Στο Άγιον Όρος…

” Στο Άγιον Όρος, μεταξύ της περιοχής της Μεγίστης Λαύρας και των Καυσοκαλυβίων, ζούσε πριν από πολλά χρόνια ένας μοναχός, ο πατήρ Πανάρετος. Κάποτε του ήλθε ο λογισμός να κάνει μπροστά στο καλυβάκι του ένα μικρό κήπο και για να ασκείται σωματικά, αλλά και για να έχει λιγοστά κηπευτικά, στην απαράκλητη εκείνη έρημο.
Μετά από αγώνα και ιδρώτα πολλών ημερών για να σκάψει το πετρώδες εκείνο μέρος, αισθάνθηκε μία μέρα ότι η τσάπα του, χτύπησε επάνω σε μία πλάκα.
Με πολύ κόπο κατόρθωσε να την ανασηκώσει για να δη τί είναι από κάτω. και τί είδε;! Έναν τάφο με ένα λείψανο ολοζώντανο! Έναν ιερέα, ενδεδυμένο με όλα του τα ιερά άμφια, σαν να είχε ενταφιαστεί την προηγουμένη ημέρα. Τόσο ζωντανός ήταν! Ο τάφος δε και το άγιο λείψανο ανέδιδαν μια θαυμάσια, άρρητη, υπερκόσμια ευωδία. Συγχρόνως δε απλώθηκε άπλετο, παράδοξο, λευκότατο φως, πού κάλυψε τον τάφο και την γύρω περιοχή.
Πενήντα χρόνια ασκήτευε εκεί, στα Καυσοκαλύβια, ο πατήρ Πανάρετος, αλλά δεν είχε ακούσει για την ζωή ή τον θάνατο κάποιου μεγάλου ερημίτου, όπως ήταν ο Άγιος αυτός, πού αντίκρυσε μέσα στον τάφο.
Μετά την πρώτη έκπληξη άρχισε να κλαίει προσευχόμενος: Άγιε τού Θεού, φανέρωσέ μου, σε παρακαλώ, ποιός είσαι, πόσα χρόνια έζησες εδώ στην έρημο και σ’ ευχαριστώ, διότι αξίωσες εμένα τον ανάξιο τον αμαρτωλό να μου φανερώσεις την αγιωσύνη σου.
Αγρύπνησε όλη την νύχτα ο ευλαβέστατος εκείνος Γέροντας στην προσευχή και εσκέπτετο να αναφέρει το γεγονός αυτό στην Μονή της Μεγίστης Λαύρας. Από την πολλή αγρυπνία κουράστηκε και το πρωί σαν να λαγοκοιμήθηκε. Οπότε έκπληκτος είδε τον άγνωστο εκείνον άγιο μέσα σε λάμψη μυρίων αστραπών, ενώ συγχρόνως τον εκύκλωσε πλήθος Αγγέλων, πού έψαλλαν όλοι μαζί μελωδικώτατα τον ύμνο Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ…
Και τότε ρώτησε ο Άγιος τον πατέρα Πανάρετο, σε αυστηρό τόνο, αλλά με πολύ γλυκειά φωνή:
–Τί σκέπτεσαι να κάνεις, αββά;
–Άγιε τού Θεού, είχα τον λογισμό να ειδοποιήσω το Μοναστήρι της Λαύρας, να έλθουν να σε πάρουν, διότι είσαι εδώ λησμονημένος και περιφρονημένος, για να σε γνωρίσει το πλήρωμα τού Αγίου Όρους και ολόκληρη η Ορθοδοξία, απάντησε έντρομος ο πατήρ Πανάρετος.
Και αμέσως ο Άγιος τού είπε:
–Δεν κάναμε μαζί τούς αγώνες, και πώς συ θέλεις να ρυθμίσεις και να μετακομίσεις το Λείψανό μου; Εγώ αγωνίστηκα εδώ πενήντα χρόνια και περισσότερο. Βάλε με, σε παρακαλώ στη θέση μου και τοποθέτησε την πλάκα στον τάφο και δεν θα φανερώσεις, όσο ζεις, σε κανέναν, απολύτως τίποτε.
Συνήλθε ο Γέρων Πανάρετος, εκάλυψε τον τάφο και ησύχασε, πάντοτε προσευχόμενος στον ανώνυμο εκείνο άγιο.
Όταν γήρασε, ήλθε και κατοίκησε στα Καυσοκαλύβια. Λίγο προ τού θανάτου του εγνωστοποίησε το γεγονός στους πατέρες της Σκήτης και σ’ έναν υποτακτικό πού είχε, χωρίς όμως να φανερώσει την τοποθεσία και άλλες λεπτομέρειες, για τον άγνωστο εκείνον Άγιο.”

Από το Βιβλίο « ΤΟ ΠΙΣΤΕΥΩ ΩΣ ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ » του πρωτοπρεσβυτέρου Στεφάνου Αναγνωστοπούλου ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ ΑΒΕΕ www.eptalofos.gr