Ιστορίες από το Εξομολογητάρι και όχι μόνο (17)
π. Γεωργίου Δορμπαράκη
Κτύπησε το κουδούνι κι ακούστηκε ο χαρακτηριστικός ήχος του κελαηδίσματος . Καμία ανταπόκριση. Ξανακτύπησε και περίμενε. Η θύρα παρέμενε κλειστή.
«Γέροντα, επειδή είναι μεσημέρι, θα αναπαύονται. Μάλλον δεν θα μας ανοίξει κανείς», είπε στον σεβάσμιο λευκασμένο Γέροντα ο ηλικιωμένος που ήταν η συνοδεία του.
«Ναι, έτρεφα μία ελπίδα μήπως μας ανοίξουν, αλλά δεν πειράζει. Τι να κάνουμε; Απλώς, όπως σου είπα, έπρεπε να βρεθούμε τέτοια ώρα σ’ αυτά τα μέρη, και θεώρησα υποχρέωσή μου να έρθω να προσκυνήσω τον άγιο, να γονατίσω μπροστά στο κρεβατάκι του, να φιλήσω τ’ άγιο πετραχήλι του».
Ο Γέροντας και ο συνοδός του έκαναν τον σταυρό τους κι έφυγαν. «Γέροντα, εγώ ήλθα. Να έχουμε την ευχή σου, έστω κι αν δεν σε προσκύνησα», είπε νοερά ο αγαθός λευίτης, και ένιωσε ένα απαλό χάδι στο ώμο. Ανατρίχιασε.
⁂
Ο Γέροντας που είχε έλθει στο Μοναστήρι του αγίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου δεν ήταν κανένας άγνωστος ή τυχαίος. Πνευματικοπαίδι του Γέροντα Πορφυρίου πιο πίσω και από τα μέσα του προηγουμένου αιώνα, είχε αναπτύξει μαζί του μία ιδιαίτερα στενή σχέση, η οποία τροφοδοτούσε την όλη αγιασμένη ιερατική πορεία του. Είχε γνωρίσει τον Γέροντα λίγα χρόνια πριν εισέλθει στον ιερό κλήρο, κι έκτοτε δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Πώς άλλωστε να αφήσεις αυτό που είναι μέλι και παραπάνω από μέλι; Σαν να είχε βρει κρήνη τ’ ουρανού και είχε βάλει τα χείλη του και έπινε ασταμάτητα.
Ένιωθε και έβλεπε ότι ο Γέροντάς του Πορφύριος δεν ήταν κάποιος κληρικός, απλώς καλός. Σιγά σιγά ανεκάλυπτε χαρίσματα που στην αρχή τον παραξένευαν, έπειτα όμως τον έκαναν να δοξολογεί τον Θεό για τη χάρη που του είχε επιφυλάξει να γνωρίσει έναν τέτοιο άνθρωπο. Όπως για παράδειγμα τότε που τον είχε φωνάξει ο Γέροντας και του είχε σχεδιάσει σ’ ένα χαρτί κάποια σχέδια.
«Να, Γεώργιε. Εδώ δεν είναι το σπίτι σου έτσι; Εδώ δεν είναι μία ωραία πηγή που βγάζει γάργαρο νερό; Και λίγο πάνω από το σπίτι σου, εκεί στο νησί, τι ωραία θέα είναι αυτή, βρε παιδί μου; Σαν να έβαλε ο Θεός όλη την τέχνη του για να τη ζωγραφίσει. Γι’ αυτό και όλος ο κόσμος έρχεται από παντού για να τη θαυμάσει».
Του φάνηκε ότι ο Γέροντας μετρούσε τις δυνάμεις του στη… ζωγραφική. Νόμισε ότι ο ίδιος του είχε περιγράψει το σπίτι και το νησί του, κι ο Γέροντας έπειτα το αποτύπωσε. Αλλά καθώς έψαξε στη μνήμη του, είδε ότι πέρα από την αναφορά στο νησί του δεν είχε κάνει λόγο για κάτι άλλο. Άρχισε να… υποψιάζεται πως εδώ με τον Γέροντα συμβαίνουν πράγματα που υπερβαίνουν τη φυσική τάξη. Ξεκίνησε να τον παρακολουθεί, όποτε βρισκόταν μαζί του, σε ό,τι έκανε και έλεγε. Να γίνεται ένας… κατάσκοπός του. Ένας κατάσκοπος του ανθρώπου του Θεού. Και δεν άργησε να τον φωτίσει ο Θεός. Ο Γέροντάς του είχε από τον Θεό χαρίσματα που τον έθεταν στη σειρά των μεγάλων αγίων. Διορατικό χάρισμα, προορατικό χάρισμα, χάρισμα θαυματουργίας.
«Μου ανοίγεται, Γεώργιε, μπροστά μου πολλές φορές ένα μεγάλο παράθυρο – του είχε πει κάποια άλλη φορά – και βλέπω τι συμβαίνει στον κόσμο, μέχρι κάτω στην Αφρική. Κι όχι μόνο!»
Κι έβλεπε ο νέος κληρικός και διαπίστωνε ότι αυτά δόθηκαν στον άγιο Γέροντα, γιατί ήταν υπέρμετρα ταπεινός· γιατί ήταν δοσμένος απόλυτα στην προσευχή· γιατί είχε έρωτα με τον Θεό, και μάλιστα παιδιόθεν!
Η συνειδητοποίηση αυτή τον συνέτριβε: αισθανόταν τη δική του μικρότητα και ταυτόχρονα τη δική του ευθύνη. Ο Κύριος του έδωσε αυτό το δώρο: να έχει τέτοιο Γέροντα, κι έπρεπε κι αυτός όσο ήταν δυνατόν να ανταποκριθεί. Γι’ αυτό και πολλαπλασίαζε κάθε φορά τις ώρες της προσευχής του, τις ώρες της διακονίας του, τη μελέτη του στον λόγο του Θεού. Γι’ αυτό και ο Θεός του αύξανε διαρκώς και τα δικά του φυσικά χαρίσματα, ώστε δι’ αυτών και ο ίδιος να αγιάζεται, αλλά και να αγιάζει τον λαό του Θεού. Γιατί ήταν κι αυτός «σκεύος εκλογής» και θα ερχόταν ώρα, μετά από πολλά πολλά χρόνια, όταν θα είχε φτάσει και η δική του ώρα εξόδου του από τον κόσμο, να ακούσει «κεκοιμημένος» πια την κρίση γι’ αυτόν του οσίου Γέροντά του, την οποία είχε εμπιστευτεί σε άλλον αδελφό κληρικό : «Ο πατήρ Γεώργιος είναι άγιος βρε! Μην τον μετράς με τα κοινά μέτρα».
⁂
«Πατέρα, μου συνέβη κάτι πολύ παράξενο το βράδυ», είπε χαρούμενη μα κι ελαφρώς ταραγμένη η πρωτοκόρη του Γέροντα Γεωργίου, καθώς τον χαιρέτισε και του φίλησε το χέρι. Είχε σπεύσει μεσημέρι πια στο σπίτι του πατέρα της, αφήνοντας για λίγο την οικογένειά της, για να του αγγείλει το παράξενο που της είχε συμβεί.
«Τι συνέβη, κόρη μου;», είπε ο γέρων ιερέας, και τα μάτια του, ίδιο γαλάζιο κομμάτι τ’ ουρανού, αναπαύτηκαν στο αγαπημένο του παιδί. «Εσείς δεν τρώτε το μεσημέρι; Τα παιδιά σου δεν σκούζουν που γουργουρίζει η κοιλιά τους;», είπε και το χαμόγελο άνθισε στα χείλη του, σαν να γελούσε ο ουρανός.
«Πατέρα, είδα ένα όνειρο που σχετίζεται μ’ εσένα και τον άγιο Γέροντα Πορφύριο. Σαν να μου έδωσε ένα μήνυμα για σένα», είπε και τα χέρια της σφίχτηκαν, ενώ η φωνή της τρεμούλιασε.
«Πες μου, παιδί μου. Τι είδες; Αρχίζω και ανησυχώ».
«Είδα τον Γέροντα Πορφύριο, πατέρα, ολοζώντανο και ολοφώτεινο. Μου μίλησε κι ήταν τα λόγια του βάλσαμο στην ψυχή μου. Χαμογελαστός όπως πάντα μου απηύθυνε τον λόγο και μου είπε: “Πες στον πατέρα σου ότι με ευχαρίστησε πάρα πολύ η επίσκεψή του χθες στο μοναστήρι. Τον είδα και χάρηκα πολύ!” Και μετά χάθηκε. Περίμενα πώς και πώς να έλθεις από τον ναό για να σου το πω».
Δάκρυσε ο άγιος κληρικός. Δεν είχε πει σε κανέναν ότι πέρασε από το μοναστήρι του Γέροντα Πορφυρίου. Κανείς δεν ήξερε για την επίσκεψή του αυτήν. Μα, οι άγιοι είναι ζωντανοί και μας παρακολουθούν. Συμμετέχουν στη ζωή μας.
«Ναι, παιδί μου. Είχα πάει χθες να τον προσκυνήσω, μα δεν μας άνοιξε κανείς. Και έφυγα ζητώντας του την ευχή του. Και να, ο άγιος έδωσε την απάντησή του μέσα από το δικό σου όνειρο. Πόσο άμεσα βλέπουμε αυτό που μας έλεγε πάντοτε: “Όταν θα φύγω από τον κόσμο τούτο, θα είμαι περισσότερο κοντά σας. Γιατί δεν θα με εμποδίζει τότε το φυσικό μου σκήνωμα, το σώμα μου”».