Κόλλυβα το Ψυχοσάββατο

Η μητέρα είχε ξυπνήσει, όπως πάντα πρώτη, και τοποθέτησε τα υλικά πάνω στο τραπέζι. Βρασμένο σιτάρι, σπόρους από ρόδι, φουντούκια, αμύγδαλο, κανέλα, σταφίδα και σουσάμι. Η κουζίνα γρήγορα γέμισε ευωδιές. Αυτές οι ευωδιές γέμιζαν το σπίτι δυο φορές το χρόνο. Μια φορά το Φλεβάρη, όπως τώρα, λίγο πριν αρχίσει η νηστεία της Τεσσαρακοστής, το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Αποκριάς και μια το Σάββατο πριν από τη μεγάλη γιορτή της Πεντηκοστής. Αυτά είναι τα Ψυχοσάββατα, όπως τα αποκαλεί η Εκκλησία, αν και κάθε Σάββατο είναι η μέρα που είναι αφιερωμένη στους χριστιανούς που έχουν φύγει από τη ζωή αυτή και έχουν περάσει στη θριαμβεύουσα εκκλησία.

Στην κουζίνα, μπήκε κεφάτη η Μαρία.

– Τι φτιάχνεις, μαμά; ρώτησε η μικρή με ενδιαφέρον.

– Κόλλυβα φτιάχνω, Μαρία μου, και σε λίγο θα τα πάω και στην εκκλησία, στον παπα-Γιώργη. Θες να έρθεις μαζί μου, τώρα σε λίγο που θα τελειώσω και θα πάω;

Η Μαρία απάντησε καταφατικά χαρούμενη και πήγε στο δωμάτιο της να ντυθεί. Η μαμά κοίταξε τα κόλλυβα και σκέφτηκε αν χρειάζονταν τίποτα ακόμη. Μετά από λίγο δισταγμό, πρόσθεσε άχνη ζάχαρη πάνω τους. Η μητέρα της, η γιαγιά της Μαρίας, ποτέ δεν πρόσθετε ζάχαρη. Το έφτιαχνε πιο παραδοσιακά. Αλλά της μητέρας της φαίνονταν πιο όμορφα τα κόλλυβα έτσι.

– Πάμε, είμαι έτοιμη! φώναξε η Μαρία από τον διάδρομο, βάζοντας τα παπούτσια της.

– Έτοιμη είμαι κι εγώ! Πάμε, απάντησε η μαμά.

Στον δρόμο, μητέρα και κόρη, περπατούσαν σιωπηλά, πιασμένες από το χέρι. Η Μαρία ένιωθε ότι θα κάνουν κάτι πολύ όμορφο, κάτι πολύ σημαντικό.

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ