέχρι να τελειώσει. Έφευγε και πήγαινε στα κοιμητήρια. Άναβε το καντηλάκι στο σύζυγό της και στην κόρη της. Καθάριζε λίγο τα αγριόχορτα που γλύφανε τα μάρμαρα. Γυρνούσε στο σπιτικό της. Ίσως μαγείρευε κάτι απλό εάν δεν ήταν νηστεία, αλλιώς δεν μαγείρευε καθόλου, έτρωγε κάποιο φρούτο με λίγο ψωμάκι. Το μεσημέρι το περνούσε στο δωμάτιό της. Διάβαζε τόσα πολλά ψυχωφελή βιβλία που ίσως και κάποιοι μοναχοί δεν θα κατορθώσουν να διαβάσουν ποτέ. Το απόγευμα, την ώρα του εσπερινού ετοιμαζόταν και πήγαινε και πάλι στην ενορία της. Οι ιερείς την γνώριζαν και αναπαυόντουσαν στην παρουσία της. Μεγάλη υπόθεση οι ιερείς να σε βλέπουνε ως έναν άνθρωπο δικό τους, ως έναν άνθρωπο που δεν θα τους πλησιάσει για να ζητήσει λεφτά ή να τους κάνει παράπονα ή για να πει κάποια εξυπνάδα αλλά ως έναν άνθρωπο που έχει μέσα του φόβο Θεού, ταπείνωση, ασκητική διάθεση, Μυστηριακή ζωή, σιωπή, προσευχή. Όλα αυτά τα μαρτυρούσε το χαμόγελό της που δεν τσιγκουνευόταν να μοιράσει, τα μαρτυρούσε το φίλημά της στο χέρι του ιερέα, τα μαρτυρούσε το ντύσιμό της, η απλότητα των κινήσεών της, αυτό το ανόθευτο βλέμμα της.
Ξαναγυρνούσε στο διαμερισματάκι της. Ίσως έτρωγε κάτι ακόμη. Έκανε το απόδειπνο και μερικά κομποσχοίνια και ξάπλωνε.

Οι ημέρες της περνούσαν έτσι. Έτσι περνούσαν οι χειμώνες και τα καλοκαίρια, οι νηστείες και οι εορτές. Το κορμί της είχε δουλέψει πολύ στην ζωή του. Δεν ήτανε πολύ μεγάλη όμως είχε γεράσει εδώ και χρόνια. Η δουλειά της νιότης της, η ασκητική της τώρα, την έκαναν να κινείται αργά, να μην έχει πολλές δυνάμεις. Είχε γεράσει χρόνια τώρα και για έναν ακόμη λόγο· κουβαλούσε χρόνια τον σταυρό της που η ψυχή της δεν μπορούσε πλέον να βαστάξει. Κουβαλούσε την μοναξιά της που την μαστίγωνε αλείπητα μέρα και νύχτα. Κι όσο είχε αντέξει το ώφειλε στην ελπίδα της στον Χριστό. Αυτός ήταν η μόνη της παρηγοριά. Αυτός κι η Μάνα Του.
—————————

Ο πνευματικός της πήγε στο ναό για ένα ραντεβού που είχε για εξομολόγηση. Πριν μπει μέσα στο ναό είπε να δει στον πίνακα ανακοινώσεων για κάποιο μνημόσυνο που ίσως είχανε το Σαββατοκύριακο που ερχόταν. Ο πίνακας είχε μόνο ένα χαρτί κολλημένο. Ήταν για μια κηδεία -την ίδια εκείνη ημέρα- στο ναό του. Κάποια Πελαγία, ετών 71. Το επίθετο δεν του έλεγε κάτι. Φωτογραφία δεν υπήρχε. Συνεννοήθηκε με τον άλλο εφημέριο του ναού να μείνει μέχρι την κηδεία μιας και ήταν σε κανα δυο ώρες. Δεν είχε έρθει κανείς στο ναό. Η ώρα έφτανε για την κηδεία. Ήρθανε από το γραφείο τελετών να πάρουνε τον ιερέα και να πάνε στο σπίτι της αποθανούσης. Μπήκε στο αμάξι με το πετραχήλι του και τον σταυρό. Φτάσανε στον δρόμο που ήταν το σπίτι. Ο ιερέας κατέβηκε κάτω. Είδε στην είσοδο της γνώριμης πολυκατοικίας το καπάκι από το φέρετρο να στέκει όρθιο. Κόσμος δεν υπήρχε. Κοίταξε τον υπάλληλο του γραφείου τελετών. «Πάτερ, μόνη της ήταν η καημενούλα, δεν έχει κανέναν». Ο ιερέας άρχισε να πλησιάζει στην είσοδο της πολυκατοικίας. Διάβασε πάλι το κηδειόχαρτο «Πελαγία…ετών 71» από κάτω τίποτα, ούτε σύζυγος, ούτε παιδιά, ούτε συγγενείς…κανείς.

Ανέβαινε ένα ένα τα σκαλοπάτια γεμάτος λογισμούς. Έφτασε στο διαμέρισμα. Η πόρτα ανοιχτή. Απ΄έξω ένα μικρό μανουάλι με πέντε κεράκια. Αυτό το διαμέρισμα το ήξερε. Είχε έρθει τρεις τέσσερις φορές να κάνει ευχέλαιο. Τρεις καλές ενορίτισσες τον υποδέχθηκαν. «Ήρθες πάτερ μου…» του είπανε και του φίλησαν το χέρι. Η μία δεν άντεξε, η φωνή της λύγισε. Ένας λυγμός δραπέτευσε από τα χείλη της. Ο ιερέας στεκόταν ως άγαλμα, ακίνητος, βουβός, πάνω από το φέρετρο που ίσα ίσα χωρούσε στο σαλονάκι αυτού του μικρού διαμερίσματος. Έτσι βουβός όπως ήταν έβγαλε το καλυμαύχι του και φόρεσε το πετραχήλι του.

Έσκυψε αργά αργά και ασπάσθηκε την Πελαγία στο μέτωπο. Την ήξερε την Πελαγία. Ασπάσθηκε την πνευματική του κόρη. Ασπάσθηκε την σύζυγο που χήρεψε τόσο νωρίς. Ασπάσθηκε την μάνα που το ένα της παιδί πέθανε και το άλλο ήταν τόσο ξένο που ούτε οι πιο κοντινοί της ήξεραν ότι είχε. Μόνο ο πνευματικός της γνώριζε. Έκανε ένα τρισάγιο. Κοίταξε τους πέντε ανθρώπους που μαζεύτηκαν στο σπίτι και τους ρώτησε «Μόνο αυτοί είμαστε; Περιμένουμε κάποιον άλλον»;

Μια κυρία έσπασε την σιωπηλή απορία όλων «..δεν νομίζω η Πελαγία να έχει άλλους συγγενείς ή κάποιον άλλον που να νοιαζόταν γι’αυτήν». Ο ιερέας έκανε νόημα στους υπαλλήλους από το γραφείο κηδειών. Πήγανε στο ναό και μετά στα μνήματα. Την βάλανε δίπλα στον άνδρα της και την κόρη της.

Ο πνευματικός της, ο οποίος ήξερε καλά την ζωή της, τα λάθη της, την πάλη της, την αρετή της πήγαινε σε κάθε ευκαιρία και διάβαζε τρισάγιο πάνω από το μνήμα της. Μετά από μερικούς μήνες ήταν και πάλι στα μνήματα. Ήταν Σάββατο μεσημέρι. Καθώς διάβαζε ένα τρισάγιο λίγο πιο κάτω από το μνήμα της Πελαγίας είδε έναν κύριο να στέκει πάνω στο μνήμα της πνευματικής του κόρης. Τελείωσε το τρισάγιο και κατευθύνθηκε με γοργό βήμα προς τα εκεί.
«Θέλετε να διαβάσουμε ένα τρισάγιο; Είναι συγγενής σας»; Ρώτησε ο ιερέας τον καλοντυμένο κύριο. «Δεν χρειάζεtαι παπά, δεν βαριέσαι…» είπε με μια ξενική προφορά και έκανε να φύγει.

Ο ιέρας με το πετραχήλι στο λαιμό του -καθώς του γύρισε την πλάτη και έκανε να απομακρυνθεί- φώναξε «Σταμάτα Φώτη!!! Σταμάτα παιδί μου…που πάς»; Του είχε μιλήσει τόσο πολύ για τον γιό της, τον Φώτη. Εκείνος κοντοστάθηκε. Γύρισε και είδε τον ιερέα στα μάτια ψάχνοντας απαντήσεις. «Γνωριζόμαστε»; είπε σχεδόν τρομαγμένος.
Ο ιερέας τον πλησίασε. «Ναι, εγώ σε γνωρίζω, εσύ όχι» του είπε και του έπιασε το χέρι. Εκείνος έκανε να τραβηχτεί όμως ο ιερέας έσφιξε πιο δυνατά το χέρι του. «Την μάνα σου την ήξερα καλά. Ήμουν ο πνευματικός της. Σε ξέρω παιδί μου από την μάνα σου. Σε ξέρω γιατί η μητέρα σου πάντα για σένα μιλούσε, για σένα προσευχόταν».
«Η μάνα μου… γι’αυτήν με ειδοποίησαν και ήρθα. Για το διαμέρισμα. Εδώ όμως… στα κοιμητήρια δεν ήρθα γι’αυτήν…» είπε καθώς το χέρι του άρχισε να σπαρταρά μέσα στο χέρι του ιερέως.
«Το ξέρω παιδί μου γιατί ήρθες. Για την αδελφή σου ήλθες». Ο ένας κοιτούσε στα μάτια τον άλλο σαν να ήτανε οι μοναδικοί άνθρωποι στον κόσμο, σαν να ήταν επιστήθιοι φίλοι, σαν να ήτανε μισητοί εχθροί. «Πέρασαν χρόνια παιδί μου. Ήταν ατύχημα..». Με ετούτα τα λόγια τα χέρια τους χωρίστηκαν. «Δεν φταις εσύ παιδί μου για την αδελφή σου. Η μάνα σου έχει κλάψει πικρά για τα λόγια που σου είχε πει τότε μετά το τροχαίο».

Η ανάσα του άρχισε να βαραίνει. Τα χείλη του τρέμανε προσπαθόντας να αρθρώσουν λέξεις, τα μάτια του βούρκωσαν.
Ο ιερέας του έπιασε το χέρι. «Έλα…» του είπε. Στάθηκαν μπροστά στους τρεις τάφους. Διάβασε ο ιερέας το τρισάγιο. Ο γιος της Πελαγίας είχε γονατίσει μπροστά στον τάφο της αδελφής του, είχε αγκαλιάσει το παλιό μάρμαρο. Δυό μαυροφόρες γύρισαν κατα το μέρος τους. Άφησαν αυτά που λέγανε και κάνανε και πήγανε κατά; το μέρος τους. Στάθηκαν δίπλα τους. Οι τάφοι των συζύγων τους ήταν πέντε βήματα παραπέρα. Όταν τελείωσε το τρισάγιο, όταν σηκώθηκε από χάμο ο Φώτης πήγανε και τον αγκάλιασαν, του χάιδεψαν το πρόσωπο, του τίναξαν τα ρούχα του. «Κάθε ημέρα ερχόταν εδώ η μητέρα σου παιδί μου… κάθε ημέρα έκλαιγε για την κόρη της, αλλά πιο πολύ έκλαιγε για τον Φώτη της! Εσύ δεν είσαι παιδί μου… εσύ δεν είσαι ο Φώτης…»;
«Ναι, εγώ είμαι» είπε και έσιαξε το σακάκι του. Σκούπισε τα δάκρυά του. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Έσφιξε τα χέρια των δύο μαυροφόρων γυναικών που θαρρείς ήταν σαν τις μυροφόρες που του μετέφεραν κάποιο χαρούμενο άγγελμα. Έπιασε το χέρι του ιερέως· του το έσφιξε σχηματίζοντας στο πρόσωπό του ένα μικρό χαμόγελο. «Να’σαι καλά πάτερ, μου» είπε και έφυγε.
Έφυγε να προλάβει το αεροπλάνο. Έφυγε με στομάχι ανακατεμένο, αλλά εσωτερικά λίγο πιο τακτοποιημένα.
Ο ιερέας γύρισε προς τον τάφο της Πελαγίας «Ήρθε… σου το είχα πει ότι θα έρθει… και θα δεις, θα ξανάρθει… και την επόμενη φορά και για σένα.».
—————————
Έβγαλε το πετραχήλι του. Έκανε τον σταυρό του και ξεκίνησε να βγει από τα κοιμητήρια. Ήταν τότε που είδε στην άκρη, σε κάτι ξεχασμένους τάφους μια μορφή με ανακατεμένα άσπρα μαλλιά και γένια να στέκει κοιτώντας τον επίμονα. Σαν εκείνη την μορφή του προφήτη. Και στα ρουθούνια του, αυτό το αγέρι ανακατεμένο μ᾽ ένα εθιστικό άγγιγμα του ουρανού. Σαν να βρισκόταν μέσα στο διαμέρισμα της Πελαγίας, σα να βρισκόταν μέσα στο εξωκκλήσι του Αι-Λια μαζί μου -μικρά παιδάκια- ν᾽ανασαίνουμε σαν την στερνή μας φορά αποσβολομένοι από την βιβλική μορφή του ανθρώπου που δεν γεύτηκε θάνατο. Σα να έβλεπε τον αθάνατο Προφήτη σε ετούτη την απεριποίητη, χορταριασμένη γωνιά των ξεχασμένων να ψυθιρίζει στους νεκρούς το μήνυμα της Ανάστασης…

Τον έβλεπε και δεν ήθελε να ξεκολλήσει. Έκανε να πάει προς το μέρος του μα ένα μικρό παιδάκι πέρασε τρέχοντας από μπροστά του. Έκανε πίσω μην πάρει παραμάζωμα το μικρό ορφανό. Η χήρα μάνα του φώναζε το όνομά του, ξανά και ξανά. Αυτό έτρεχε μέχρι που έφτασε στο μνήμα του πατέρα του.

Όταν έκανε να ξανακοιτάξει προς την γωνιά του κοιμητηρίου ο ασπρογέννης δεν ήταν πλέον εκεί. Άρχισε να κοιτά τριγύρω μήπως και τον δει. Ρώτησε καθώς έβγαινε από το κοιμητήριο μερικούς, μήπως και τον είδανε. Κανείς δεν είχε δει κάποιον τέτοιον άνθρωπο μ’αυτή την περιγραφή εκείνο το απομεσήμερο.
Λησμόνησε και τον εσπερινό… Κάθισε μέσα στο αμάξι του αντίκρυ από την πύλη του κοιμητηρίου περιμένοντας κάποιος ασπρομάλλης να εμφανιστεί. Περίμενε. Και περίμενε. Μα κανείς δεν βγήκε…