Η δυσκολία μιας καλημέρας
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Η απόσταση ανάμεσα στους ανθρώπους φαίνεται από την δυσκολία μιας καλημέρας. Αν διανοηθεί κάποιος να καλημερίσει το πρωί στο δρόμο ή στην αγορά κάποιον που δεν γνωρίζει, δεν είναι βέβαιο ότι θα λάβει απάντηση. Κάποιοι θα προσπεράσουν αδιάφορα, έχοντας τα ακουστικά του κινητού στ’ αυτιά τους. Άλλοι θα ξεστομίσουν με το ζόρι την δική τους «καλημέρα» από τυπική ευγένεια και ίσως απορήσουν. Πολλοί θα αναρωτηθούν για το ποιος είναι αυτός και γιατί χαιρετά. Αρκετοί θα προχωρήσουν με παγερότητα, δείχνοντας ότι δεν θέλουν καμία επαφή με αγνώστους. Λίγοι θα είναι αυτοί που θα ανταποδώσουν με εγκαρδιότητα και χαρά για την έκπληξη.
Το ίδιο συμβαίνει και στον κόσμο των παιδιών. Ακόμη και στο σχολείο, τα παιδιά δεν χαιρετούν τους συμμαθητές τους, αλλά μόνο τους φίλους τους και αν. Έχουν χάσει την τυπικότητα της ευγένειας έναντι των δασκάλων και των καθηγητών τους, σα να φοβούνται την ανοιχτή ψυχή και το χαμόγελο και σαν να είναι σε έναν εντελώς δικό τους κόσμο. Απορροφημένα από τις σκέψεις τους, από την νύστα, από την βαρεμάρα του επερχόμενου μαθήματος. Κόσμος χωρίς το αίσθημα της γειτονίας, του πλησιάσματος, της συνύπαρξης από χαρά και όχι από υποχρέωση.
Και στους ναούς μας συμβαίνει το ίδιο. Ένα αίσθημα εξωτερικής σοβαρότητας και σεβασμού στην ιερότητα του χώρου κάνει τις καρδιές κλειστές προς τον πλησίον. Πάμε στον ναό για να συναντήσουμε τον Θεό και να προσευχηθούμε. Λησμονούμε όμως ότι κληθήκαμε να συναντούμε και την εικόνα του Θεού που είναι ο άλλος άνθρωπος. Και αν κατά την διάρκεια της ακολουθίας έχουμε μία δικαιολογία, ότι στην εκκλησία χρειάζεται ησυχία, στο τέλος της, όταν σπεύδουμε να πάρουμε το αντίδωρο χωρίς να χαιρετούμε τους διπλανούς μας εφόσον δεν τους γνωρίζουμε, ποια δικαιολογία άραγε υπάρχει;