Η εκκλησία μας τιμά την μνήμη του Οσίου Νικηφόρου του λεπρού
π. Γεωργίου Δορμπαράκη
«Αὐτός ὁ πασίγνωστος καί καρτερόψυχος ὅσιος εἶχε ἐπίγεια πατρίδα τή μεγαλόνησο Κρήτη, καί μάλιστα τήν ἁγιοτόκο Κίσαμο. Γεννήθηκε κατά τό σωτήριο ἔτος 1890 στό Σηρικάριο τῆς ἐπαρχίας Κισάμου, ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς, τόν Ἰωάννη καί τή Γλυκερία Τζανακάκη, παίρνοντας κατά τό θεῖο βάπτισμα τό ὄνομα Νικόλαος. Παιδί ἀκόμα, δυστυχῶς, ἔμεινε ὀρφανός καί διαπαιδαγωγήθηκε ἀπό τόν ἐκ πατρός παπποῦ του Ἰωάννη. Σέ νεαρή ἡλικία πορεύτηκε στήν πόλη τῶν Χανίων γιά νά ἐργαστεῖ καί νά ἔχει τά ἀναγκαῖα νά ζήσει, μαθητεύοντας στήν κομμωτική τέχνη. Γιά πρώτη φορά ὅταν ἦταν δεκαέξι ἐτῶν ἐμφανίστηκε στό σῶμα του στίγμα πού δήλωνε τή βδελυκτή νόσο τῆς λέπρας. Γι’ αὐτόν τόν λόγο, προκειμένου νά ἀποφύγει τόν ἐγκλεισμό του στό νησί τῆς Σπιναλόγκας, ἔφυγε κρυφά καί πῆγε στήν περίλαμπρη πόλη τῆς Ἀλεξάνδρειας στήν Αἴγυπτο. Ἡ νόσος ὅμως προχωροῦσε, καί ἔτσι, μέ τήν προτροπή κάποιου Ἱεράρχη τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας πού καταγόταν ἀπό τή Χίο, προσῆλθε στό λωβοκομεῖο τῆς Χίου, κοντά στόν ἅγιο Ἄνθιμο (Βαγιάνο) τῆς Χίου, ὁ ὁποῖος καί φρόντισε γιά τήν εἰσαγωγή τοῦ νεαροῦ Νικολάου στό συγκεκριμένο ἵδρυμα. Ἐκεῖ ὁ Νικόλαος βρῆκε ἄριστο ὁδηγό τῆς ψυχῆς του καί κάνοντας ἀπόλυτη ὑπακοή στόν ἅγιο ντύθηκε τό ἀγγελικό σχῆμα, παίρνοντας τό ὄνομα Νικηφόρος, προμηνύοντας ἔτσι τίς λαμπρές νίκες τοῦ πνεύματος, τίς ὁποῖες πέτυχε νηστεύοντας, παλεύοντας, ἀγρυπνώντας, κάνοντας ὑπομονή καί γενικά δουλαγωγώντας τό ἀσθενικό του σῶμα. Μετά παρέλευση σαράντα τριῶν ἐτῶν παραμονῆς στή Χίο, ὁδηγήθηκε στόν ἀντιλεπρικό σταθμό τῆς συνοικίας Ἁγίας Βαρβάρας Ἀθηνῶν, ὅπου πέρασε τό ὑπόλοιπο τοῦ βίου του, λάμποντας στούς Ἀθηναίους σάν ἀστέρας ὑπομονῆς, καρτερίας καί προσευχῆς. Τήν προσευχή μάλιστα προέτρεπε νά ἐργάζονται οἱ Ἀθηναῖοι κατά τόν τύπο τῆς νοερᾶς προσευχῆς, (δηλαδή τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»). Κοιμήθηκε στίς 4 Ἰανουρίου τοῦ 1964, ἀφήνοντας σ’ ἐμᾶς παράδειγμα καρτερίας ἀλλά καί τά μυρωμένα λείψανά του ὡς ἀδάπανο ἰατρεῖο γιά κάθε εἴδους ἀρρώστημα».
Ὁ καλός ὑμνογράφος τοῦ ὁσίου Νικηφόρου τοῦ λεπροῦ Ἰωάννης Γ. Παναγόπουλος, (τοῦ ὁποίου τήν ἀκολουθία γιά τόν ὅσιο ὡς ἄριστη καθ’ ὅλα ἀποδέχθηκε εὐχαρίστως ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης), ἀκολουθεῖ ἐν πρώτοις ὅ,τι ἐπισημαίνει κανείς στούς παλαιούς μεγάλους ἁγίους ὑμνογράφους τῆς Ἐκκλησίας μας: Ἰωσήφ, Θεοφάνη, Ἰωάννη, Ἀνδρέα Κρήτης κ.λπ., οἱ ὁποῖοι πολύ συχνά σχολιάζουν μέ πνευματικό τρόπο τό ὄνομα τοῦ ἁγίου γιά τόν ὁποῖο γράφουν. Τό ἴδιο κάνει καί ὁ κ. Ἰ. Παναγόπουλος. Πάρα πολλές φορές παίρνει τήν ἀφορμή ἀπό τό ὄνομα τοῦ ὁσίου: Νικηφόρος, γιά νά πεῖ ὅτι ὅλη ἡ ζωή του ὑπῆρξε νικηφόρα, μέ τήν ἔννοια ὅτι κατήγαγε συνεχεῖς πνευματικές νίκες ἀπέναντι στά πάθη του, ἀπένατι στόν πονηρό διάβολο, ἀπέναντι στόν κατεξοχήν «ἄγγελον σατάν» πού τοῦ δόθηκε, τή «βδελυκτή λέπρα» στό ἴδιο του τό σῶμα. «Φέρεις τῆς νίκης τήν κλῆσιν ἐπαξίως, ὅτι κατετρόπωσας δράκοντος ἔπαρσιν» (φέρεις ἐπάξια τό ὄνομα τῆς νίκης, γιατί κατατρόπωσες τήν ἔπαρση τοῦ δράκοντος διαβόλου) (προσόμοιο ἑσπερινοῦ)· «χαίροις ὁ καρτερός ἀθλητής, ὁ νίκης φέρων ἐπαξίως τό κλήτευμα» (νά χαίρεσαι ὁ δυνατός ἀθλητής, πού φέρει ἐπάξια τό ὄνομα τῆς νίκης) (στιχηρό ἑσπερ.)· «νικήσας πάθη χαλεπά κλῆσιν φέρεις τῆς νίκης, Νικηφόρε» (φέρεις τό ὄνομα τῆς νίκης, Νικηφόρε, γιατί νίκησες τά δύσκολα πάθη) (ὠδή γ΄)· «μηδαμῶς ἡττηθείς ὑπό τῆς ἀρχεκάκου δυνάμεως, κατ’ ὁμωνυμίαν εἰσῆλθες νικηφόρως εἰς τήν Ἐδέμ» (δέν ἡττήθηκες καθόλου ἀπό τήν ἀρχέκακο δύναμη τοῦ πονηροῦ, γι’ αὐτό καί εἰσῆλθες νικηφόρα, ὅπως δηλώνει καί τό ὄνομά σου, στόν Παράδεισο) (δοξαστικό αἴνων) κ.ο.κ.
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΕΔΩ