Όπως ξεχωρίζει ο βοσκός τα πρόβατα από τα κατσίκια…
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Μία από τις πιο όμορφες εικόνες με τις οποίες ο Χριστός παρομοιάζει τον εαυτό Του είναι και αυτή του ποιμένα. Χαρακτηριστικό του ποιμένα είναι ότι δεν είναι μισθωτός. Ότι δηλαδή δεν είναι υπάλληλος κάποιου, που περιμένει να πληρωθεί για τις υπηρεσίες του, αλλά είναι αυτός που αγαπά το κοπάδι του, είναι έτοιμος να θυσιαστεί γι’ αυτό και αποφασισμένος να περιπλανηθεί, αν ένα μέλος του κοπαδιού χαθεί, για να το βρει. Δεν θέλει να χάσει κανένα από τα πρόβατά του. Τα γνωρίζει κατ’ όνομα. Τα αισθάνεται οικεία και το καθένα από αυτά έχει σημασία γι’ αυτόν, διότι έχει σχέση μαζί τους. Στο τέλος της ιστορίας όμως ο Χριστός επιφυλάσσει για την παρομοίωση με τον ποιμένα μία άλλη διάσταση για τον εαυτό Του. «Αφοριεί τα έθνη απ’ αλλήλων, ώσπερ ο ποιμήν αφορίζει τα πρόβατα από των ερίφων» (Ματθ. 25, 32). «Θα ξεχωρίσει όλα τα έθνη, όπως ξεχωρίζει ο βοσκός τα πρόβατα από τα κατσίκια». Τώρα δε θα είναι Αυτός που ενώνει, αλλά Εκείνος που ξεχωρίζει. Στο τέλος της Ιστορίας έρχεται η στιγμή της απόλυτης αλήθειας. Δεν είναι ο βοσκός που προστατεύει, που αγαπά, που συγχωρεί, που δίνει ευκαιρίες. Είναι Αυτός που αποδέχεται την απόφαση του ποιμνίου του να είναι μαζί Του ή να είναι χώρια Του. Να έχει αγάπη προς τον βοσκό και τα άλλα πρόβατα ή να κρατήσει το ανυπότακτο των «ερίφων», των κατσικιών, τα οποία επιλέγουν την οδό του δικού τους θελήματος.
Ο ποιμένας στην ιστορία του κόσμου δεν ξεχωρίζει. Αυτή είναι η οδός της Εκκλησίας. Να αποδέχεται όλους τους ανθρώπους και να τους θέλει ενταγμένους στο σώμα του Χριστού. Και οι άνθρωποι άλλοτε μοιάζουμε με τα πρόβατα του βοσκού. Έχουμε υπακοή. Αγνότητα καρδιάς. Ακολουθούμε το θέλημα του βοσκού. Πορευόμαστε με ταπείνωση και αγάπη. Άλλοτε μοιάζουμε με τα ερίφια, τα οποία δεν ακολουθούν το θέλημα του βοσκού, αλλά το δικό τους. Μένουν πίσω. Είναι ανυπότακτα. Προτιμούν να χρησιμοποιούν την ελευθερία με τον δικό τους τρόπο, κατά το δικό τους θέλημα. και δεν βλέπουν στον ποιμένα τον καθοδηγητή στην Αγάπη, αλλά τον Δυνάστη. Εκείνον που δεν τους επιτρέπει να χαρούνε την ελευθερία τους, όπως την θέλουν. Σ’ αυτόν τον κόσμο και για όσο υπάρχει η Ιστορία ο ποιμένας ανέχεται, υπομένει, συγχωρεί, δίνοντας την ευκαιρία στους ανυπότακτους να επιστρέφουν στην μάνδρα. Όμως όλα έχουν ένα όριο. Κι αυτό είναι η Δευτέρα Παρουσία.
Κατ’ αυτήν οι άνθρωποι θα χωριστούν, όχι ως τιμωρία, αλλά ως τελική συνέπεια της επιλογής ζωής. Ο ποιμένας θα επιβεβαιώσει τον τρόπο των μελών του κοπαδιού του. Σε κείνους που επέλεξαν την αγάπη τόσο προς Εκείνον όσο και προς τους συνανθρώπους τους, η παραμονή στην χαρά της Βασιλείας είναι η οδός της αιωνιότητας. Σε κείνους που επέλεξαν το θέλημά τους, που αρνήθηκαν τόσο τον Χριστό όσο και τον πλησίον, η οδός είναι η μοναξιά της ακοινωνησίας, της κόλασης, της φωτιάς που δεν καθαρίζει, αλλά μαυρίζει. Και η οδός αυτή είναι για πάντα.
Στην Εκκλησία θέλουμε να ζήσουμε την οδό της αγάπης, της ενότητας, της αυθεντικότητας. Αυτή όμως περνά από τις δύο παραμέτρους: να αναγνωρίζουμε τον Χριστό ως τον ποιμένα μας που μας αγαπά και θυσιάζεται για μας, αλλά και να Τον βλέπουμε στο πρόσωπο του κάθε πλησίον μας. Διότι θα έρθει η ώρα της διάκρισης, του χωρισμού, της οριοθέτησης με βάση τις δικές μας αποφάσεις. Κι εκεί ο ήχος της φωνής του ποιμένα θα είναι ξεκάθαρος. «Πείνασα και μου δώσατε να φάω. Δίψασα και μου δώσατε να πιώ». Και δεν είναι μόνο η υλική τροφή. Είναι και η πνευματική. Είναι η αποδοχή από εμάς Εκείνου ως του Άρτου της Ζωής που νικά κάθε πρόσκαιρη, απολλυμένη βρώση. Είναι η αποδοχή από εμάς Εκείνου ως του αλλομένου εις ζωήν αιώνιον ύδατος, που δεν ξεδιψά πρόσκαιρα, αλλά δίνει αιωνιότητα. Και θα συνεχίσει: «ήμουν ξένος και με περιμαζέψατε, γυμνός και με ντύσατε». Και δε θα εννοεί μόνο την ξενιτιά της προσφυγιάς ή την γυμνότητα της απουσίας ρούχων. Θα εννοεί και το σκέπασμα της αμαρτωλότητας του άλλου από αγάπη. Την αποδοχή του ιδιόρρυθμου πλησίον. Του μοναχικού. Του άγνωστου σε μας. Του μη οικείου. Ακόμη και του εχθρού μας. Και θα συνεχίσει: « Ήμουν άρρωστος και με επισκεφθήκατε, φυλακισμένος και ήρθατε να με δείτε». Δεν φοβηθήκατε για το καλό σας όνομα, την ακεραιότητά σας, την σπατάλη του χρόνου, τις εργασίες που είχατε, την απόρριψη από την κοινωνία του κάθε περιθωριακού. Τον συγχωρέσατε ό,τι κι αν έχει κάνει και τον αποδεχτήκατε όπως είναι. Είπατε τελικά το μεγάλο ΝΑΙ στον πλησίον, θελήσατε κι εκείνον να τον εντάξετε στην αυλή των προβάτων, στην μάνδρα και στο κοπάδι. Δεν διαχωρίσατε και γι’ αυτό δε θα διαχωριστείτε. Έτσι, στην ώρα της Μεγάλης Κρίσης, του Διαχωρισμού, ο ποιμένας θα δει το θέλημα, τις επιλογές μας, την αγάπη μας και θα μας κατατάξει εκ δεξιών Του. Θα Τον οδηγήσουμε δηλαδή να μας κρατήσει κοντά Του, καθώς θα τηρήσουμε το θέλημά Του, καθώς με τη ζωή μας θα Τον αναγνωρίζουμε στα πρόσωπα των πλησίον μας και πλησίον Του.
Η εποχή μας βγάζει εύκολους λόγους περί αγάπης, ιδίως όταν αναφέρονται στην Εκκλησία και τους χριστιανούς. Ζητά όμως αγάπη για τον πλησίον χωρίς αναγνώριση του Ποιμένα της Εκκλησίας, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Σαν να είναι η αγάπη κάτι μαγικό, κάτι μονόπλευρο. Και δεν προϋποθέτει την ύπαρξη της αυλής των προβάτων ως του τόπου εκείνου στον οποίο ο Ποιμένας μαζεύει, προφυλάσσει, αναπτύσσει σχέση ζωής με το ποίμνιο Του. Για τους εαυτούς τους οι άνθρωποι απαιτούν τον τρόπο των εριφίων, δηλαδή την ελευθερία και το ανυπότακτο. Όλα όμως κρίνονται στην προοπτική του τέλους της Ιστορίας. Εκεί όπου ο καθένας μας θα σφραγίσει την επιλογή του. Ας αξιοποιήσουμε τον παρόντα χρόνο και κόσμο, ώστε να αναγνωρίσουμε τον Ποιμένα μας και να προετοιμαστούμε αγαπώντας για να είναι η τελικός διαχωρισμός η επικύρωση της επιλογής μας να ανήκουμε στην ευλογία της Βασιλείας! Από εμάς εξαρτάται!