Μιά ἔγνοια μέ πνίγει (διήγημα)
π. Σταύρου Τρικαλιώτη
«Ὁ ἀγέρας φυσάει ξαφνικός ἡ καρδιά μου παγώνει καί ρωτιέμαι μά δέν ξέρω τό γιατί· μιά ἔγνοια μέ πνίγει γιά ὅ,τι συμβαίνει ὅ,τι δέν συμβαίνει γιά ὅ,τι θά συμβεῖ καί ψάχνω μά δέ βρίσκω τό γιατί.»*
Διάβασε αὐτό τό ποίημα καί τοῦ ἄρεσε γιατί ἀντικατόπτριζε ἐκείνη τή στιγμή τίς σκέψεις καί τή τήν ψυχολογική του διάθεση. Ἐδῶ καί μερικές ἡμέρες εἶχαν συμβεῖ πολλά δυσάρεστα στή ζωή του. Αἰφνίδια ἀπώλεια προσφιλοῦς του προσώπου, οἰκονομική δυσπραγία καί ἄλλα ἀπρόσμενα γεγονότα, πού τόν εἶχαν ὁδηγήσει σέ ἀδιέξοδο καί τοῦ εἶχαν δημιουργήσει ἕνα αἴσθημα ἀνικανοποίητου.
Τίποτε πλέον δέν τόν εὐχαριστοῦσε, οὔτε ἡ παρέα τῶν φίλων του, οὔτε τό θέατρο οὔτε ὁ κινηματογράφος, μά οὔτε καί οἱ ἀγαπημένες του ἐκδρομές στά χιονοδρομικά κέντρα, οἱ ὁποῖες παλαιότερα ξετρέλαιναν.
Μαγείρευε πλέον μηχανικά πολύ ἁπλά φαγητά – ἦταν ἐργένης- μόνο ἀπό ἀνάγκη καί γιά νά ἔχει νά βάλει μιά μπουκιά στό στόμα του.
Εἶχε ἀρχίσει νά σκοτεινιάζει γιά τά καλά. Μέσα Δεκεμβρίου καί ἡ Ἀθήνα ντυνόταν τά γιορτινά της. Ὅμως, ὅλα αὐτά τόν Ἀνέστη τόν ἄφηναν ἐντελῶς ἀδιάφορο. Καθόταν μέ τίς ὧρες στόν καναπέ ἤ στό γραφεῖο του καί ἄφηνε σέ ἕνα σωρό «γιατί» νά τορπιλίζουν τό μυαλό του. Τό κρύο τοῦ χειμώνα εἶχε κάνει κατάληψη καί στήν καρδιά του. Ἦταν ἔξυπνος ἄνθρωπος – εἶχε βγάλει τό Φυσικό μέ ἄριστα- ἀλλά αὐτή του ἡ ἐξυπνάδα ἔκανε πιό αἰσθητή τήν τραγωδία του.
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΕΔΩ