Εσύ, όταν νηστεύεις…
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Η νηστεία αποτελεί μία από τις κύριες πτυχές της χριστιανικής παράδοσης. Οι περισσότεροι βεβαίως άνθρωποι σήμερα θεωρούν τέτοιες κινήσεις εθιμικές. Μία αλλαγή στον τρόπο της ζωής μας, η οποία όμως δεν μπορεί να έχει συστηματικό χαρακτήρα. Επικρατεί στον νου και την καρδιά μας το «δεν μπορώ περισσότερο». Κάποιοι πάλι θεωρούν πως η νηστεία είναι χρήσιμη αναφορικά με την αλλαγή διατροφής με σκοπό την σωματική ευεξία. Την συνδυάζουν με την μεσογειακή διατροφή και επικαλούνται οδηγίες ειδικών. Άλλοι πάλι χρησιμοποιούν ως πρόφαση έναν λόγο που τον αποδίδουν στον Χριστό: «τα εξερχόμενα βλάπτουν, όχι τα εισερχόμενα». Έτσι, σα να είναι άγιοι στα υπόλοιπα της ζωής τους, στα εξερχόμενά τους, περιφρονούν την νηστεία. Ωστόσο υπάρχουν και εκείνοι οι οποίοι αισθάνονται την ανάγκη να ακολουθήσουν το πνευματικό πρόγραμμα της Εκκλησίας, να παλέψουν ώστε η αγία και μεγάλη Τεσσαρακοστή να γίνει εφαλτήριο άσκησης και αγώνα, με όπλο την νηστεία, ώστε να ξαναδούνε τον εαυτό τους και τον τρόπο ζωής μέσα στον κόσμο και τον πολιτισμό, όπου η έννοια της στέρησης και μάλιστα της εκούσιας αποτελεί αφορμή μεγάλης αντίδρασης. Ο σύγχρονος άνθρωπος στερείται μόνο όταν αναγκάζεται. Εγκρατεύεται υποχρεωτικά όταν οι περιστάσεις της ζωής του το επιβάλουν. Αν μπορούσε να ακολουθεί τις επιταγές του πολιτισμού, θα έτρωγε και θα ζούσε όπως το θέλημά του θα τον καθοδηγούσε, χωρίς να στερείται κάτι και μάλιστα εκούσια.
Ο Χριστός, στο ευαγγέλιο που διαβάζουμε την Κυριακή της Τυρινής και το οποίο είναι απόσπασμα από την επί του όρους ομιλία Του, θεωρεί αυτονόητη την νηστεία για τους ανθρώπους. Δεν είναι μόνο ο μωσαϊκός νόμος, ο οποίο την θεωρούσε προϋπόθεση για μετοχή στο θέλημα του Θεού. Είναι και η δική Του διδασκαλία για τον κόσμο. Η νηστεία, δηλαδή η εκούσια στέρηση συγκεκριμένων τροφών για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, μας οδηγεί σε έναν τρόπο ζωής ο οποίος βλέπει τόσο την τροφή όσο και τον χρόνο διαφορετικά. Η τροφή δεν είναι η προτεραιότητα για να έχει η ζωή μας νόημα. Η τροφή δεν ακυρώνει τον θάνατο. Μας συντηρεί στη ζωή, χωρίς όμως να την νοηματοδοτεί. Η εκούσια στέρηση της τροφής τόσο γενικά όσο και με εναλλαγή των ειδών της, γίνεται αφετηρία για να αναζητήσουμε τον Ίδιο ως τον Άρτο της Ζωής . δηλαδή ως το Θεανθρώπινο Πρόσωπο που αναδέχεται τα πάθη μας, όσο και τα χαρίσματά μας για να οδηγήσει τον εαυτό μας τόσο στην κάθαρση από την επιλογή μιας ζωής που μένει στο σήμερα, αλλά και στην αξιοποίηση των χαρισμάτων μας στην προοπτική της διακονίας του πλησίον. Νηστεύω σημαίνει νιώθω ότι καλούμαι να στερηθώ την αυτάρκεια των χαρισμάτων μου, να κάνω έξοδο από το εγώ μου και να προσφερθώ στον πλησίον μου, για να βρίσκεται εκεί ο αληθινός θησαυρός μου. Έτσι νοηματοδοτείται αλλιώτικα και ο χρόνος μου. Διότι γνωρίζω ότι δεν είναι το φαγητό και μάλιστα η απόλαυσή του που τον ομορφαίνουν. Είναι η σχέση με τον Άρτο της Ζωής, σημείο της οποίας είναι η υπακοή στον λόγο και το παράδειγμά Του. Αγαπώ τον Χριστό σημαίνει εμπιστεύομαι την οδό που μου έδειξε. Την κένωσή Του από το να είναι μόνο Θεός. Την εκούσια στέρηση και παραίτηση από την παντοδυναμία να ζήσει και να επιβληθεί έναντι του κόσμου, τον οποίο ο Ίδιος δημιούργησε. Ακόμη και την μικρή παραίτηση από την τροφή, όπως μας απέδειξε με την νηστεία Του στο Σαραντάριο Όρος πέραν του Ιορδάνου, μετά την Βάπτισή Του.
Η νηστεία για τον Κύριο έχει τις δικές της προϋποθέσεις. Πρώτον να μην είναι υποκρισία. Δεύτερον να είναι χαρά. Και τρίτον να έχει έναν χαρακτήρα εσωτερικής αναγέννησης, στροφής προς τον εαυτό μας και αναζήτησης του Θεού Πατρός. «Συ δε νηστεύων άλειψαί σου την κεφαλήν και το πρόσωπόν σου νίψαι, όπως μη φανής τοις ανθρώποις νηστεύων, αλλά τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ, και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ» (Ματθ. 6, 17-18). «Εσύ, όταν νηστεύεις, περιποιήσου τα μαλλιά σου και νίψε το πρόσωπό σου, για να μη φανεί στους ανθρώπους η νηστεία σου, αλλά στον Πατέρα σου, που βλέπει τις κρυφές πράξεις . και ο Πατέρας σου, που βλέπει τις κρυφές πράξεις, θα σου το ανταποδώσει φανερά».Οι υποκριτές της εποχής του Χριστού έδιναν την εικόνα μίας εξωτερικής εγκατάλειψης του σώματός τους, προκειμένου να φαίνονται ότι νηστεύουν και οι άνθρωποι να τους επαινούν και να τους δοξάζουν. Ο Χριστός μας ζητά, όταν νηστεύουμε, να συνεχίζουμε την ζωή μας με χαρά. Να εντάσσουμε την νηστεία στην ζωή μας και όχι την ζωή μας στην νηστεία. Να μην έχει η νηστεία χαρακτήρα αυτοδοξασμού, διότι δεν γίνεται για τους ανθρώπους, αλλά για να πλησιάσουμε τον Θεό, Εκείνον που βλέπει τα κρύφια της καρδίας μας, αλλά και κάθε έργο μας που γίνεται από υπακοή στο θέλημά Του. Νηστεύω υπακούοντας στον Θεό. Νηστεύω γιατί πιστεύω. Δεν νηστεύω από έθιμο, συνήθεια ή για να αλλάξω την διατροφή μου. Γι’ αυτό και η νηστεία φέρνει χαρά, διότι υπακούω σ’ Αυτόν που με αγαπά. Νηστεύω ακόμη διότι ζητώ από τον Θεό να μη μείνει στους λογισμούς και τα πάθη μου, αυτά τα οποία επιμελώς κρύβω ή στην εποχή μας τα φανερώνω με ξεδιάντροπη υπερηφάνεια, και μέσα από την σιωπηρή άσκηση της νηστείας να έχω κάτι να αντιτάξω στο κακό. Νηστεύω τόσο από την ηδονή της τροφής όσο και από την ενασχόληση μαζί της και γι’ αυτό δίνω τον χρόνου μου στον Θεό, εξετάζοντας τον εαυτό μου και τρέφοντάς τον με πνευματική τροφή, αυτήν της προσευχής, της μελέτης, του αγώνα εναντίον των λογισμών. Μετάνοια και άσκηση κάνουν την νηστεία αφορμή εσωτερικής αναγέννησης.
«Τα εξερχόμενα βλάπτουν». Μόνο που βγάζουμε ό,τι αφήνουμε να εισέλθει εντός μας. Η παχύτητα της τροφής δυναμώνει τα πάθη μας κι αυτά εκφράζονται. Όταν δεν βλέπουμε τους λογισμούς που διαμορφώνονται εντός μας, τόσο από την επίθεση του διαβόλου όσο και από τον χαρακτήρα μας, τότε αυτοί θα γίνουν κατάκριση, ψέμα, χαλαρότητα, κακός λόγος, υποτίμηση του άλλου. Πώς να συγχωρήσουμε αυτούς που μας οφείλουν τότε, όταν δεν ζητούμε συγχώρηση γι’ αυτά που οφείλουμε στον Θεό; Αν δεν εισέρχεται η μνήμη του Θεού στον νου και την καρδιά μας, τότε περνούμε τον χρόνο μας μάταια, ζώντας μία πραγματικότητα η οποία δεν νοηματοδοτεί τον χρόνο μας, αλλά τον κλέβει. Γι’ αυτό και η νηστεία αποτελεί ευκαιρία επαναπροσδιορισμού των προτεραιοτήτων μας . πορείας προς μία αυθεντικότητα . αναγνώρισης των σφαλμάτων μας και εντοπισμού του θησαυρού που επιλέγει να έχει η καρδιά μας. Ας στραφούμε προς αυτήν, με τις προϋποθέσεις που ο Χριστός θέτει και ας μην υποβαθμίζουμε την πνευματική της σημασία. Για να γίνει η υιοθέτησή της πράξη χαράς, αντίστασης και ελευθερίας.