Πιστεύετε ότι μπορώ να πράξω αυτό που ζητάτε;
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Η πίστη είναι για τις δύσκολες περιστάσεις της ζωής μας. Οι περισσότεροι ακολουθούμε τον δρόμο της από συνήθεια ή κατά το συμφέρον μας. Όταν έρχονται οι δοκιμασίες, αναπόφευκτα συνδεδεμένες με την ανάγκη για πνευματική πρόοδο, αλλά και ως αποτέλεσμα της φθοράς, του θανάτου, όπως επίσης και των επιλογών μας που έχουν να κάνουν και με τον εαυτό μας, τον χαρακτήρα μας, τον τρόπο μας, και με τους άλλους, η ελευθερία των οποίων είναι αδιαπραγμάτευτη και εξαρτημένη αποκλειστικά από τις επιλογές και τον δικό τους τρόπο σκέψης, τότε διαπιστώνουμε ότι πρωτίστως μας ενδιαφέρει η ανακούφιση του εαυτού μας ή η δικαίωσή μας από τον Θεό. Ο πόνος συνδέεται με την λύπη. Και η λύπη μάς κάνει να μην έχουμε στην καρδιά μας ως κίνητρο την πίστη, το να αφεθούμε δηλαδή στο θέλημα του Θεού, αλλά την απογοήτευση του «γιατί να μου συμβαίνει αυτό;».
Ο Χριστός, εισερχόμενος στην πόλη της Ιεριχούς, συναντά δύο τυφλούς, οι οποίοι ζητούν το έλεός Του. Τότε Εκείνος τους θέτει ένα μεγάλο ερώτημα: « Πιστεύετε ότι δύναμαι ποιήσαι τούτο;» (Ματθ. 9, 28-29). «Πιστεύετε ότι μπορώ να πράξω αυτό που ζητάτε;». Το ερώτημα έχει τρεις διαστάσεις. Η μία έχει να κάνει με την πίστη. Η άλλη έχει να κάνει με τον Ίδιο ως Πρόσωπο. Και η τρίτη με το συγκεκριμένο αίτημα των δύο τυφλών.
«Πιστεύετε;». Ο Χριστός μιλά σε δύο τυφλούς ανθρώπους. Δεν μπορούν να Τον δούνε, επομένως οι αισθήσεις τους δεν μπορούν να τους βεβαιώσουν ούτε Ποιος είναι ούτε τι μπορεί να κάνει. Η πίστη τους δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα τυφλής λογικής, ξερού ορθολογισμού. Συνήθως εμπιστευόμαστε αυτούς που γνωρίζουμε, αυτούς που βλέπουμε, αυτούς που μας έχουν πείσει με τη συμπεριφορά τους, τον χαρακτήρα τους, τον λόγο τους ποιοι είναι και για ποια είναι ικανοί. Σπάνια αποδεχόμαστε κάποιους εξ ακοής. Πώς να εμπιστευθείς κάποιον που δεν γνωρίζεις; Ο Χριστός όμως αυτό ακριβώς ζητά από τους δύο τυφλούς. Να Τον εμπιστευθούν και ας μην Τον γνωρίζουν. Να αφήσουν την καρδιά τους να δει με τα δικά της μάτια και να υπερβούνε την λογική. Να πιστέψουν πέρα από την απογοήτευση της μοναξιάς τους, του φόβου για το πρόβλημά τους, της δυστυχισμένης ζωής τους. Να πιστέψουν και να ελπίσουν στο ανέλπιστο. Τους ζητά να ξεκαθαρίσουν την στιγμή που απαντά σ’ αυτούς με ποιον τρόπο δείχνουν εμπιστοσύνη. Ακολουθώντας λογικές διεργασίες, συλλογισμούς, συμφέροντα, ιδιοτέλειες, αισθήσεις, ή να αφήσουν κατά μέρος κάθε τι που τους οδηγούσε και να αφεθούν στον λόγο και την παρουσία Του.
Οι τυφλοί ζούσαν με τους κανόνες της ζωής εκείνων των χρόνων. Μπορεί να ήταν δυστυχείς. Δεν σκέφτηκαν όμως να θέσουν τέρμα στη ζωή τους, σε ενατίθεση με τους δικούς μας καιρούς, στους οποίους οποιαδήποτε δυσκολία, οποιαδήποτε δοκιμασία, γεννά στον άνθρωπο την απελπισία. Συνέχιζαν να πορεύονται, ακόμη κι αν μέσα τους ήξεραν ότι αυτός θα ήταν ο δρόμος τους. Οδός μοναξιάς. Οδός σκοταδιού εξωτερικού. Οδός εξάρτησης από τους άλλους για τις κύριες ανάγκες τους. Οδός που δεν θα έμοιαζε με αυτή των άλλων. Οδός που τελικά θα θεωρούνταν από τους πολλούς της θρησκείας ως τιμωρία από τον Θεό για τις αμαρτίες τους. Δεν το βάζουν όμως κάτω. Και συνεχίζουν να ζούνε, να παλεύουν και αισθάνονται τελικά έτοιμοι να δώσουν απάντηση με τα μάτια της ψυχής τους.
« Δύναμαι». Ο Χριστός δεν τους μιλά για έναν Θεό από τον ουρανό, ούτε για μία ιδέα πίστης. Τους μιλά για τον εαυτό Του ως Θεάνθρωπο. Σ’ αυτόν καλούνται να πιστέψουν, που Τον ακούνε και αισθάνονται την παρουσία Του. Όχι σε κάποιο είδωλο ή σε κάποια ανάμνηση ή σε κάποια συνήθεια ή σε κάτι του παρελθόντος, άδηλο και κρύφιο. Την στιγμή της συνάντησης η σχέση που πρέπει να αναπτύξουν είναι προσωπική και ανάλογη και η απάντηση. Αυτό το ερώτημα επανέρχεται στον καθέναν μας. Ο Χριστός είναι παρών στη ζωή μας στο μυστήριο της Εκκλησίας, στην Ευχαριστία, ως Σώμα και Αίμα. Είναι παρών στο Ευαγγέλιο και τις εντολές. Είναι παρών στην αγάπη. Είναι παρών στη χαρά και την λύπη μας. Δεν απαντάμε σε ένα είδωλο ή μια συνήθεια ή έναν δάσκαλο σε σχέση με άλλους δασκάλους. Αν πιστεύουμε, καλούμαστε να αφήσουμε την καρδιά μας να πει ότι « δύναται» ο Χριστός να μας στηρίξει, να μας μεταμορφώσει, να μας αγιάσει. Ακόμη κι αν οι εξωτερικές συνθήκες είναι τέτοιες που δεν Τον βλέπουμε, διότι εψύγη η αγάπη. Τα πάθη θριαμβεύουν. Ο κόσμος φαντάζει πανίσχυρος και το κακό τυφλώνει. Η καρδιά βλέπει; Καταλαβαίνει ότι είναι Παρών και μπορεί;
«Ποιήσαι τούτο». Ο Χριστός μας δίνει συγκεκριμένες λύσεις στις δοκιμασίες μας. Πρωτίστως το έλεός Του, που είναι η βεβαιότητα της σωτηρίας. Η χαρά της Βασιλείας Του. Η δύναμη να αντέξουμε. Να μη νικηθούμε από τα «γιατί». Κάποτε μας δίνει και κατά τα αιτήματά μας. Εκείνος ξέρει πότε. Πάντως μπορεί να μας τα δώσει όλα. Αρκεί να πιστεύουμε σ’ Αυτόν. Να Τον εμπιστευτούμε. Να βγούμε από το εγώ μας που θέλει τα πάντα προφανή. Και να γνωρίζουμε ότι αν έχουμε το έλεός Του, που μας καταδιώκει πάσας τας ημέρας της ζωής μας, τότε ακόμη και τα ανθρωπίνως δύσκολα μπορούν να απαντηθούν και να διορθωθούν. Να αντέξουμε ακόμη και τον θάνατο και την φθορά. Διότι Εκείνος είναι παρών.
Στους καιρούς μας ας αναρωτηθούμε ποια είναι η αληθινή τύφλωση: του σώματος ή της ψυχής που τυφλώνει την καρδιά και κάνει τον άνθρωπο άπιστο; Και ας απαντήσουμε μέσα από την συνάντηση της Εκκλησίας, στον Χριστό με το ΝΑΙ των τυφλών, για να γίνει στη ζωή μας κατά την πίστη μας!