Η αδιόδευτος πύλη
π. Δημητρίου Μπόκου
Ἡ Ἱερουσαλὴμ πέφτει στὰ χέρια τῶν Βαβυλωνίων (586 π. Χ.). Καταστρέφεται ὁλοσχερῶς ἡ πόλη καὶ ὁ ναὸς τοῦ Σολομῶντος. Οἱ Ἰσραηλίτες μεταφέρονται αἰχμάλωτοι γιὰ 70 χρόνια στὴ Βαβυλώνα. Ὁ προφήτης Ἰεζεκιήλ, αἰχμάλωτος ὁ ἴδιος ἀπὸ τὸ 598 π. Χ., προσπαθεῖ μὲ τὶς προφητεῖες του νὰ στηρίξει τὸν λαό του στὴν πίστη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Βλέπει «ἐν ὁράματι» μιὰ νέα κατάσταση, ποὺ ὑποδηλώνει ὄχι ἁπλῶς τὸν ἐπαναπατρισμὸ τοῦ λαοῦ του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀπώτερη ἐποχὴ τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ καὶ τὴν ἀκόμα πιὸ μακρινὴ ἐγκαθίδρυση τῆς αἰώνιας Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Μιὰ εἰκόνα ποὺ προφητεύθηκε καὶ ἀπὸ ἄλλους μεγάλους προφῆτες: «Ἐκ Σιὼν ἐξελεύσεται (=θὰ ἐξέλθει) νόμος καὶ λόγος Κυρίου ἐξ Ἱερουσαλὴμ» (Ἡσ. 2, 3). Καὶ «καλέσουσι (=θὰ ὀνομάσουν) τὴν Ἱερουσαλὴμ θρόνον Κυρίου καὶ συναχθήσονται (=θὰ συγκεντρωθοῦν) πάντα τὰ ἔθνη εἰς αὐτὴν» (Ἱερ. 3, 17). Λόγια ποὺ ὑποδηλώνουν τὴ μελλοντικὴ ἀντικατάσταση τῆς παλαιᾶς σκιώδους λατρείας καὶ τοῦ νόμου τοῦ Σινᾶ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ λατρεία καὶ τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὁ Κύριος μεταφέρει σὲ ἔκσταση τὸν Ἰεζεκιὴλ στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸν τοποθετεῖ σὲ ὄρος πανύψηλο, ἀπὸ ὅπου βλέπει τὸν νέο ναὸ μὲ τὶς πολλές του οἰκοδομὲς σὰν ὁλόκληρη πόλη μπροστά του. Ἄγγελος Κυρίου τὸν παίρνει γιὰ νὰ μετρήσουν τὶς διαστάσεις ὅλων τῶν κτιρίων καὶ τοῦ δείχνει λεπτομερῶς κάθε σημεῖο, γιὰ νὰ τὰ μεταφέρει μὲ ἀκρίβεια στὸν λαό του. Ξεκίνησαν ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴ πύλη τοῦ τείχους. Ὁ ἄγγελος τὸν περιόδευσε παντοῦ διαγράφοντας κύκλο καὶ ξαναῆρθαν στὴν πύλη ποὺ ἔβλεπε πρὸς ἀνατολάς.
Ὁ προφήτης βλέπει ξαφνικὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἰσραὴλ νὰ ἔρχεται ἀπὸ τὴν ὁδὸ ποὺ ὁδηγοῦσε στὴν ἀνατολικὴ πύλη. Ἄκουσε βοὴ ἀλαλαγμοῦ ἀπὸ στράτευμα, σὰν ἀντίλαλο ποὺ ἐπαναλαμβάνεται πολλὲς φορὲς μέσα στὶς χαράδρες. Ἦταν τόση ἡ θεϊκὴ λάμψη γύρω ἀπ’ τὸ φαινόμενο ἅρμα τοῦ Κυρίου, ποὺ ἡ γῆ ἔλαμπε ἀπὸ τὸ λαμπρὸ φεγγοβόλημά της. Ὁ Κύριος ἔρχεται πάντα σὰν φωτεινὴ ἀνατολή. Ἀνατέλλει ἀνάμεσα στὸν λαό του ὡς «φῶς τὸ ἀληθινόν». Μὲ αὐτὴ τὴ μεγαλοπρεπῆ ἐμφάνιση ἔκαμε τὴν εἴσοδό του, μέσα ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴ πύλη, στὸν ἱερὸ χῶρο τοῦ ναοῦ. Πνεῦμα Κυρίου σήκωσε τὸν Ἰεζεκιὴλ καὶ τὸν ἔμπασε στὴν ἐσωτερικὴ αὐλή. Ἀπὸ ἐκεῖ εἶδε ὅτι ὁ ναὸς ἦταν γεμάτος ἀπὸ τὴ δόξα τοῦ Κυρίου καὶ ἔλαβε ἐντολὴ νὰ δείξει λεπτομερῶς τὸ ὅραμά του στὸν λαό, ὥστε νὰ παύσουν νὰ ἁμαρτάνουν.
Τέλος, ὁ προφήτης διηγεῖται ὅτι ὁ ἄγγελος τὸν ὁδήγησε ξανὰ στὴν ἐξωτερικὴ ἀνατολικὴ πύλη. «Καὶ αὕτη ἦν κεκλεισμένη. Καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἡ πύλη αὕτη κεκλεισμένη ἔσται». Δὲν θὰ ἀνοιχθεῖ. Κανένας δὲν θὰ διέλθει ἀπὸ αὐτήν, διότι Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραὴλ θὰ εἰσέλθει περνώντας μέσα ἀπὸ αὐτὴν καὶ θὰ μείνει πάλι κλειστή. Διότι ὁ Ἄρχοντας αὐτὸς θὰ καθίσει σ’ αὐτὴν καὶ θὰ φάγει τὸν ἄρτο του ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Θὰ εἰσέλθει ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῆς στοᾶς τῆς πύλης αὐτῆς καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια ὁδὸ θὰ ἐξέλθει (Ἰεζ. κεφ. 40-44).
Ἡ συγκλονιστικὴ αὐτὴ προφητεία ἐπαληθεύεται στὸ πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Αὐτὴ εἶναι ἡ «κατὰ ἀνατολὰς πύλη», ποὺ μετὰ τὴ γέννηση καὶ εἴσοδό της στὸν ναὸ «προσμὲνει τὴν εἴσοδον τοῦ ἱερέως τοῦ μεγάλου, μόνη καὶ μόνον εἰσάγουσα Χριστὸν εἰς τὴν οἰκουμένην». Εἶναι ἡ «πύλη Κυρίου ἡ ἀδιόδευτος» (=ἀπ’ τὴν ὁποία δὲν διῆλθε κανένας). «Δι’ αὐτῆς διῆλθεν ὁ Κύριος, ἐξ αὐτῆς προῆλθεν ὁ Ὕψιστος, καὶ πάλιν ἐσφραγισμένην κατέλιπεν».
Ἐδῶ «νικᾶται φύσεως τάξις» καὶ κάθε νόμος φυσικὸς μένει στὸ περιθώριο, ἀνενεργός. «Τὰ ὑπὲρ ἄνθρωπον» αὐτὰ γεγονότα, δηλαδὴ «τὸ ἀπ’ αἰῶνος μυστήριον» τοῦ Θεοῦ, «τῆς σωτηρίας ἡμῶν τὸ κεφάλαιον», κατὰ τὸ ὁποῖο «ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Υἱὸς τῆς Παρθένου γίνεται», φανερώνεται στὸν κόσμο ἀπὸ τὸν πρωτοστάτη ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος πεμπόμενος «οὐρανόθεν… τῇ Θεοτόκῳ …τὴν χάριν εὐαγγελίζεται» καὶ ἀποκαλύπτει «βουλὴν προαιώνιον» τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σιωπήσει μπρὸς στὸ ὑπέροχο αὐτὸ γεγονὸς καὶ ὑμνεῖ τὴν Θεοτόκο μὲ τὰ λόγια: «Χαῖρε πύλη μόνη», τὴν ὁποία «διώδευσε» (=πέρασε) μόνο ὁ Λόγος (Χριστὸς) καὶ ἡ ὁποία, συντρίβοντας μὲ αὐτὴ τὴ γέννηση τοὺς μοχλοὺς καὶ τὶς πύλες τοῦ Ἄδη, ἔγινε «ἡ θεία εἴσοδος τῶν σῳζομένων». Τὸ κλείσιμο τῆς πύλης αὐτῆς μετὰ τὴ διέλευση τοῦ Θεοῦ Λόγου δηλώνει τὴν τριπλῆ ἀειπαρθενία τῆς Θεοτόκου: Πρὸ τοῦ τόκου, κατὰ τὸν τόκο καὶ μετὰ τὸν τόκο.
Αὐτὴν τὴ σωτήρια πύλη, ἀπ’ τὴν ὁποία δὲν διῆλθαν οὔτε κἂν λογισμοὶ πονηροὶ («λογισμοῖς ἀδιόδευτος»), ἂς τιμοῦμε, ἂς ὑμνοῦμε, ἂς ἐπικαλούμαστε καὶ ἐμεῖς.
«Χαῖρε ἡ πύλη τῆς σωτηρίας»!
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 392, Μάρτ. 2016)