Ημερίδα της Αρχιεπισκοπής Κύπρου για το παιδί και την οικογένεια
Η Σχολή Γονέων της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου οργάνωσε το Σάββατο 18 Μαρτίου 2017 στο Κέντρο Μελετών της Ιεράς Μονής Κύκκου στον Αρχάγγελο, Ημερίδα με κετρικό θέμα: «Η θωράκιση των Δικαιωμάτων του παιδιού από τους γονείς». Στην Ημερίδα μίλησαν ο Σεβ. Μητροπολίτης Δημητριάδος & Αλμυρού κ. Ιγνάτιος, η Δρ Αντωνία Κολιαράκη, Ψυχολόγος-Επιστημονικός Συνεργάτης Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου-Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας-Επιστημονικός Συνεργάτης Συνδέσμου «Συνεξέλιξη», η Δρ Ελεονώρα Παπαλεοντίου-Λουκά, Παιδαγωγός-Αν. Καθηγήτρια Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου και ο κ. Δημήτριος Νατσιός, Δάσκαλος-Θεολόγος. Την εκδήλωση έκλεισε ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Καρπασίας κ. Χριστοφόρος.
Ακολουθεί η ομιλία του Σεβασμιωτάτου με τίτλο: «Η ταυτότητά μας μέσα στη σύγχρονη κοινωνία»:
«Ἡ φωνή ἑνός νομπελίστα ποιητῆ εἶναι πάντοτε ἐπίκαιρη, ὅποιοι καιροί κι ἄν ἔλθουν. Εἶπε λοιπόν κάποτε ὁ Ἐλύτης σέ μιά κορυφαία του στιγμή: «Μέσα στή θλίψη τῆς ἀπέραντης μετριότητας πού μᾶς πνίγει ἀπό παντοῦ, παρηγοριέμαι ὅτι κάπου, σέ κάποιο καμαράκι κάποιοι πεισματάρηδες ἀγωνίζονται νά ἐξουδετερώσουν τή φθορά». Σήμερα, 18 Μαρτίου, ἡμέρα πού σιώπησε γιά πάντα ὁ ποιητής τοῦ Αἰγαίου πρίν 21 χρόνια, νοιώθουμε νά ἐπαληθεύεται ὁ λόγος του.
Καί σίγουρα παρηγοριέται ἡ ψυχή του, καθώς σέ πεῖσμα τῶν ζοφερῶν καιρῶν μας ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού μοχθοῦν νά κρατήσουν ζωντανή τήν ἐλπίδα. Τούς ἀναγνωρίζουμε ἐν προκειμένῳ στά πρόσωπα τῶν ἐμπνευστῶν καί διοργανωτῶν τούτης τῆς ἡμερίδας, στή μορφή τοῦ Mακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου καί τῶν συνεργατῶν του. Καί τούς συγχαίρουμε ὁλόθερμα γιά ὅλους τούς ἀγῶνες καί τίς προσπάθειές τους ἀλλά καί γιά τήν πρωτοβουλία νά στρέψουν σέ τούτη τήν ἡμερίδα τόν προβολέα τῆς καρδιᾶς μας στήν ὕπαρξη πού περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον ἀδικεῖται, στό παιδί.
Ἡ ζωντανή αὐτή εἰκόνα τῆς ἀθωότητας, τό πιό ἅγιο καί ἱερό στολίδι τοῦ πλανήτη μας, ὑψώνει σέ ὅλα τά μήκη καί πλάτη τῆς γῆς τό μικρό του ἀνάστημα, γιά νά διεκδικήσει τά δικαιώματά του, αὐτά πού καταχωρήθηκαν μέν μέ σοφία στήν περίφημη «Χάρτα τῶν δικαιωμάτων τοῦ παιδιοῦ», καταστρατηγοῦνται ὅμως μέ πρωτοφανῆ ἀδιαφορία καί ἀνευθυνότητα στήν καθημερινή πράξη.
Στά αὐτονόητα δικαιώματα τῶν παιδιῶν ὅλου τοῦ κόσμου προτάσσεται ἕνας ἀπροκάλυπτος παραλογισμός. Στό δικαίωμά τους νά ἔρθουν στή ζωή καί νά ὑπάρξουν ἡ κοινωνία ἀπαντᾶ μέ ἕναν ἀσύλληπτο ἀριθμό ἐκτρώσεων. Τό δικαίωμα νά μεγαλώσουν μέ τούς γονείς τους σέ ἕναν κόσμο ἀνθρώπινο, δίκαιο καί εἰρηνικό, χωρίς βία καί φτώχεια, μέ ἀνεμελιά καί ἀθωότητα, μέ ἐλεύθερη πρόσβαση στή γνώση, τό στερεῖ σέ ἀναρίθμητα παιδιά ὁ ἐφιάλτης τοῦ πολέμου, ἡ ἀπειλή τῆς τρομοκρατίας, ἡ φρίκη τοῦ ὑποσιτισμοῦ. Τό δικαίωμα νά ζοῦν σέ ἕναν κόσμο πού σέβεται τό φυσικό περιβάλλον, τό ὑπονομεύει καθημερινά τό δικό μας παράδειγμα, πού ἀποδεικνύει ἀντιοικολογική συμπεριφορά καί ἀδιαφορία γιά τό μεγάλο μας σπίτι, τόν πλανήτη μας.
Καί ἐπιπλέον, προστίθεται ἡ παγκόσμια προσφυγική κρίση, πού θίγει κατ’ ἐξοχήν τά δικαιώματα τῶν παιδιῶν, ἡ παιδική ἐργασία, ἡ ἄσκηση σωματικῆς καί ψυχικῆς βίας, ὁ κίνδυνος ἀλλοίωσης τῆς τρυφερῆς ψυχῆς τους ἀπό τήν ἀνεξέλεγκτη ἔκθεσή τους στήν ἐπιρροή τῶν σύγχρονων ἠλεκτρονικῶν μέσων ἐπικοινωνίας. Καί μόνον οἱ σκηνές φρίκης καί οἱ εἰκόνες αἰσχύνης ἀπό ὅσα διαδραματίζονται σήμερα στή Μέση Ἀνατολή εἰς βάρος τῶν παιδιῶν, ἀρκοῦν γιά νά ἀποδείξουν τό μέγεθος τῆς ὑποκρισίας τοῦ πολιτισμένου κόσμου, καί τό πόσο βάναυσα καταπατοῦνται τά δικαιώματα τῶν παιδιῶν.
Μπροστά σ’ αὐτή τή σκληρή καί ἀδυσώπητη πραγματικότητα ἀναζητοῦμε τό μερίδιο καί τῆς δικῆς μας εὐθύνης. Μποροῦμε, ἄραγε, στό μέτρο τῶν δυνατοτήτων μας, νά συμβάλουμε στή θωράκιση τῶν δικαιωμάτων τῶν παιδιῶν; Καί πρώτιστα γιά τά δικά μας παιδιά, πού τά καλύπτει ἡ ἐμβέλεια τῆς ἐπιρροῆς μας, τί ἔχουμε πράξει;
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι βαραίνει στίς ψυχές μας τό φορτίο ὀδυνηρῶν διαπιστώσεων. Δέν φροντίσαμε ὅσο ἔπρεπε νά διασωθεῖ τό φωτεινό τους χαμόγελο μέσα στήν τρικυμία τῶν καιρῶν μας. Ἐφοδιάσαμε ἴσως τά παιδιά μας μέ μιά ταυτότητα πού ἀπεικονίζει καί ἀντιγράφει τήν δική μας ἀντιφατικότητα. Τά μυήσαμε στήν ὑλοφροσύνη τοῦ καταναλωτισμοῦ μας, φορτώσαμε στούς ἀδύναμους ὤμους τους τά προβλήματά μας, τίς θλιβερές ἐμπειρίες μας, τά ἀδιέξοδά μας. Τά ὁδηγήσαμε σέ πρωτοφανῆ σύγχυση, πού ἀναμφίβολα ἀποδεικνύει τή δική μας σύγχυση καί τά δικά μας ἐλλείμματα.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι γιά νά θωρακίσουμε τά δικαιώματα τῶν παιδιῶν μας, πρέπει πρώτιστα νά ἔχουμε οἱ ἴδιοι ἐπίγνωση τῶν δυνατοτήτων μας. Τό τί μποροῦμε νά πράξουμε ἐξαρτᾶται ἀπό τό ποιοί εἴμαστε, ποιά εἶναι ἡ ταυτότητά μας. Σέ μιά ἐποχή πού ἔχει ἀπίστευτα ἐξελιχθεῖ ἡ δυνατότητα νά ἐντοπίζεται ἐπακριβῶς τό στίγμα ἀπό ὁτιδήποτε κινεῖται ἤ ὑπάρχει πάνω στή γῆ ἤ περιφέρεται στό διάστημα, καθίσταται ἐξαιρετικά ἀπαραίτητος ὁ καθορισμός ἤ ὁ ἐπαναπροσδιορισμός τοῦ δικοῦ μας προσωπικοῦ στίγματος.
Ποιοί εἴμαστε; Ποιό εἶναι τό στίγμα τοῦ χριστιανοῦ γονιοῦ μέσα στήν κοινωνία; Ποιά ἡ ταυτότητά μας στό σύγχρονο κόσμο;
Εἶναι σήμερα ἐπιτακτικότερη ἀπό κάθε ἄλλη ἐποχή ἡ ἀνάγκη νά προσδιορίσουμε τήν ταυτότητά μας. Ἐν ὅψει τῆς ἐπερχόμενης παγκοσμιοποίησης, πού ἐπιχειρεῖται ἡ μαζοποίηση τῶν λαῶν, πού μεθοδεύεται ἡ λείανση τῶν διαφορῶν καί ἡ ἐξάλειψη τῶν ἰδιαιτεροτήτων, πού οἱ ἄνθρωποι ἀντιμετωπίζονται ὡς ἄτομα, δηλ. ὡς μέρη τοῦ ὅλου, καί ὄχι ὡς ὀντότητες, ὡς ἀριθμοί καί ὄχι ὡς πρόσωπα, στήν ἐποχή μας πού ἕνα ἀσαφές συνοθύλευμα ἀξιῶν, θρησκειῶν καί ἰδανικῶν ἀρχίζει νά ἐξαπλώνεται σ’ ὅλους τούς λαούς καί τά ἔθνη, πρέπει ἀπαραιτήτως νά γνωρίζουμε ποιοί εἴμαστε. Διότι, τό αὐτονόητα γνωστό, κάποιες φορές, παραμένει ἀπροσμέτρητα ἄγνωστο.
Ποιοι, λοιπόν, εἴμαστε; Κοιτάζουμε, κάποιες φορές, τή φωτογραφία μας καί ἔχουμε τήν ἀκράδαντη πεποίθηση ὅτι αὐτό πού βλέπουμε εἶναι ὁ ἑαυτός μας. Καί ὅμως, πρίν μερικά χρόνια ἡ εἰκόνα αὐτή ἦταν διαφορετική, ὅπως καί στό μέλλον πρόκειται πάλι νά ἀλλάξει. Ἐπίσης, αὐτό πού βλέπουμε εἶναι ἐνδεχομένως ὡραιοποιημένο καί ὑποκειμενικό.
Πῶς μπορούμε νά ταυτιζόμαστε μέ κάτι τόσο ρευστό καί ἀπατηλό; Σίγουρα δέν εἴμαστε μόνο ἡ μεταβαλλόμενη ἐμφάνισή μας. Ἐπίσης, δέν εἴμαστε μόνο κάποια ἐξωτερικά γνωρίσματά μας, ὅπως ὁ πλοῦτος ἤ ἡ κοινωνική μας θέση, πού καί αὐτά περνοῦν καί γίνονται κάποτε ἀναμνήσεις. Εἴμαστε καί κάτι ἀκόμα, πιό βαθύ καί σταθερό, ἡ ψυχή μας, ὁ χαρακτῆρας, τό πνεῦμα μας, πού δέν θά πάψει νά ὑπάρχει, πού θά μείνει μέσα στό χρόνο, πού θά ζεῖ στήν αἰωνιότητα. Αὐτό ὁλοκληρώνει καί καθορίζει τήν ταυτότητά μας. Κατ’ ἀναλογίαν, ἡ ταυτότητά μας ὡς συνόλου, ὡς κοινωνίας, προσδιορίζεται κυρίως ἀπό τά χαρακτηριστικά μας πού ἀντέχουν στό χρόνο, πού εἶναι μόνιμα καί πραγματικά.
Πεντακόσια χρόνια πρό Χριστοῦ, ὁ Ἡρόδοτος ἐπεσήμανε ἕνα πλέγμα ἀξιῶν, πού καθόριζε τήν ταυτότητα τῶν φυλῶν καί τῶν λαῶν: τό ὅμαιμον, τό ὁμόγλωσσον, τά κοινά τῶν θεῶν ἱδρύματα, τά ὁμότροπα ἤθη, ὅπως γράφει, δηλ. τή συνείδηση τῆς κοινῆς καταγωγῆς, τήν κοινή γλῶσσα καί θρησκεία, τά ἤθη καί τά ἔθιμα.
Ἀρκετά ἀργότερα, στά χρόνια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁ Ἑλληνισμός ἀποκτᾶ μιά νέα ταυτότητα, μέ τήν ὁποία πολιτογραφεῖται μέσα στήν ἱστορία, γίνεται πιά Χριστιανικός Ἑλληνισμός, πού προσλαμβάνει, μάλιστα, οἰκουμενικές διαστάσεις στό Βυζάντιο. Καί γίνεται ἡ Ἐκκλησία ὁ ἄμεσος φορέας καί θεματοφύλακας αὐτῆς τῆς ταυτότητας, πού εἶναι ἕνας τρόπος ζωῆς καί ἕνα σύνολο βιωμάτων. Ὅπως ἔδειξε ἡ ἱστορία, ἡ ταυτότητα αὐτή ὑπῆρξε ἡ μεγάλη ἀπαντοχή γιά τό λαό μας καί ὁ θησαυρός ὁ ἀνεκτίμητος.
Στά νεότερα χρόνια ὅμως; Ποιά στοιχεῖα σταθερά καί μόνιμα διασώζουν τήν ἰδιοπροσωπία μας καί συγκροτοῦν τήν ταυτότητά μας; Ἡ προσφορότερη περίοδος γι’ αὐτή τήν ἀναζήτηση εἶναι οἱ τέσσερις αἰῶνες τῆς μεγάλης δοκιμασίας τοῦ γένους μας, τά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας. Ὁ Ἑλληνισμός διασώθηκε στά τετρακόσια χρόνια τῆς ὑποδούλωσής του, γιατί, παρά τά δυσβάστακτα βάρη καί τίς στερήσεις, κράτησε ἀπαραχάρακτη τήν πίστη του, ζωντανή τή γλῶσσα του, παροῦσα τήν ἱστορική του μνήμη καί παράδοση.
Μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη του ξεχώριζε ὁ Ἕλληνας ἀπό τόν Τοῦρκο ἤ τόν Φράγκο, μέ τήν νηστεία, μέ τό καντήλι καί τό εἰκόνισμα στό κάθε σπίτι, μέ τό ζύμωμα τοῦ πρόσφορου καί τόν ἁγιασμό, μέ τόν ἐκκλησιασμό, πού ἦταν τό κεντρικό κοινωνικό γεγονός, ἀλλά καί μέ τόν χορό στό πανηγύρι τοῦ Ἁγίου, μέ τήν ἐφαρμογή τοῦ χριστιανικοῦ ἤθους στό ἐμπόριο καί τίς συναλλαγές, μέ τήν ἐναπόθεση κάθε χαρᾶς καί λύπης στήν Ἐκκλησία.
Μέσα ἀπό τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας (ἀκολουθίες, ἐκκλησιαστικά βιβλία) συνεχίζει τήν πορεία της καί διδάσκεται ἡ ἑλληνική γλῶσσα καί διασώζεται ἡ παράδοση καί ἡ αὐτοσυνειδησία τοῦ γένους, ὅπως ἀνιχνεύεται στή λαϊκή ποίηση καί μουσική, στίς φορεσιές, στήν ὀρθόδοξη εἰκονογραφία καί ναοδομία, στήν κοινοτική ὀργάνωση καί τούς συνεταιρισμούς.
Ἰδού, λοιπόν, τά τρία στοιχεῖα πού ἀποδείχθηκαν ἀκατάλυτα ἀπό τόν πανδαμάτορα χρόνο καί ἰσχυρότερα ἀπό τήν κάθε καταπίεση τοῦ κατακτητῆ: ἡ παράδοσή μας, ἡ γλῶσσα μας, ἡ ὀρθόδοξη πίστη μας. Κι ἄν τήν ἐποχή ἐκείνη τήν χαρακτήριζε «μαυροφόρα ἀπελπισιά, πικρῆς σκλαβιᾶς χειροπιαστό σκοτάδι», ἰδού ὅτι καί σήμερα, στόν εἰκοστό πρῶτο αἰῶνα, ἡ πραγματικότητα εἶναι καί πάλι ζοφερή. Ἡ καθημερινότητα δυσβάστακτη, οἱ προοπτικές ἀμφίβολες, οἱ ἐλπίδες ἐξανεμισμένες, οἱ ἐπιλογές περιορισμένες, ἡ κρίση πρωτοφανής. Ἀλλά, ὅπως κάθε κρίση, θά μποροῦσε καί αὐτή νά ἔχει τίς θετικές της πλευρές, τίς παράπλευρες ὠφέλειές της, ἡ σημαντικότερη τῶν ὁποίων εἶναι νά μᾶς ἀνακαλέσει στήν πνευματική μας βάση, στή βαθειά ἐπίγνωση τῆς ταυτότητάς μας, τῆς ὁποίας τά τρία στοιχεῖα ὀφείλουμε νά προβάλουμε στό σύγχρονο κόσμο.
Ἡ παράδοση εἶναι τό πρῶτο στοιχεῖο πού καθορίζει τήν ταυτότητα μας. Εἴμαστε νέοι βλαστοί ρίζας βαθειᾶς. Καί ἐξυπακούεται ὅτι σέ περίπτωση πού ἀποκοποῦμε ἀπό τή ρίζα μας εἶναι βέβαιος ὁ μαρασμός μας. Καλή εἶναι ἡ ἐπιστροφή μας στή φύση καί τόν φυσικό τρόπο ζωῆς, πού τελευταῖα διαφημίζεται καί προβάλλεται. Καλή εἶναι ἡ ἀναζήτηση τῆς καθαρῆς ἀτμόσφαιρας καί τῆς ὑγιεινῆς διατροφῆς. Καλή εἶναι ἡ ἐπιθυμία γιά τήν ἀποκατάσταση πρωτογενῶν μας σχέσεων.
Μαζί, ὅμως, μέ αὐτά καί πέρα ἀπό αὐτά, χρειάζεται ἡ ἐπιστροφή στίς ρίζες μας γιά τή δυναμική πορεία μας πρός τό μέλλον, ὁ σεβασμός στήν ἱερή παρακαταθήκη πού κληρονομήσαμε.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἐντυπωσιασμένοι ἀπό τόν τεχνοκρατικό πολιτισμό μας, τήν κατανάλωση καί θεοποίηση τῆς ὕλης, περιφρονήσαμε τίς προσωπικές σχέσεις μέ τούς συνανθρώπους μας, τίς περιορίσαμε σέ ἀτομικές συναλλαγές ἤ σέ ἀπρόσωπες ἐπικοινωνίες μέ τά σύγχρονα μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης. Καί τό χειρότερο, ἐπιτρέψαμε νά διαλύεται ἡ οἰκογένεια μας, νά ὑπονομεύεται ἡ ἑνότητά της.
Ἡ παράδοσή μας θέλει τήν οἰκογένεια ἑνωμένη, «κατ’ οἶκον ἐκκλησία». Καί φυσικά οἱ γονεῖς ἐπωμίζονται αὐτή τήν εὐθύνη. Πῶς; Μέσα ἀπό τήν διαδικασία τῆς ἀγάπης. Ὅταν οἱ ἴδιοι ἀγαπιοῦνται πραγματικά, ὅταν ἀλληλοπροσφέρονται, χωρίς νά διεκδικοῦν, χωρίς νά περιμένουν ἀνταπόδοση στήν ἀγάπη τους, τότε συσπειρώνουν τά παιδιά κοντά τους, τά πείθουν, μποροῦν νά ἐνσταλάξουν στίς ψυχές τους ὅ,τι πιό ὡραῖο καί ὑψηλό: τήν πίστη, τήν ἀγάπη γιά τήν πατρίδα, τά ἰδανικά καί τίς ἀρετές τῆς φυλῆς μας, πού ἦταν πάντα ριζωμένα στίς καρδιές τῶν πατέρων μας.
Ἔχουμε χρέος αὐτό τό ἦθος πού παραλάβαμε ἀπό ἐκείνους, αὐτό πού βιώσαμε ὡς ἐμπειρία, ὅ,τι χρηστό δημιουργήσαμε ὡς λαός νά τό προσφέρουμε στό σύγχρονο κόσμο. Νά ξαναβροῦμε τό ἦθος πού ἀπεμπολήσαμε, τήν εὐγένεια, τό φιλότιμο, τήν λεβεντιά, τήν ἀξιοπρέπεια, τό μεράκι, τήν αἴσθηση τοῦ μέτρου καί τῆς ἁρμονίας, νά κρατήσουμε ζωντανές τίς ἱστορικές μας μνῆμες, τήν σοφία τῶν ἐθίμων μας. Καί ἄν τίς τελευταῖες δεκαετίες συστηματικά καί σχεδιασμένα χτυπήθηκαν οἱ ρίζες μας, καί τό διαδίκτυο βάζει σέ μιά χοάνη τίς φυλές καί τά ἔθνη, τούς λαούς καί τά κράτη, καί οἱ ἄνθρωποι μιμοῦνται στήν καθημερινότητά τους νέα ἤθη, πού μέσῳ τῆς μουσικῆς καί τοῦ θεάματος διαδίδονται, ἄς μή λησμονοῦμε τά λόγια τοῦ Σεφέρη: «Εἴμαστε ἕνας λαός μέ παλικαρίσια ψυχή, πού κράτησε τά βαθειά κοιτάσματα τῆς μνήμης του σέ καιρούς ἀκμῆς ἀλλά καί σέ αἰῶνες διωγμῶν… Τώρα πού ὁ τριγύρω μας κόσμος μοιάζει νά θέλει νά μᾶς κάνει τροφίμους ἑνός οἰκουμενικοῦ πανδοχείου, θά τήν ἀπαρνηθοῦμε, ἄραγε, αὐτή τή μνήμη; Δέν γυρεύω μήτε τό σταμάτημα, μήτε τό γύρισμα πρός τά πίσω. Γυρεύω τό νοῦ, τήν εὐαισθησία καί τό κουράγιο τῶν ἀνθρώπων πού προχωροῦν ἑμπρός… καί ἡ προσωπική μου ἐμπειρία δείχνει πώς τό πράγμα πού μέ βοήθησε περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο, δέν ἦταν οἱ ἀφηρημένοι στοχασμοί ἑνός διανοούμενου, ἀλλά ἡ πίστη καί ἡ προσήλωσή μου σέ ἕνα κόσμο ζωντανῶν καί περασμένων ἀνθρώπων, στά ἔργα τους στίς φωνές τους, στό ρυθμό τους, στή δροσιά τους. Αὐτός ὁ κόσμος, ὅλος μαζί, μοῦ ἔδωσε τό συναίσθημα πώς δέν εἶμαι μιά ἀδέσποτη μονάδα, ἕνα ἄχυρο στό ἁλώνι. Μοῦ ἔδωσε τή δύναμη νά κρατηθῶ ἀνάμεσα στούς χαλασμούς, πού ἦταν τῆς μοίρας μου νά δῶ. Καί ἀκόμη μέ ἔκανε νά νοιώσω, ὅταν ξαναεῖδα τό χῶμα πού μέ γέννησε, πώς ὁ ἄνθρωπος ἔχει ρίζες, καί ὅταν τίς κόψουν πονεῖ βιολογικά, ὅπως ὅταν τόν ἀκρωτηριάσουν.»
Ἰδού, λοιπόν, ἡ μακραίωνη παράδοσή μας ὡς ρίζα δυνατή μπορεῖ νά ἐξασφαλίσει καί τή δική μας ἐπιβίωση, κυρίως ὅμως, τήν προοπτική τά παιδιά μας νά κρατηθοῦν θαλλερά στή ζωή καί νά ἐξανθίσουν στόν ἤλιο τῆς καταξίωσης.
Τό δεύτερο στοιχεῖο τῆς ταυτότητάς μας εἶναι ἡ γλῶσσα μας ἡ ἑλληνική, ἡ διαχρονική ἀξία πού πρέπει νά εἶναι τό μεγάλο καμάρι μας καί τό μεγάλο στήριγμά μας. Δέν εἶναι γλῶσσα πέντε ἤ ἕξι αἰώνων, ὅπως τῶν δυτικῶν, ἀλλά πενταπλασίων αἰώνων, μέ ἀσύλληπτο πλοῦτο λέξεων καί ἀπροσμέτρητες δυνατότητες ἔκφρασης. Τό νά προφέρουμε ἀκόμα καί σήμερα τίς λέξεις οὐρανός ἤ θάλασσα ἤ ἥλιος ἤ σελήνη ἤ ἄνεμος, ὅπως τίς ἔλεγαν ἡ Σαπφώ καί ὁ Ἀρχίλοχος δέν εἶναι μικρό πρᾶγμα κατά τόν Ἐλύτη, εἶναι πολύ σπουδαῖο.
Ἄς ἀκούσουμε, ὅμως, τόν Σεφέρη πού γράφει «…Γιά κοιτᾶξτε πόσο θαυμάσιο πρᾶγμα εἶναι νά λογαριάζει κανείς πώς ἀπό τήν ἐποχή πού μίλησε ὁ Ὄμηρος ὥς τά σήμερα μιλοῦμε, ἀνασαίνουμε καί τραγουδᾶμε μέ τήν ἴδια γλῶσσα. Κι αὐτό δέ σταμάτησε ποτέ, εἴτε σκεφτοῦμε τήν Κλυταιμνήστρα πού μιλᾶ στόν Ἀγαμέμνονα, εἴτε τήν Καινή Διαθήκη, εἴτε τούς ὕμνους τοῦ Ρωμανοῦ καί τόν Διγενῆ Ἀκρίτα, εἴτε τό Κρητικό Θέατρο καί τόν Ἐρωτόκριτο, εἴτε τό δημοτικό τραγούδι. Καί ὅλοι αὐτοί, οἱ μεγάλοι καί οἱ μικροί, πού σκέφτηκαν, μίλησαν, μέτρησαν ἑλληνικά, δέν πρέπει νά νομίσετε πώς εἶναι σάν ἕνας δρόμος, μιά σειρά ἱστορική, πού χάνεται στή νύχτα τῶν περασμένων καί βρίσκεται ἔξω ἀπό σᾶς. Πρέπει νά σκεφτεῖτε πώς ὅλα αὐτά βρίσκονται μέσα σας, πώς εἶναι τό μεδούλι τῶν κοκκάλων σας, καί πώς θά τό βρεῖτε ἄν σκάψετε ἀρκετά βαθειά τόν ἑαυτό σας…».
Πρέπει, ὄντως, νά ἐλεγχώμαστε, ὅταν κάποιοι συμπατριῶτες μας, χωρίς νά ἔχουν τό δικαίωμα, περιφρονοῦν τή γλῶσσα μας, ὅπως μᾶς παραδόθηκε ἀπό τά ἀρχαῖα χρόνια, καί θεωροῦν τήν ἐκμάθησή της ὡς ἄχρηστο μπελᾶ καί χάσιμο χρόνου, τή στιγμή πού οἱ μεγάλοι τοῦ πνεύματος θεωροῦν ὡς εὐλογία τήν ἐκμάθηση ἀκόμη καί τῶν παλαιοτέρων μορφῶν της.
Ἄν στή σύγχρονη Εὐρώπη ὑπάρχουν λαοί, πού τιμοῦν ὑπέρμετρα τή γλῶσσα τους, φθάνοντας κάποιες φορές στό ἀκραῖο σημεῖο νά μήν ἀπαντοῦν στούς ξένους τους, ὅταν ἐκεῖνοι δέν τούς ἀπευθύνονται στήν τοπική τους γλῶσσα, θά πρέπει, ἴσως, νά προβληματιστοῦμε γιά τή δική μας στάση. Τή γλῶσσα πού μᾶς ἔδωσαν ἑλληνική οἱ πατέρες μας, τή γλῶσσα πού ζυμώθηκε μέ τόν ἱστορικό μας βίο καί τήν ὑπόστασή μας, ἔχουμε ἱερή ὑποχρέωση νά τήν καταθέτουμε στόν σύγχρονο κόσμο ὡς ἀναπόσπαστο στοιχεῖο τῆς ταυτότητας μας, καί ὡς θησαυρό πολύτιμο.
Καί ἄς ἔλθουμε στό τρίτο καί σημαντικότερο στοιχεῖο τῆς ταυτότητάς μας, τήν Ὀρθόδοξη πίστη μας, αὐτή πού μᾶς παρέδωσαν οἱ πατέρες μας ἐμπειρικά τεκμηριωμένη στά μοναστήρια καί τίς ἐκκλησίες, στά μυστήρια καί τή ζωή τους.
Δέν πρόκειται, φυσικά, γιά ἕνα ρομαντικό ἰδεολόγημα. Εἶναι πρόταση ζωῆς, πού δίνει ὅραμα καί πρό πάντων ἐλπίδα. «Αὕτη ἡ πίστις τήν οἰκουμένην ἐστήριξεν». Εἶναι ἡ ἴδια ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, ὅπως ἡ Ἐκκλησία τήν παρέλαβε, ὅπως οἱ πατέρες ἐδογμάτισαν, ὅπως ὀφείλουμε νά τήν ὁμολογοῦμε καί νά τήν κηρύττουμε καθημερινά στή ζωή μας, μέσα στό σύγχρονο πλαίσιο τῶν ὅποιων προβλημάτων, τάσεων, καί νοοτροπιῶν.
Τό ὀρθόδοξο ἦθος εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχήν πνευματικός μας πλοῦτος, πού ὀφείλουμε πρώτιστα νά διασώσουμε στό σύγχρονο κόσμο. Πῶς; Μέ τήν αὐθεντικότητα τοῦ βιώματός μας.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ἐποχή μας βάλλει κατά τοῦ ἀληθινοῦ καί αὐθεντικοῦ. Ἐπινοεῖ καί παράγει πολλά «δῆθεν». Τά σαλόνια μας κοσμοῦνται συχνά ἀπό λουλούδια πού μοιάζουν μέ ἀληθινά, ἀλλά δέν εἶναι. Τά studio τῆς τηλεόρασης παρουσιάζουν περιβάλλοντα πού δέν ὑπάρχουν. Οἱ διαφημίσεις παραπέμπουν σέ κόσμους, πού δέν ἔχουν καμμιά σχέση μέ τήν πραγματικότητα. Οἱ ἄνθρωποι βάφονται, ἐπιτηδεύονται, ἀκόμη καί χειρουργοῦνται γιά νά δείξουν πρόσωπα πού δέν εἶναι ἀληθινά, ἡλικίες πού ἀπατοῦν, φῦλα μή συμβατά μέ τις ὁρμόνες καί τά ἀνατομικά χαρακτηριστικά τους.
Σέ αὐτή τήν ἐποχή, πού ἔχει χάσει τή γνησιότητά της, ὀφείλουμε ὅλοι νά ἀναδείξουμε τό ὀρθόδοξο ἦθος μας. Πῶς; Ὄντας πολύ ἀνθρώπινοι καί ἀληθινοί, χωρητικοί ὅλων, φιλάνθρωποι καί κοινωνικοί, κατανοῶντας τίς ἀδυναμίες μας, ἀλλά καί τίς δυνατότητές μας. Ζῶντας τή χαρά ἀκόμα καί μέσα ἀπό τήν ἄσκηση, τή στέρηση, τή θυσία. Ζῶντας τήν ἐλπίδα ἀκόμα καί μέσα ἀπό τόν πόνο καί τήν ἀσθένεια.
Συμπορευόμενοι μέ τούς συνανθρώπους μας στό δρόμο τῆς ζωῆς, τιμῶντας τους ὡς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, κοινωνῶντας μαζί τους τή σωτηρία. Ζῶντας «ἐν τῇ γῇ καί πολιτευόμενοι ἐν οὐρανοῖς». Φροντίζοντας, σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας, νά φερόμαστε καί νά πράττουμε ὅπως θά φερόταν και θά ἔπραττε ὁ Ἰησοῦς, ἄν βρισκόταν στή θέση μας.
Εἶναι ἀλήθεια, ὅμως, πώς ὑστεροῦμε σέ αὐθεντικότητα, καί οἱ συνέπειες εἶναι ὀλέθριες, καθώς, ἀντί νά οἰκοδομοῦμε, καταστρέφουμε. Ἰδού ἕνα ἁπλό καθημερινό παράδειγμα: Ἀριστοῦχος μαθητής, παιδί γονιῶν πολύ θρησκευομένων, μέ νηστεῖες στό σπίτι, ἐκκλησιασμό τίς Κυριακές κ.λ.π., κάποια μέρα κλείνει τά βιβλία καί σταματᾶ νά διαβάζει. Ἀνησυχοῦν οἱ γονεῖς, καί στήν ἐρώτησή τους «τί συμβαῖνει;» τό παιδί ἀπαντᾶ «εἶμαι ἄθεος. Δέν πιστεύω τίποτα, δέν μέ γεμίζει τίποτα, δέ θέλω τίποτα νά κάνω.» Ἀναστατώθηκαν οἱ γονεῖς. «Μά ἐσύ παιδί μου, πού μέσα στήν Ἐκκλησία σέ μεγαλώσαμε, εἶναι δυνατόν νά μιλᾶς ἔτσι; Πᾶμε νά μιλήσουμε μέ ἕναν καλό πνευματικό.» Πῆγαν. «Τί σοῦ συμβαίνει, καλό μου;» ρωτᾶ ἐκεῖνος. «Τίποτα πάτερ, ἁπλᾶ εἶμαι ἄθεος.» «Εἶσαι σίγουρος γι’ αὐτό παιδί μου;» ρωτᾶ ὁ ἱερέας. «Ναί, πάτερ, μοῦ τό ἔχουν ἀποδείξει οἱ γονεῖς μου. Κάθε Κυριακή σταυροκοπιοῦνται στήν Ἐκκλησία καί μετά στό σπίτι ψέμματα, ἐντάσεις, ἀσυνέπεια, αὐστηρότητα, ἀπίστευτη σκληρότητα. Ε! Δέν πιστεύω σ’ ἕναν τέτοιο Θεό, πού ἔχει κάνει ἔτσι τούς γονεῖς μου.» Βέβαια ὁ καλός ἱερέας εἶπε: «Ναί, παιδί μου, ἄλλου εἴδους εἶναι ὁ Θεός. Θέλεις νά Τόν ἀνακαλύψουμε μαζί;»
Ὡστόσον, ὅμως, ἐμεῖς ἀντιλαμβανόμαστε πώς ὁ τρόπος μας μπορεῖ, ἀντί νά οἰκοδομήσει, ἀντί νά μυήσει τά παιδιά μας στήν πνευματική ζωή, μπορεῖ νά καταστρέψει. Καί ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι τά κηρύγματά μας ἀποτυγχάνουν, καί τά λόγια μας δέν πείθουν. Τά παιδιά καί οἱ ἄνθρωποι γύρω μας ἔχουν ἀνάγκη ἀπό μετάγγιση ἐμπειρίας καί παραδείγματος. Θέλουμε νά διδάξουμε ταπείνωση στά παιδιά μας.
Μᾶς ἔχουν, ὅμως, δεῖ νά ὑποχωροῦμε; Νά ζητᾶμε συγγνώμη; Νά χάνουμε τό δίκιο μας καί νά μήν ἀντιμιλᾶμε; Νά ἀντέχουμε στόν πόνο χωρίς νά διαμαρτυρόμαστε; Μᾶς ἔχουν δεῖ, ὅταν ἀποτυγχάνουμε νά τό παίρνουμε σάν ἀφορμή γιά νά πλησιάσουμε περισσότερο τό Θεό; Ἔχουμε φροντίσει τό σπίτι μας νά δίνει τήν αἴσθηση τῆς θεϊκῆς παρουσίας; Μᾶς εἶδαν νά προσευχόμαστε καί νά λύνουμε τά προβλήματά μας;
Ἀντί νά προτρέπουμε τούς ἄλλους καί τά παιδιά μας νά κοινωνοῦν ἄς τούς δώσουμε τήν ἐμπειρία τῆς δικῆς μας θείας ἀλλοιώσεως ἀπό τή συμμετοχή μας στό μυστήριο. Δυστυχῶς, εἴμαστε σπάταλοι σέ συμβουλές, πτωχοί, ὅμως, σέ βίωμα.
Εἶναι χρέος μας ἐπιτακτικό νά ὁμολογοῦμε, μέ τό αὐθεντικό βίωμά μας, τήν ὀρθόδοξη πίστη μας, νά λειτουργοῦμε ὡς ἄμβωνες, ἐκφέροντας τόν λόγο μας, προβάλλοντας τό ἦθος μας, προσφέροντας τό παράδειγμά μας. Ἴσως εἶναι λίγοι πού θά ἀνταποκριθοῦν σ’ αὐτό τό κάλεσμα. Ὅμως, ἡ ὀρθοδοξία πάντα στούς λίγους στηρίζεται, στή μικρή ζύμη πού ὅλο το φύραμα ζυμοῖ.
Τό ὀρθόδοξο ἦθος μας ἀποτελεῖ τήν κατ’ εξοχήν ἐγγύηση τῆς περιφρούρησης τῶν δικαιωμάτων τῶν παιδιῶν. Ἄν, ὡς ὀρθόδοξοι, ἀναγνωρίζουμε τήν ἀνεκτίμητη ἀξία κάθε ἀνθρώπινου προσώπου ὡς ἔμψυχης εἰκόνας τοῦ Θεοῦ, ὁπωσδήποτε στά παιδιά διοχετεύουμε καί ἐξαντλοῦμε ὅλα τά ἀποθέματα τῆς στοργῆς μας, τῆς φροντίδας μας και τῆς πιό ἄδολης ἀγάπης μας. Μᾶς ἐμπνέει πάντα ἡ διδαχή καί τό παράδειγμα Ἐκείνου, πού πῆρε στήν ἀγκαλιά Του τά παιδιά, τά εὐλόγησε, τά ἐτίμησε, καί τά ἐξύψωσε σέ πρότυπα, πού ὀφείλουμε νά μιμηθοῦμε, καθώς ἀποτελοῦν τούς βέβαιους πολίτες τῆς βασιλείας Του.
Ἀξίζει στό σημεῖο αὐτό να ἀναφερθοῦμε στήν ἱστορική καί ὁμολογιακή ἐγκύκλιο τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2013, ἡ ὁποία διακηρύσσει ὅτι: «Χρειαζόμαστε μιά κοινωνία μέ ταυτότητα, καί αὐτή ἡ ταυτότητα δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄλλη ἀπό τήν ἑλληνική καί ὀρθόδοξη», καί συνεχίζει: «Ἡ πολυπολιτισμική κοινωνία μέ τήν ἔμφαση πού δίνει στήν ἑτερότητα, δέν καταργεῖ τήν ταυτότητα. Ἀντιθέτως, ἡ ἑτερότητα εἶναι γόνιμη εὐκαιρία γιά νά συνειδητοποιηθεῖ σαφέστερα ἡ ταυτότητα. Οἱ δύο ἔννοιες δέν εἶναι ἀλληλοαποκλειόμενες, ἀλλά ἀλληλοσυμπληρούμενες. Ἡ ἱστορία διδάσκει ὅτι λαοί πού χάνουν τήν πολιτική τους ἐλευθερία μποροῦν σέ κάποια στιγμή νά ἀπελευθερωθούν. Λαοί πού καταντοῦν στήν οἰκονομική χρεοκοπία εἶναι δυνατόν νά ἐπανεύρουν τήν οἰκονομική τους ἰκμάδα. Λαοί, ὅμως, πού χάνουν τήν πολιτιστική τους φυσιογνωμία, μοιραῖα ὁδηγοῦνται στήν ἐξαφάνιση».
Ἀγαπητοί μου, ὅταν ὁ μεγάλος βρετανός βυζαντινολόγος Steven Runsiman, μιλῶντας στό BBC, ἔλεγε ὅτι ὁ 21ος αἰῶνας εἶναι ὁ αἰῶνας τῆς Ὀρθοδοξίας, δέν ἀποκάλυπτε μονάχα τήν οἰκουμενική ἀναζήτηση τῆς Ὀρθοδοξίας· ἀνεπαίσθητα φανέρωνε καί τό δικό μας χρέος. Ἰδιαίτερα τοῦτο τόν καιρό, πού ἀναζητοῦμε διεξόδους στά ποικίλα ἀδιέξοδα τῆς κοινωνίας μας, στάση ζωῆς, ἄγκυρα ἐλπίδας στά ρεύματα τῆς πολυπολιτισμικότητας, εἶναι ἡ κατάλληλη εὐκαιρία νά κοιτάξουμε πιό βαθειά, πιό μακριά στόν ὁρίζοντα. Νά βροῦμε τή χαμένη μας πίστη. Νά ἀνατρέξουμε σ’ αὐτήν ὄχι ὡς ἰδεολογία ἤ ἱερό στοχασμό, ἀλλά ὡς βίωμα καί ἐμπειρία τῶν ἁγίων μας. Ἔχουμε χρέος στούς προγόνους μας, στόν ἑαυτό μας, κυρίως, ὅμως, στά παιδιά μας.
Δεδομένου, μάλιστα, ὅτι τό ἔτος 2017 ἔχει ἀνακηρυχθεῖ ἀπό τόν Παναγιώτατο Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο ὡς ἔτος προστασίας τῆς ἱερότητας τῆς παιδικῆς ἡλικίας, ἡ εὐθύνη βαραίνει περισσότερο στούς ὥμους μας νά βαδίσουμε μπροστά σέ συνέχεια τῶν βημάτων τῆς ἱστορίας μας, τῆς παράδοσής μας, τῆς Ὀρθόδοξης πίστης μας. Δέν ἔχουμε περιθώρια ὀλιγωρίας καί ἐφησυχασμοῦ. Καί γιά νά κλείσω, ὅπως ἄρχισα, μέ στίχο τοῦ Ἐλύτη -,ἡμέρα μνήμης του σήμερα -,«Τήν ἄνοιξη κι ἄν δέν τή βρεῖς, τήν φτιάχνεις». Ἄς τό ἐπιχειρήσουμε!».