Ποια από τις δύο Παναγίες;

π. Διονύσιος Ταμπάκης

ΤΩΡΑ το χειμώνα με το κρύο παγώνει το αγνοκέρι και έτσι γίνεται δύσκολο να το πλάσσεις, να το κάμεις σαν την πλαστελίνη εύκαμπτο για  να πάρει την μορφή που ‘σύ επιθυμείς.

Αυτήν την εργασία έκανα σήμερα θέλοντας να κολλήσω ένα πολύχρωμο ξυλοκέρι πάνω στο μπρούτζινο μανουαλάκι που στέκεται εμπρός απ’την Ωραία πύλη του κατανυκτικού Ναού.

Τέτοια όμως ώρα έρχεται τακτικά και καθημερινά ο κυρ-Αντώνης, άνθρωπος αγαθός, υπερεβδομηντακοντούτης απλός, απονήρευτος και αστεναχώρητος, που έχοντας μία ψυχή σαν του κεριού μαλακή και ευκίνητη, με ζήλο περίσσιο διαβάζει μονάχος τους Χαιρετισμούς εμπρός απ’την  Πανακήρατη μορφή της Θεοτόκου στο χρυσότεμπλο, καθαρόφωνα και αργόφωνα ωσάν τους παλιούς καθηγητάδες που απαγγέλανε από την σαρακοφαγωμένη έδρα τον  Όμηρο, και να κουνά μαζί και με δέος τα χέρια του σαν του μαέστρου ή ως του μικρού παιδιού που με ειρεσίες αναζητά την γλυκιά Μαμά του.

Είναι τόσο χάρμα να τόνε βλέπεις, αν και σε κάποιους ίσως αμύητους  περί την πίστη θα εφαίνετο αστείο,όπου όποτε τον συναντώ μέσα στο Ιερό σκήνωμα τον συγχαίρω:

-Μπράβο κυρ-Αντώνη μακάριε,μπράβο σου… άφεριμ, έτσι συνέχισε… να χαίρεται  ο Παράδεισος και να λυπάται ο διάβολος!

Και ‘κείνος τότε όλο να καμαρώνει σαν το μαθητάριο που ‘πε καλά το μάθημά του και να συνεχίζει με περίσσιο ακόμη ζήλο την ανάγνωση και  τα παθητικά του Χαιρανύμφια και Αλληλουάρια, σαν τους κανταδόρους της Ζάκυθος.

Σήμερον το λοιπόν και μόλις τελείωσε τους τερπνούς Χαιρετισμούς, με  τα παιδικά  μορμιρίσματά του, έρχεται και με ρωτά όλος απορία:

-Πάτερ ,συγνώμη, να σε ρωτήσω κάτι που το’χω απορία τόσο καιρό;

-Βεβαίως.

-Να, εμένα  μ’αρέσει να χαιρετώ κάθε ημέρα την Παναγία μας και να την λατρεύω. Το έκαμα τόσο καιρό στο σπίτι μου, μα τώρα μου’ρθε ο λογισμός να έρχομαι  εδώ στην Εκκλησιά Της που από μικρό παιδί διακονώ   παπαδάκι στο Ιερό, μα μ’έπιασε χθές η Καντηλανάφτισσα και μού λέει…

-Και τι σου’πε κυρ-Αντώνη;

-Με παρακάλεσε όταν μέλπω τους Χαιρετισμούς να προσεύχομαι και  να κάμω τρισάγιο για εκείνην. Μα ποίος  είμαι εγώ για να κάμω δέηση για τους άλλους; Παπάς  είμαι; Όχι, Δεν είμαι άξιος!

Μα και κάτι άλλο Παπούλη μου.

Αγαπώ πολύ και τούτην εδώ την Εικόνα της Γερόντισσας αλλά γιατί την ε’λένε έτσι, αφού είναι νέα στο εικόνισμα;

-Την αποκαλούμε Γερόντισσα διότι έκαμε κάποτε θαύμα σε ένα Γέροντα  Ηγούμενο στ’Άγιονόρος.

-Αααα, ψέλισε με θαυμασμό… και δεν το ξερα. Μα να σε ρωτήσω και κάτι άλλο:

Εγώ λέγω τους Χαιρετισμούς στην Παναγιά  του Τέμπλου. Στην Παναγία όμως  την Γερόντισσα εδώ, δεν διαβάζω, πειράζει;

-Μα ευλογημένε η ίδια Παναγία είναι και εδώ και εκεί!

Και τότε εκείνος  θαμπασμένος ανεφώνησε  και πάλιν συνάπτωντας  κατάπληκτος τας χείρας του:

-Αααα και ‘γω νόμιζα πως είναι διαφορετικές Παναγίες αυτές οι δύο! Να ‘σαι καλά Παπούλη μου, τώρα  μου έδωκες μεγάλη χαρά!

Και συνέχιζα να πλάθω τ’αγνοκέρι νοιώθοντας τόσο μικρός εμπρός στην δική του απλή, αμάθητη και ακατήχητη απ’τα πονηρά, μα εύπλαστη, σαν τ’αγνοκέρι στης Παναγιάς τα χέρια, ψυχή του.

«ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν».