Ιστορίες από το Εξομολογητάρι και όχι μόνο (5)
π. Γεωργίου Δορμπαράκη
Η… “βρωμερή” γερόντισσα
Ένιωσε την ανάγκη να προσπέσει και να φιλήσει όχι τα πόδια, αλλά τα παπούτσια της γερόντισσας που καθόταν απέναντί του στο εξομολογητάρι. Συγκρατήθηκε όμως. Όχι γιατί είχε ο ίδιος κανένα πρόβλημα – θεώρησε ότι μία τέτοια κίνηση θα εξύψωνε τον ίδιο -, αλλά γιατί η γερασμένη γυναίκα θα στενοχωριόταν και θα αντιδρούσε.
«Κύριε, τι ψυχές έχεις στον κόσμο τούτο τον απατεώνα; Τι διαμάντι είναι αυτή η γυναίκα; Πώς μπορεί και κρύβεται τέτοια αγιότητα μέσα σ’ ένα τέτοιο ραγισμένο και ετοιμόρροπο σώμα, κυρτωμένο από τα χρόνια, χαμένο μάλιστα μέσα σ’ ένα δρομάκι μίας μικρής συνοικίας;»
Η γερόντισσα ίσα που είχε μπορέσει να σύρει τα πόδια της στον ναό, υποβασταζόμενη μάλιστα από μία μεσήλικη γνωστή της κυρία.
«Πάτερ», είπε η κυρία φέρνοντάς την, «επέμενε πάρα πολύ η γιαγιά για να έλθει. Δεν έχει κανέναν στον κόσμο, μάλλον έχει συγγενείς, αλλά μένουν λίγο μακριά, οπότε μένει μόνη. Έτσι την εξυπηρετώ λιγάκι εγώ, όταν μπορέσω. Καιρό με πιλάτευε να την φέρω, γιατί νιώθει, λέει, πολύ αμαρτωλή που ‘χει τόσο καιρό να πάρει ευχή από τον παπά, και φοβάται μήπως φύγει ξαφνικά από τη ζωή και βρεθεί στην κόλαση».
Η γερόντισσα είχε καθίσει με το ζόρι στη θέση που της υπέδειξε ο ιερέας. Βαριανάσαινε μάλιστα. Όταν άνοιξε το στόμα της «να μολογήσει τα κρίματά της», όπως χαρακτηριστικά είπε, ένας πόνος και μία οδύνη φάνηκαν να βαθαίνουν τις ρυτίδες του προσώπου της. Δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα βαθουλωμένα μάτια της.
«Πάτερ», είπε, και φάνηκε να γέρνει περισσότερο το ήδη κυρτωμένο σώμα της. «Πάτερ, είμαι πολύ αμαρτωλή. Βρωμίζω και τον αέρα που αναπνέω. Απορώ πώς με κρατάει ακόμη ο Θεός που μολύνω έτσι τη γη που κατασκεύασε. Πρέπει να ντρέπονται για μένα οι άγιοι και οι άγγελοι, και μάλλον πρέπει να γελά μαζί μου ακόμη κι αυτός ο τρισκατάρατος, ο εξαποδώ…».
Ο παπάς δεν μίλησε. Κάτι άρχισε να υποψιάζεται για το πνευματικό ύψος της γιαγιάς, γιατί τα λόγια της του θύμισαν αυτά που λέγανε για τον εαυτό τους πάντοτε οι άγιοι της Εκκλησίας, τα ίδια σχεδόν που είχε ακούσει από το στόμα του οσίου γέροντα Ιακώβου Τσαλίκη, παρόμοια που υμνολογούν οι λατρευτικές ακολουθίες, ιδίως στον υπέρ μέλι σταλαγμό του βιβλίου της Παρακλητικής. Στ’ αυτιά και στο στόμα του συχνά ερχόταν το κατανυκτικό τροπάριο από τον βαρύ ήχο, που ήταν σαν να το έψελνε η γερόντισσα με τον δικό της τρόπο: «Γέγονα των δαιμόνων μεν γέλως, των ανθρώπων δε όνειδος, των Δικαίων θρήνος, των Αγγέλων πένθος, μολυσμός αέρος, και γης και υδάτων· σώμα γάρ εμίανα, ψυχήν και νουν εσπίλωσα, παραλόγοις πράξεσι, Θεώ εχθρός πέφυκα· οίμοι Κύριε, ήμαρτόν σοι, ήμαρτον συγχώρησον».
«Τι σε βαραίνει, γιαγιά;» είπε ο παπάς, που καταλάβαινε πια ότι είχε χωθεί σ’ έναν μυστικό ανελκυστήρα – την καρδιά της πιστής αυτής γυναίκας – κι ανέβαινε με ιλιγγιώδη ταχύτητα ίσα στα κράσπεδα της Τριαδικής Θεότητας.
«Πάτερ μου, είμαι καταδικασμένη, γιατί δεν αγαπώ όπως πρέπει τον Θεό και τον συνάνθρωπό μου. Έχω πάντοτε στον νου και στην καρδιά μου αυτό που από μικρή με έμαθε ο άγιος παπάς του χωριού μου, τον λόγο του Κυρίου «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου με όλη την ψυχή και την καρδιά σου και τον πλησίον σαν τον εαυτό σου». Πάτερ μου, βλέπω πόσο λειψή είμαι στην αγάπη αυτήν. Οι λογισμοί μου πολλές φορές βρίσκονται σε άλλα πράγματα παρά στην αγάπη του Θεού. Με παρασύρει το στομάχι μου, γιατί πρέπει κάτι να τσιμπήσω για να στέκομαι, όταν κρυώνω φοβάμαι μη και πουντιάσω, οπότε θα γίνω βάρος στην καλή γυναίκα που με έφερε, τρέμω μη και πέσω και σύρω γύρω μου έτσι κι άλλους ανθρώπους… Κάνω βέβαια λίγα απ’ αυτά που λέει η Εκκλησία μας, αλλά στο σπίτι, όχι στον ναό. Διαβάζω, όσο μπορούν ακόμη τα μάτια του και καταλαβαίνει το μυαλό μου, λίγο μεσονυκτικό, τον όρθρο, τον εσπερινό και τον απόδειπνο. Λέω κάποιες παρακλήσεις στη γλυκιά Παναγιά μας κι έχω μάθει από μικρή και τους Χαιρετισμούς. Λέω και το «Κύριε ελέησον», πριν φυράνει το μυαλό μου. Μα, νιώθω πως δεν φτάνουν αυτά. Σας είπα και πριν πως με κλέβουν κάποιοι λογισμοί. Οπότε βρίσκομαι μακριά από την αγάπη του Θεού. Κι όσο σκέφτομαι τις ελλείψεις μου, όσο καταλαβαίνω πως είμαι σαν πτώμα από πλευράς πνευματικής, τόσο μου έρχονται και δάκρυα. Κλαίω, πατέρα μου, τον εαυτό μου, κλαίω, κλαίω χωρίς σταματημό…
Πώς λοιπόν να μην είμαι μία βρώμα πάνω στη γη; Χώμα και στάχτη, πάτερ μου. Γι’ αυτό θέλω να μου διαβάσεις μία ευχή, να κοινωνώ άξια, να μη χάσω το έλεος του Θεού, να μη βρεθώ στην κόλαση…».
Τα δάκρυα έτρεχαν βροχή από τα μάτια της γερόντισσας. Μα δεν τα καλόβλεπε κι ο παπάς, γιατί και τα δικά του δεν πήγαιναν πίσω. Ο παπάς άρχισε να νιώθει μία ψυχική ευφορία. Σαν να του μύρισε ευωδιαστό λιβάνι, μα δεν ήταν απ’ αυτό που είχε κάψει στην πρωϊνή λειτουργία.
«Γιαγιά», είπε τρεμουλιαστά, «γιαγιά, σε παρακαλώ να με μνημονεύεις στις προσευχές σου. Συνέχισε, γιαγιά, να κάνεις ό,τι κάνεις και το έλεος του Θεού δεν θα σ’ αφήσει».
Σηκώθηκε. Άρπαξε το ρυτιδιασμένο χέρι της γερόντισσας και το φίλησε πολλές φορές, μουσκεύοντάς το με τα δάκρυά του.
Στο τέλος, λύγισε. Γονάτισε μπροστά της και τότε είδε τη χάρη και το θαύμα που του ‘δωσε ο Χριστός. Όταν σήκωσε τα μάτια του, η γερόντισσα ήταν μέσα σ’ ένα εξαίσιο φως και δίπλα της να την αγκαλιάζει η ίδια η Κυρά η Παναγιά…