Δεν προλαβαίνω να προσευχηθώ

π. Θεμιστοκλή Μουρτζανού

Στην καθημερινή ζωή τόσο των νέων όσο και της οικογένειας δεν υπάρχει χρόνος για προσευχή, η οποία δεν θα είναι ένα βιαστικό «Πάτερ ημών»  ή ένα αίτημα ή ένα στιγμιαίο «ευχαριστώ» στον Θεό, αλλά έκφραση καρδιάς που αγαπά και αφοσιώνεται. Οι βιοτικές μέριμνες, το γέμισμα του χρόνου μέσω της εικονικής πραγματικότητας, αλλά και η αίσθηση ότι η προσευχή είναι υπόθεση του ναού, κάνουν τους περισσότερους να μην προλαβαίνουν ή να μη θέλουν.

Οι καιροί μας έχουν εξοβελίσει τη προσευχή από τις κύριες ανάγκες της ύπαρξης. Ταυτίζουν την  ζωή με το τώρα. Προτείνουν εναλλακτικές ευχαρίστησης. Προβάλλουν το «εγώ» ως κέντρο της ενασχόλησης και στην καλύτερη περίπτωση επιτρέπουν την προσευχή για λίγο και όταν μπροστά μας εκτυλίσσεται μια δοκιμασία.  Η ματιά μας δεν στρέφεται προς τον ουρανό και η καρδιά μας δεν έχει χώρο για τον Θεό. Ο νους μας αρπάζεται από την εκκοσμίκευση και ο Θεός μπαίνει στην γωνία.

Η προσευχή όμως δεν έρχεται ως απάντηση σε ένα παράγγελμα. Δεν είναι απλώς ένα χριστιανικό καθήκον ή μία εκζήτηση του Θεού όταν ο δρόμος είναι δύσκολος. Δεν είναι συμφέρον. Είναι αγάπη. Είναι καρπός πίστης, δηλαδή εμπιστοσύνης στον Θεό ως πατέρα. Αυτό μας λείπει. Μικρότεροι και μεγαλύτεροι απευθυνόμαστε στους γονείς μας, μιλάμε μαζί τους, είτε είμαστε κοντά είτε μακριά. Επειδή όμως μάς λείπει η αίσθηση της υιότητας έναντι του Θεού, δεν συνειδητοποιούμε την ανάγκη μας να απευθυνθούμε κυρίως σ’  Αυτόν.

Οι κατά σάρκα γονείς μας δεν μάς κρατούνε κακία, ακόμη κι όταν τους λησμονούμε, παρασυρμένοι από τις υποχρεώσεις μας. Καταλαβαίνουν, διότι κι αυτοί έχουν περάσει αντίστοιχες καταστάσεις όταν ήταν στην δική μας ηλικία. Αλλά και όταν τα παιδιά δεν προλαβαίνουν εξαιτίας των  παιχνιδιών και των υποχρεώσεων να πούνε μια κουβέντα και αρκούνται σε μια αγκαλιά από και προς τους γονείς.

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΕΔΩ