Ψυχοσάββατο με έναν «άθεο» συγγραφέα
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Συνήθως οι χριστιανοί μπροστά στον θάνατο αισθανόμαστε την παρηγοριά του Προσώπου του Χριστού, αλλά και της πίστης στην Ανάσταση, η οποία απαλύνει λίγο την πόνο για την απώλεια των δικών μας ανθρώπων, ακόμη κι αν δεν την εξαλείφει, καθότι έχουμε συναισθήματα. Δεν ξέρουμε όμως κατά πόσον φιλοσοφούμε αυθεντικά τον θάνατο.
Διαβάσαμε αυτό το διάστημα ένα πολύ δυνατό μυθιστόρημα του Ζοζέ Σαραμάγκου, Νομπελίστα Πορτογάλου συγγραφέα, ο οποίος μέχρι το τέλος της ζωής του παρέμεινε άθεος, όπως τουλάχιστον θεωρήθηκε. Χωρίς μεταφυσικές αναφορές, το «Όλα τα Ονόματα» του Σαραμάγκου μας δίνει αφορμές να φιλοσοφήσουμε τον θάνατο. Καταγράφουμε μερικές:
«Ο θάνατος προκαλεί τρόμο, γι’ αυτό και προσπαθούμε να τον εξιδανικεύσουμε διανοητικά».
«Είναι υπερβολικό να ισχυριστούμε ότι ο χώρος των νεκρών ξεκινά αναγκαστικά εκεί που τελειώνει ο χώρος των ζωντανών και τανάπαλιν».
«Στο βάθος του Γενικού Ληξιαρχικού Μητρώου του Κράτους οι νεκροί είναι πάντα καθαροί».
«Η ευτυχία και η δυστυχία είναι σαν τους διάσημους ανθρώπους, έρχονται και πάνε, το κακό με το Ληξιαρχείο είναι ότι δεν θέλει να μάθει ποιοι είμαστε, γι’ αυτό δεν είμαστε παρά ένα χαρτί με μερικά ονόματα και ημερομηνίες».
«Όπως ο οριστικός θάνατος είναι ο τελευταίος καρπός της επιθυμίας για λήθη, έτσι και η επιθυμία για θύμηση θα μπορέσει να παρατείνει την ζωή μας».
«Το άγραφο έμβλημα του Γενικού Νεκροταφείου είναι ΟΛΑ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ, αν και θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι στην πραγματικότητα αυτές οι τρεις λέξεις πηγαίνουν γάντι στο Ληξιαρχείο, γιατί σ’ αυτό απαντώνται όλα τα ονόματα όντως, αυτά των νεκρών και αυτά των ζωντανών, σε σύγκριση με το Νεκροταφείο που, από την ίδια του ην φύση ως τελευταίου προορισμού και τελευταίας εναπόθεσης, θα πρέπει να αρκείται στα ονόματα των θανόντων».
«Ένα Νεκροταφείο είναι σαν μια βιβλιοθήκη, μόνο που στην θέση των βιβλίων καταλαμβάνουν άνθρωποι θαμμένοι».
«Οι αυτόχειρες αυτοκτονούν γιατί δεν θέλουν να τους βρουν οι άλλοι. Στον τάφο τους δεν πρέπει να γράφεται το όνομά τους, για να μην βεβηλώνεται η επιθυμία τους».
«Ο θάνατος είναι αργό δηλητήριο».
«Τι είναι μετά τον θάνατο ποτέ κανείς δεν είδε, τόσοι πέρασαν προς τα εκεί, πίσω κανείς δεν ήρθε».
«Τα πράγματα του προσώπου που έφυγε, όπως και ο χώρος του αφήνουν την μυρωδιά της απουσίας».
Ο ήρωας του μυθιστορήματος, ο κ. Ζοζέ (προσωπείο του συγγραφέα;) ερευνά την ιστορία μιας νεαρής γυναίκας που υπάρχει ως όνομα στο ληξιαρχείο. Ανασυνθέτει τις καρτέλες της ζωής της, από το σχολείο που ήταν μαθήτρια, από το πιστοποιητικό γάμου και διαζυγίου, από το μητρώο των εκπαιδευτικών στο σχολείο που δίδαξε ως μαθηματικός, την ληξιαρχική πράξη θανάτου, βρίσκει το μνήμα της ή αυτό που φαίνεται ότι ήταν το μνήμα της και συνειδητοποιεί ότι ο άνθρωπος είναι ένα όνομα για την νοοτροπία του κόσμου. Υπάρχει ως γέννηση, ως γάμος, ως θάνατος, αλλά κανείς δεν αναρωτιέται αν υπήρξε ευτυχής ή δυστυχής. Και ο θάνατος δείχνει ότι τελειώνει την ύπαρξη. Όμως ο κάθε άνθρωπος έχει την μοναδικότητά του, την ιστορία του, την ανάγκη για αγάπη, κοινωνικότητα, ευτυχία, την ανάγκη κάποιος να ασχοληθεί μαζί του, αλλά και να αφήσει μνήμη η οποία θα παρατείνει τη ζωή του.
Τα λόγια αυτά του «άθεου» συγγραφέα συναντούν την ανάγκη που και η πίστη εκφράζει, να έχει η ζωή μας νόημα. Μόνο που η παράδοσή μας το δίνει στον άνθρωπο που αγωνίζεται για την ευτυχία των Μακαρισμών στην ζωή του: να είναι ταπεινός, να μοιράζεται χαρές και λύπες, να έχει ειρήνη και να γίνεται ειρηνοποιός, να είναι πράος και συγχωρητικός, να αγωνίζεται να έχει φως στην καρδιά του για να δει τον Θεό στο πρόσωπο του πλησίον του, να έχει χαρά, ακόμη κι αν οι άλλοι τον απορρίπτουν, γνωρίζοντας ότι αν παλεύει για την δικαιοσύνη, δηλαδή για την αγάπη, η ζωή του έχει νόημα και σ’ αυτήν την ζωή και μετά τον θάνατο.
Έχει ενδιαφέρον η φιλοσοφία ως μελέτη θανάτου. Και ο «άθεος» συγγραφέας μας έδωσε την ευκαιρία, στην μνήμη και των δικών μας νεκρών μαζί με όλους τους κεκοιμημένους του κόσμου, να θυμηθούμε την μοναδική αλήθεια της πίστης: «η αγάπη ουδέποτε νεκρούται»!
Στον αφιλοσόφητο κόσμο φωνές όπως αυτή του «άθεου» συγγραφέα μας υπενθυμίζουν ότι τα ονόματα τα φέρουν πρόσωπα, με σάρκα, οστά, χαρές, λύπες, νίκες, ήττες, ελπίδες και απογοητεύσεις. Ο Σαραμάγκου δεν δίνει όνομα στην γυναίκα, αφήνοντάς μας την απουσία του προσώπου της ως σημάδι αυτού του πολιτισμού που αγαπά την περιέργεια, αλλά δεν αγαπά τελικά την μοναδικότητα του ανθρώπου.
Πάντα ένα Πρόσωπο θα μείνει η ελπίδα μας στην οδό προς τον θάνατο: Αυτός που είναι «η Ανάστασις και η Ζωή»!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός