Ιστορίες από το Εξομολογητάρι και όχι μόνο (18)
π. Γεωργίου Δορμπαράκη.
Ο… υποψήφιος!
«Τον πάτερ θα θέλαμε!», ακούστηκε κάποια φωνή έξω από το γραφείο των ιερέων.
«Μέσα είναι, περάστε», υπέδειξε ο νεωκόρος.
Η πόρτα κτύπησε, άνοιξε.
«Πάτερ, μπορούμε να σας απασχολήσουμε για λίγο;», μίλησε ο μεγαλύτερος.
Ήταν ένας μεσήλικας άνδρας και ένας περίπου τριαντάχρονος. Πατέρας και γιος απ’ ότι είπαν αργότερα.
«Τι θα θέλατε;» είπε ο ιερέας καλόκαρδα. «Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;» Τους χαμογέλασε.
«Πάτερ, είναι κάτι σοβαρό και θα θέλαμε τη βοήθειά σας», μίλησε και πάλι ο μεγαλύτερος, ο πατέρας. Ήταν εκείνος που τελικά μονοπώλησε τον λόγο. Ο γιος του ελάχιστα μίλησε, πλην μερικών γνεψιμάτων και μονολεκτικών φράσεων.
«Περί τίνος πρόκειται;»
«Πάτερ, θέλουμε να δώσετε στον γιο μου ένα χαρτί που να το πάμε στον Δεσπότη – έτσι μας είπανε – για να τον κάνει… παπά!»
Τα ‘χασε λίγο ο ιερέας. Ανέκτησε όμως σύντομα την ψυχραιμία του.
«Δεν σας έχω ξαναδεί στον ναό. Είστε της ενορίας;» είπε κάπως επιφυλακτικά. Η στάση τους και τα πρόσωπά τους δεν του ενέπνεαν και πολλή εμπιστοσύνη. Πολύ περισσότερο δεν φαίνονταν να μυρίζουν … λιβάνι!
«Όχι. Ούτε της ενορίας, αλλά ούτε και αυτής της Μητρόπολης. Ερχόμαστε από πιο βορεινά, αλλά εδώ θέλει να ζήσει ο γιος μου, η περιοχή που είστε του αρέσει, οπότε σκεφτήκαμε να έλθουμε σε σας».
«Γιατί θέλετε να γίνετε παπάς;» στράφηκε ο ιερέας στον νέο.
Έσπευσε όμως να απαντήσει και πάλι ο πατέρας.
«Πάτερ, κοντεύει τα τριάντα και δεν έχει κάποια δουλειά. Οπότε σκεφτήκαμε να γίνει παπάς, για να έχει κάτι να κάνει και κάτι να… τρώει».
Η ειλικρίνεια του πατέρα ήταν αφοπλιστική. Προφανώς όχι από την υπάρχουσα σ’ αυτόν συγκεκριμένη αρετή, αλλά από άγνοια και μάλλον… θράσος.
«Ανεπίγνωστη πορεία. Θεέ μου, βόηθα», ύψωσε νοερά το βλέμμα στον Κύριο ο ιερέας.
«Δεν είναι εύκολα τα πράγματα», άρχισε κάτι να λέει ο παπάς. «Δεν πάει έτσι το… πράμα», είπε να μιλήσει στη γλώσσα τους.
«Έχετε σπουδάσει κάτι;» στράφηκε και πάλι στον νεαρό. «Θεολογία μήπως; Έχετε πάει στην Ανωτέρα; Κάποια εκκλησιαστική σχολή τέλος πάντων;»
«Όχι», απάντησε ο νεαρός – και φάνηκε ότι η ερώτηση ερχόταν από άλλον… κόσμο.
«Τι σχέση έχετε με την Εκκλησία;» επέμεινε ο ιερέας. «Εκκλησιάζεστε τις Κυριακές, τις εορτές; Έχετε πνευματικό; Γιατί αυτά είναι πράγματα που με τον πνευματικό σας πρέπει να τα συζητήσετε».
«Τι πνευματικό, πάτερ;» επανήλθε δριμύτερος ο πατέρας. «Παπάς θέλει να γίνει. Τι δουλειά έχει ο πνευματικός; Κι από Εκκλησία, πάμε. Τα Χριστούγεννα, το Πάσχα. Αλλά τώρα που θα γίνει παπάς, θα πηγαίνει τακτικά. Έτσι δεν είναι;» έπιασε να γελάει, ευχαριστημένος από το… αστείο του!
«Αν δεν είναι ανέκδοτο, μάλλον ζω σε άλλον… πλανήτη!» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο παπάς. Είπε να δώσει ένα τέλος στο… ανέκδοτο.
«Δυστυχώς, δεν μπορώ να δώσω εγώ ένα τέτοιο χαρτί, το οποίο μάλιστα δεν υφίσταται. Αλλά και να υφίστατο, τι να βεβαιώσω για κάποιον που τον βλέπω πρώτη φορά, και μάλιστα δεν έχει και κάποια σχέση με την Εκκλησία; Κοιτάξτε: αυτό που ζητάτε είναι πολύ σοβαρό, ίσως το σοβαρότερο στον κόσμο, αφού η ιερωσύνη «τελείται μεν επί της γης, αλλ’ έχει τάξιν επουρανίων πραγμάτων», κατά τον άγιο Χρυσόστομο. Δηλαδή, ο ιερέας κάνει πράγματα εδώ στον κόσμο, αλλά ανήκει στους ουρανούς, όπως και οι άγγελοι. Δεν ξέρω πόσοι ιερείς είναι στην υψηλή αυτή κατάσταση, αλλά τουλάχιστον πρέπει να υπάρχει ένα ελάχιστο ποσοστό, ένα μίνιμουμ προϋποθέσεων, που απ’ ότι φαίνεται δεν πρέπει να το έχει ο γιος σας. Δηλαδή να υπάρχει έστω και κάποια επίγνωση. Και ξέρετε ότι υπάρχουν και τα λεγόμενα κωλύματα της ιερωσύνης. Εμπόδια για να γίνει κανείς ιερέας. Δεν του ζητείται βεβαίως η αναμαρτησία, κάτι ανέφικτο, αλλά απαιτείται να είναι πιστό μέλος της Εκκλησίας, να πιστεύει ορθά στον Κύριο, να εκκλησιάζεται τακτικά, να εξομολογείται, να ζει όσο μπορεί την παρουσία του Κυρίου».
«Είναι παντρεμένος;» ρώτησε τον πατέρα, γιατί έβλεπε ότι μάλλον δεν θα έπαιρνε απάντηση από τον νέο.
«Όχι, αλλά θα παντρευτεί. Συζεί με κάποια κοπέλα – τι κοπέλα δηλαδή, μεγαλοκοπέλα – χωρισμένη με ένα παιδάκι, αλλά θα την πάρει. Αυτό είναι κανονισμένο. Απλώς δουλειά δεν έχει και γι’ αυτό, όπως σας είπα, σκεφτήκαμε να γίνει παπάς».
«Αυτό που λέτε δεν μπορεί να γίνει», απάντησε κοφτά ο ιερέας, «γιατί δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις. Και το κυριότερο: δεν τον συμφέρει τον γιο σας να γίνει. Γιατί είναι σαν να αποφασίζει τον… χαμό του. Και να σας πω: δεν νομίζω ότι θα βρεθεί παπάς, οπουδήποτε στον κόσμο, που θα σας δώσει αυτό που ζητάτε. Και πείτε ότι βρίσκετε τέτοιον παπά. Δεν υπάρχει Δεσπότης που να χειροτονήσει τον γιο σας. Κι αυτό για το καλό του. Δεν παίζουμε με τον Θεό και με την αγία Του Εκκλησία». Είπε ο ιερέας και φάνηκε εξουθενωμένος. Του ήλθε να κλάψει από την άγνοια, από την επιπολαιότητα, από… ένα σωρό πράγματα που έβλεπε μπροστά του.
«Πάτερ, σας παρακαλώ…», άρχισε να κλαψουρίζει λίγο ο αγέρωχος μέχρι τώρα πατέρας. «Βοηθείστε μας. Μία δουλειά ψάχνει για να ζήσει. Θα έχετε και σεις παιδιά και μπορείτε να με καταλάβετε».
«Δεν είναι θέμα ελεημοσύνης η ιερωσύνη, σας είπα, μα δεν το καταλάβατε. Σας παρακαλώ, μην μπαίνετε σε μία τέτοια διαδικασία, που διακυβεύεται το αιώνιο μέλλον σας, και του παιδιού σας και το δικό σας. Το παιδί σας φαίνεται καλό παιδί, γι’ αυτό ας ψάξει να βρει μία δουλειά, ας παντρευτεί την κοπέλα με την οποία συζεί, ας κάνει και δικά του παιδάκια, και όσο μπορεί ας ζει χριστιανικά μέσα στην Εκκλησία. Όπως λένε σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι άγιοί μας, «μπορεί να γίνει άγιος, όχι όμως παπάς».
Άστραψε λίγο το μάτι του πατέρα τώρα. Σαν να αγρίεψε. Κάτι πήγε να πει με οργή, αλλά τον έκοψε με αποφασιστικό τρόπο ο ιερέας. Σηκώθηκε όρθιος, τους έτεινε το χέρι προς χαιρετισμό, άνοιξε την πόρτα και τους ξεπροβόδισε.
«Στην ευχή της Παναγίας να πάτε. Εύχομαι να σας φωτίσει ο Θεός!» Έφυγαν… παρεξηγημένοι. Σαν να άκουσε κάποιες ψιθυριστές βρισιές ο παπάς και από τους δυο.
Γύρισε και κάθισε πάλι στο γραφείο. Ένιωσε το κεφάλι του βαρύ και ασήκωτο. Το κράτησε και με τα δυο του χέρια, κι έμεινε εκεί μέχρι που άκουσε την καμπάνα του εσπερινού να χτυπάει…