Τόση πίστη ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες δε βρήκα
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Στη ζωή μας συχνά συναντούμε ανθρώπους που μας εκπλήσσουν. Που επιδεικνύουν συμπεριφορά και ήθος εντελώς διαφορετικό από αυτό που περιμένουμε. Άνθρωποι που συγχωρούν, ενώ περιμένουμε να μας απορρίψουν ή να μας τιμωρήσουν. Άνθρωποι που μας προσέχουν, ενώ περιμένουμε να μας προσπεράσουν αδιάφορα. Άνθρωποι που βγάζουν μία πίστη αναπάντεχη για τα μέτρα και τα δεδομένα τους, όχι μόνο στον Θεό, αλλά και στον εαυτό τους και στον συνάνθρωπο. Και αναρωτιόμαστε: τι να είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους αυτούς να μας δείχνουν αυτό το διαφορετικό ήθος;
Για έναν τέτοιον άνθρωπο θαύμασε και απόρησε ο Χριστός. Επρόκειτο για έναν Ρωμαίο εκατόνταρχο, ο οποίος πήγε να παρακαλέσει τον Κύριο να θεραπεύσει έναν παράλυτο δούλο που είχε και ο οποίος ήταν κατάκοιτος υποφέροντας. Στον λόγο του Χριστού ότι θα πάει στο σπίτι για να τον θεραπεύσει εκ του σύνεγγυς, ο εκατόνταρχος του επισημαίνει ότι δεν ήταν άξιος να Τον δεχτεί στο σπίτι του και Τον παρακαλεί με έναν λόγο Του να θεραπεύσει τον δούλο του. Τότε ο Χριστός θαυμάζει την στάση του και λέει στους μαθητές και σε όσους ήταν παρόντες στο περιστατικό: «Αμήν λέγω υμίν, ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον» (Ματθ. 8, 10). «Σας βεβαιώνω πως τόση πίστη ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες δε βρήκα». Αν από όσους ανήκαν στον περιούσιο λαό του Θεού, τους Ισραηλίτες, θα ήταν αναμενόμενη μια τέτοια πίστη, σε έναν ειδωλολάτρη και μάλιστα ισχυρό κοινωνικά και πολιτικά, κάτι τέτοιο φαντάζει εντελώς αναπάντεχο. Εκπλήσσει και τον Ίδιο τον Θεάνθρωπο!
Για ποιους λόγους όμως ο εκατόνταρχος δείχνει τέτοια συμπεριφορά;
Καταλαβαίνει ότι η εξουσία του είναι τίποτε μπροστά στην ματαιότητα και τη φθορά της ζωής, την αρρώστια και τον θάνατο. Αυτό που δεν συνειδητοποιούμε οι περισσότεροι άνθρωποι είναι πως ανεξαρτήτως των μέσων που έχουμε στη διάθεσή μας, της τεχνολογίας, του πολιτισμού, των χρημάτων, των αγαθών, της θέσης μας, έρχεται η στιγμή που αναδεικνύεται ενώπιόν μας όλη η ματαιότητα της ζωής. Κι αυτή είναι η ώρα της αδυναμίας, της φθοράς, του θανάτου. Εκεί καταλαβαίνουμε ότι είμαστε ανήμποροι. Αν όμως αυτό το συνειδητοποιούσαμε χωρίς να χρειάζεται να φτάσουμε στην σκληρότητα της οδύνης, αλλά να είχαμε μόνιμα επίγνωση ότι κάθε εξουσία από μόνη της δεν είναι αρκετή για να αντιμετωπίσει τα υπαρξιακά ερωτήματα, να δώσει απάντηση στο μεγαλύτερο εμπόδιο της ζωής που είναι το ίδιο το τέλος της και να μας βοηθήσει να το υπερπηδήσουμε, τότε θα είχαμε νικήσει όποια αλαζονεία είτε η θέση μας είτε τα χαρίσματά μας είτε οι κόποι μας είτε όσα μας δόθηκαν μάς κάνουν να έχουμε.
Ο εκατόνταρχος ακόμη είναι άνθρωπος αγάπης. Νοιάζεται για όλους όσους έχει στη δούλεψή του, επομένως και για έναν δούλο, τον οποίο τον βλέπει σαν παιδί του. Η αγάπη τον κάνει να βλέπει την μοναδικότητα της αξίας του καθενός ανθρώπου. Δεν βλέπει τους άλλους ως αντικείμενα, ως αυτούς που θα τους χρησιμοποιήσει και θα τους πετάξει. Τους βλέπει ως πρόσωπα. Και πονά εξίσου για τον στρατιώτη που είναι υπό τις διαταγές του, για τους συγγενείς του, αλλά και για τον τελευταίο δούλο του. Δεν είναι εξουσιαστής επομένως, αλλά πατέρας. Και νιώθει ότι και ο Χριστός αυτό είναι για τους ανθρώπους. Πατέρας και φίλος. Όπως ο πατέρας δε χρειάζεται αποδείξεις του σεβασμού των παιδιών του προς αυτόν, αλλά τα αγαπά έτσι κι αλλιώς, το ίδιο και ο εκατόνταρχος πιστεύει για τον Χριστό, ότι δε χρειάζεται αποδείξεις της εμπιστοσύνης του εκατοντάρχου, αλλά μπορεί να του ικανοποιήσει το αίτημα διά του λόγου, ως πατέρας και εκείνου και όλων των ανθρώπων.
Τέλος, ο εκατόνταρχος δε θέλει το θαύμα για να δοξαστεί διά μέσου του Χριστού ο ίδιος. Συνήθως οι άνθρωποι όταν μας συμβαίνει κάτι ξεχωριστό στη ζωή μας, το προβάλλουμε, το αναδεικνύουμε, ακόμη κι αν δεν είναι δικό μας κατόρθωμα. Είδατε πόσο αξίζουμε που ο Θεός μας δίνει αυτό ή εκείνο; Είδατε πόσο ξεχωριστοί είμαστε που ο Θεός καταδέχεται να εισέλθει στον οίκο της ψυχής μας; Ο εκατόνταρχος δε ζητά κάτι τέτοιο. Νιώθει πως είναι αδύνατον για τον εαυτό του να χωρέσει τον Θεό στην οικία του, στην ύπαρξή του ολόκληρη και όχι μόνο αυτό. Δε ζητά από τους άλλους να γίνουν μάρτυρες του θαύματος για να επιδειχθεί ο ίδιος, αλλά αρκείται στην χάρη και το έλεος του Θεού.
Αυτός είναι ο δρόμος της αυθεντικής πίστης, η οποία φανερώνεται στο αναπάντεχο. Κι αυτός ο δρόμος υπάρχει στις καρδιές των ανθρώπων οι οποίοι δεν ακολουθούν το αναμενόμενο ούτε στις περιστάσεις της ζωής ούτε στις ανθρώπινες σχέσεις. Η διάκριση ανάμεσα στο τι αξίζει πραγματικά και τι είναι μάταιο, η αγάπη που γίνεται έγνοια πατρότητας για τον άλλο, ακόμη και γι’ αυτόν που μας αδικεί, αλλά και η ταπεινοφροσύνη, η αίσθηση ότι δεν κάνουμε κάτι για να αποδείξουμε ποιοι είμαστε ή τι αξίζουμε ή τι μας χρωστά ο Θεός, αλλά γιατί έχουμε επίγνωση των ορίων μας και δε μας χρειάζεται η δόξα των ανθρώπων, αποτελούν προϋποθέσεις του αναπάντεχου.
Ιδίως στις ανθρώπινες σχέσεις, στις οποίες ο πολιτισμός μας σήμερα ζητά την προβλεψιμότητα και έχει αναπτύξει τρόπους έρευνας και μελέτης ώστε η ανθρώπινη συμπεριφορά να ελέγχεται, να προβλέπεται και επομένως να διαμορφώνεται, η ομορφιά του αναπάντεχου ίσως έδινε άλλη ποιότητα τόσο σε μας όσο και στους ανθρώπους με τους οποίους συναναστρεφόμαστε. Χρειάζεται όμως η πίστη ως βάση για έναν τέτοιο δρόμο. Η επίγνωση ότι δεν περιστρέφεται όλος ο κόσμος γύρω από εμάς και η επίγνωση ότι νόημα δίνει το να δίνουμε και να παίρνουμε εμπιστοσύνη, όχι από το ξεχωριστό μας, αλλά, κυρίως, από την αγάπη που ομορφαίνει αληθινά την ύπαρξη και τελικά ελευθερώνει από τον φόβο της ματαιότητας.