Ο Απόστολος της Κυριακής 21 Μαΐου 2017 – Των αγίων

(Πραξ. κστ´ 1, 12-20)

Εν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ᾿Αγρίππας ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν Παῦλον ἔφη· ᾿Επιτρέπεταί σοι ὑπὲρ σεαυτοῦ λέγειν. Τότε ὁ Παῦλος ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἀπελογεῖτο· ᾿Εν οἷς καὶ πορευόμενος εἰς τὴν Δαμασκὸν μετ᾿ ἐξουσίας καὶ ἐπιτροπῆς τῆς παρὰ τῶν ἀρχιερέων, ἡμέρας μέσης κατὰ τὴν ὁδὸν εἶδον, βασιλεῦ, οὐρανόθεν ὑπὲρ τὴν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου περιλάμψαν με φῶς καὶ τοὺς σὺν ἐμοὶ πορευομένους· πάντων δὲ καταπεσόντων ἡμῶν εἰς τὴν γῆν ἤκουσα φωνὴν λαλοῦσαν πρός με καὶ λέγουσαν τῇ ῾Εβραΐδι διαλέκτῳ· Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις; Σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν. ᾿Εγὼ δὲ εἶπον· Τίς εἶ, Κύριε; ῾Ο δὲ εἶπεν· ᾿Εγώ εἰμι ᾿Ιησοῦς ὃν σὺ διώκεις. ᾿Αλλὰ ἀνάστηθι καὶ στῆθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου· εἰς τοῦτο γὰρ ὤφθην σοι, προχειρίσασθαί σε ὑπηρέτην καὶ μάρτυρα ὧν τε εἶδες ὧν τε ὀφθήσομαί σοι, ἐξαιρούμενός σε ἐκ τοῦ λαοῦ καὶ τῶν ἐθνῶν, εἰς οὓς ἐγώ σε ἀποστέλλω ἀνοῖξαι ὀφθαλμοὺς αὐτῶν, τοῦ ἐπιστρέψαι ἀπὸ σκότους εἰς φῶς καὶ τῆς ἐξουσίας τοῦ σατανᾶ ἐπὶ τὸν Θεόν, τοῦ λαβεῖν αὐτοὺς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ κλῆρον ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πίστει τῇ εἰς ἐμέ. ῞Οθεν, βασιλεῦ ᾿Αγρίππα, οὐκ ἐγενόμην ἀπειθὴς τῇ οὐρανίῳ ὀπτασίᾳ, ἀλλὰ τοῖς ἐν Δαμασκῷ πρῶτον καὶ ῾Ιεροσολύμοις, εἰς πᾶσάν τε τὴν χώραν τῆς ᾿Ιουδαίας καὶ τοῖς ἔθνεσιν ἀπαγγέλλω μετανοεῖν καὶ ἐπιστρέφειν ἐπὶ τὸν Θεόν, ἄξια τῆς μετανοίας ἔργα πράσσοντας.

Ἀπόδοση σέ ἁπλή γλώσσα

Ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες, ὁ βασιλιᾶς ᾿Αγρίππας εἶπε στὸν Παῦλο· «Σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ ἀπολογηθεῖς». Τότε ὁ Παῦλος σήκωσε τὸ χέρι του καὶ ἄρχισε τὴν ἀπολογία του·  «Πηγαίνοντας στὴ Δαμασκὸ μὲ ἐξουσιοδότηση καὶ ἄδεια ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς, εἶδα στὸν δρόμο, βασιλιά μου, μέρα μεσημέρι, ἕνα φῶς ἀπὸ τὸν οὐρανό, πιὸ λαμπρὸ κι ἀπὸ τὸν ἥλιο, νὰ μὲ περιβάλλει μὲ τὴ λάμψη του κι ἐμένα κι αὐτοὺς ποὺ πήγαιναν μαζί μου. ῞Ολοι μας πέσαμε στὴ γῆ, κι ἐγὼ ἄκουσα μιὰ φωνὴ ποὺ μοῦ ἔλεγε στὴν ἑβραϊκὴ γλώσσα· “Σαούλ, Σαούλ, γιατὶ μὲ καταδιώκεις; Εἶναι ὀδυνηρὸ νὰ κλοτσᾶς στὰ καρφιά”. ᾿Εγὼ ρώτησα· “ποιὸς εἶσαι, Κύριε;” Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε· “ἐγὼ εἶμαι ὁ ᾿Ιησοῦς, ποὺ ἐσὺ τὸν καταδιώκεις. Σήκω ὅμως καὶ στάσου στὰ πόδια σου. Γι’ αὐτὸ σοῦ φανερώθηκα· γιὰ νὰ σὲ πάρω στὴν ὑπηρεσία μου καὶ νὰ σὲ καταστήσω μάρτυρα γι’ αὐτὰ ποὺ εἶδες καὶ γι’ αὐτὰ ποὺ θὰ σοῦ δείξω ἀκόμη. Θὰ σὲ προστατεύω ἀπὸ τὸν λαό σου καὶ ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς, στοὺς ὁποίους ἐγὼ σὲ στέλνω, γιὰ ν’ ἀνοίξεις τὰ μάτια τους, ὥστε νὰ ἐπιστρέψουν ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ φῶς κι ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ σατανᾶ στὸν Θεό. Γιατί, ἂν πιστέψουν σ’ ἐμένα, θὰ λάβουν τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν τους καὶ μιὰ θέση ἀνάμεσα σ’ ἐκείνους ποὺ ἀνήκουν στὸν Θεό”.  ῞Υστερα ἀπ’ αὐτά, βασιλιὰ ᾿Αγρίππα, δὲν ἀρνήθηκα νὰ ὑπακούσω στὴν οὐράνια ὀπτασία, ἀλλὰ ἄρχισα νὰ κηρύττω, πρῶτα σ’ αὐτοὺς ποὺ ἦταν στὴ Δαμασκὸ καὶ στὰ ῾Ιεροσόλυμα κι ὕστερα σ’ ὅλη τὴ χώρα τῆς ᾿Ιουδαίας καὶ στοὺς ἐθνικούς, νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὸν Θεὸ καὶ μετὰ νὰ δείχνουν τὴ μετάνοιά τους πράττοντας ἀνάλογα ἔργα».