Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών (Με αφορμή μια συνέντευξη…)*
Ελένης Σαμπαζιώτου-Καραμπέτσου, Συνταξιούχος Δασκάλα
Νίκος Χατζηνικολάου:
– Κύριε Υπουργέ, γιατί δεν προχωράτε στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, κάτι που συμβαίνει στις χώρες της Ευρώπης;
Κώστας Γαβρόγλου:
– Πρέπει πρώτα να αξιολογήσουμε την πολιτεία, εάν έχει προσφέρει όσα οφείλει στους εκπαιδευτικούς και μετά τα πρόσωπα. Αυτό είναι το σωστό. (Συνέντευξη στον ραδιοφωνικό σταθμό Real FM, Μάιος 2017).
Μας λέτε, δηλαδή. Δάσκαλε και Υπουργέ, πως μόνο όταν η πολιτεία εξασφαλίσει στο δάσκαλο προϋποθέσεις και υποδομές, όπως κτήρια, τεχνολογικό και εκπαιδευτικό εξοπλισμό, καλύτερες αμοιβές, μορφωτικά προγράμματα και άλλα, τότε αυτός υποχρεούται να εργάζεται ευσυνείδητα, δεχόμενος την αξιολόγηση.
Η ουτοπική αυτή θεώρηση, εκτός από ιδεοληψία ή υπεκφυγή από τα κακώς κείμενα, μου ακούγεται και σαν χάϊδεμα στ’ αυτιά των συνδικαλιστών. Με παρόμοια αφηγήματα οι πολιτικοί μας άνδρες, χρόνια τώρα, κατάφεραν να ντύσουν την παιδεία, αφού πρώτα την απογύμνωσαν, με ένδυμα ρουσφετιών, να της κρεμάσουν πανηγυριώτικα στολίδια και να την βάψουν με γύφτικα κοκκινάδια, συνεπικουρούμενοι από μπλε, πράσινους και ροζ συνδικαλιστές. Τον κατάλογο της επιλογής των εκλεκτών ημετέρων που προορίζονται για να στελεχώσουν τις ανώτερες Διοικητικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας (οι πλείστοι των επιτυχόντων τυγχάνουν συμπτωματικά συνδικαλιστές) τον υπογράφει ο εκάστοτε νεοεκλεγείς Υπουργός, αφού έχει φροντίσει πρωτίστως να γκρεμίσει ό,τι είχε χτίσει ο προκάτοχός του. Εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων η πολιτεία μας αλληθώριζε πάντα προς το κομματικό συμφέρον!
Τολμώ να πω με πικρία για το σήμερα, πως η παιδεία μεγαλούργησε σε χαλεπούς καιρούς δουλείας και κατατρεγμών. Ο λόγος του ξενιτεμένου Ρήγα: «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή» ή του κοντούτσικου εκείνου καλόγερου, του πατρο-Κοσμά του Αιτωλού, που κουβαλούσε στις περιοδείες του το σκαμνάκι του να ανεβαίνει επάνω, έτσι για να τον θωρούν καλύτερα οί ψηλόσωμοι ορεσίβιοι τσοπάνηδες της Ηπείρου, όταν επισκέπτονταν τις καλύβες τους: «Γκρεμίστε τις εκκλησίες και κάνετε σχολειά. Όποιος δεν στείλει το παιδί του στο σχολείο, θα τον καταραστώ!», ο λόγος του Σολωμού και άλλων δασκάλων του Γένους μίλησε σε ψυχές υπόδουλων, παρακατιανών, αγράμματων Ελλήνων και τις συγκλόνισε. τις πυρπόλησε, τις έλιωσε σε καύσιμο για τον αγώνα της Ελευθερίας.
Η παιδεία, όπως γνωρίζεις, Δάσκαλε και Υπουργέ, είναι προσωπική κατάκτηση και δεν χαρίζεται σε κανένα. Είναι αξία αναπαλλοτρίωτη. Δι᾽ αυτής μόνο προσεγγίζεται η λυτρωτική ευαγγελική ρήση: «Ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος». Ποιεί το θαύματά της ταπεινά και αθόρυβα, εκεί όπου κανείς δεν τα αναμένει ακόμα και όταν αίθουσα διδασκαλίας είναι η καμμένη γη και θρανία ή πέτρες (φωτό). Οι δυσκολίες της ζωής δεν την αποθαρρύνουν, αντιθέτως λειτουργούν ως κίνητρο, ενεργοποιώντας ισχυρές ψυχικές και νοητικές δυνάμεις που σε περιόδους οικονομικής ευμάρειας υπνώττουν. Το περιεχόμενό της είναι κυρίως πνευματικό και τα προβλήματά της δεν επιδέχονται αποκλειστικά οικονομική διαχείριση. Απαιτούν υπέρβαση. Αυτό το λάθος πράττουν οι περισσότεροι των πολιτικών που καταπιάστηκαν μαζί της. Ατύχησαν, ακολουθώντας παλαιοκομματική λογική χωρίς όραμα.
Για να είμαι δίκαιη μαζί σου, Δάσκαλε και Υπουργέ, θα απευθυνθώ στη συνέχεια στους συνδικαλιστές της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδος (Δ.Ο.Ε.) και της ανάλογης Μέσης Εκπαίδευσης (Ο.Λ.Μ.Ε.) που, ως γνωστόν, αντιτίθενται στην αξιολόγηση, εξιστορώντας μια προσωπική εκπαιδευτική εμπειρία μου και ζητώντας τον προβληματισμό τους.
Τον Σεπτέμβρη του 1950 στάλθηκαν υποχρεωτικά 3.000 άρρενες δάσκαλοι στη Μακεδονία για να επανδρώσουν ανύπαρκτα, κατεστραμμένα σχολεία από την τριπλή κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο που είχαν προηγηθεί. Τον Δεκέμβρη ακολούθησαν άλλοι 500 διορισμοί δασκάλων, καθώς αυτοί είχαν εξ αρχής κριθεί ως ύποπτοι για «κομμουνιστικά φρονήματα» και έπρεπε να μπουν οι υπογραφές της νομιμοφροσύνης, κατά πάγια μετεμφυλιακή τακτική του επίσημου κράτους. Έτσι διατυπώθηκε το εύλογο ερώτημα μεταξύ τους: «Από τους πρώτους είσαι ή από τους δεύτερους;». Σκοτεινή, θλιβερή εποχή!
Ο περίγυρος που τους υποδέχθηκε, τραγικός, τοπίο στην ομίχλη! Καμμένα σπίτια, σχολειά, εκκλησίες, ρημαγμένοι δρόμοι, παρατημένα χωράφια, ελάχιστα ζωντανά και κυρίως βαθύτατα πενθούντες χωρικοί που έψαχναν για τους δικούς τους με τον τρόμο στα μάτια. Νεαροί και άπειροι μονοθεσίτες δάσκαλοι, ανεξαρτήτως φρονημάτων, κλήθηκαν τη δύσκολη ώρα να φτιάξουν μόνοι τους τις απαραίτητες υποδομές για να προχωρήσουν στο εκπαιδευτικό τους έργο. Στις αδύνατες πλάτες τους η Ιστορία του τόπου εναπόθεσε το βάρος αυτής της αποστολής. Έπρεπε να χτίσουν τοίχους, αίθουσες, τουαλέτες, να στερεώσουν σκεπές, καπνοδόχους, φράχτες, να κατασκευάσουν πίνακες, θρανία, πορτοπαράθυρα που είχαν γίνει καύσιμη ύλη, να τοποθετήσουν βρύσες, κλειδαριές, τζάμια, να βάψουν επιφάνειες, να προμηθευτούν βιβλία, γραφική ύλη, καυσόξυλα, κουζινικά. Έπρεπε…
Η συμφορά που τους έζωνε, έδωσε και τη λύση. Συνεργαζόμενοι οι δάσκαλοι των γειτονικών χωριών ενώθηκαν σε ένα δίκτυο ανταποδοτικής εργασίας, καταθέτοντας έκαστος τις ιδιαίτερες δεξιότητες και τεχνικές γνώσεις που κατείχε και εισπράττοντας από άλλον συνάδελφο ανάλογο τίμημα για το δικό του σχολειό. Ώρες ποδαρόδρομο σε χωματόδρομους κάτω από δύσκολες καιρικές συνθήκες ως το πλησιέστερο αστικό κέντρο για την προμήθεια απαραίτητων υλικών τα οποία πληρώνονταν αρχικά από το ισχνό διδασκαλικό βαλάντιο.
Σε δεύτερο επίπεδο είχαν να ζεστάνουν παγωμένα χεράκια, ξυπόλητα ποδαράκια, να γεμίσουν άδεια στομάχια με μια κούπα γάλα που οι ίδιοι παρασκεύαζαν στο συσσίτιο για να σταματήσουν έτσι τις βασανιστικές ανάγκες του σώματος.
Σε τρίτο επίπεδο άρχιζε η εκπαιδευτική διαδικασία. Η οικονομική ανταμοιβή για τις ατελείωτες ώρες δουλειάς (υπερωρίες τις λέμε σήμερα) δεν πέρασε από τον νου τους ούτε και η αναγνώριση του έργου τους. Αρκούσε που τα μονοθέσια αυτά σχολειά κατάφεραν να λειτουργήσουν ως φυτώρια για την πρώτη μεταπολεμική γενιά των Μακεδόνων.
Δεκαετίες αργότερα, όταν αντικαταστήσαμε εμείς τους αφανείς αυτούς ήρωες, από τους οποίους ελάχιστοι ζουν σήμερα, μείναμε έκθαμβοι εμπρός στον εκπαιδευτικό αυτό άθλο και την ψυχική δύναμη που τον πραγματοποίησε. Η ιστορία της Εκπαίδευσης δεν τον περιέλαβε στις σελίδες της ούτε η πολιτεία τον αναγνώρισε, επαυξάνοντας έτσι το μεγαλείο του! Αξιολογήθηκε όμως επάξια από τους μαθητές, χρόνια μετά, οι οποίοι στέριωσαν την κοινωνία που ερχόταν ως τεχνίτες, γεωργοί, εργάτες, επαγγελματίες, υπάλληλοι, επιστήμονες, ανάμεσά τους και καθηγητές στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης.
Τίποτα δε ζήλεψα περισσότερο στη ζωή μου από αυτή την άσημη αξιολόγηση!!!
Μάθημα στο ύπαιθρο. Μετά το κάψιμο του σχολείου στο χωριό Σύνδρενδρο Γρεβενών από τους Χιτλερικούς). Αρχείο Δάσκαλου Κ. Καραπατάκη)
Αγόρια, κορίτσια, φτωχικά αλλά καθαρά ντυμένα, ξυπόλυτα, ζωσμένα τον τορβά με το κολατσιό, στριμωγμένα σαν τα σπουργίτια, με το τραχύ χώμα για θρανίο. Σκυμμένος ο μετέπειτα καθηγητής Πανεπιστημίου Γεώργιος Τ. Κόλλιας (1906 – 1973) γράφει με κιμωλία στον μαυροπίνακα «τι εστί Όρος». Κατοχή, δύσκολοι καιροί, με το κοστούμι, όπως πρέπει στον Δάσκαλο, πλαταίνει, στ᾽ αλώνι, τους ορίζοντες των μικρών συμπατριωτών του… Ποιος ή ποια από την τάξη θα μας γράψει; (Φωτογραφία από το Ημερολόγιο ’98 «Τα παιδιά του πολέμου» του Πολεμικού Μουσείου)
* Εφημερίδα ΑΜΑΡΥΣΙΑ, 1-7-2017