Η αγάπη της δεύτερης μάνας

Αναστασία Αμπατζίδου

Νόμιζε πως τίποτα δε μαρτυρούσε την πάλη της καρδιάς της. Είχε την εντύπωση πως κανείς δεν αντιλήφθηκε τον πόνο που κρυβόταν πίσω από το χαμογελαστό πρόσωπό της, γι’ αυτό ξαφνιάστηκε σαν άκουσε τη φιλόλογό της να τη ρωτά ανήσυχα:

– Κατερίνα, σου συμβαίνει τίποτα;

Σήκωσε το βλέμμα της, έκανε το ύφος της επιθετικό και ετοιμάστηκε ν’ αμυνθεί. Μα εκείνο το άλλο βλέμμα που αντίκρυσε την αφόπλισε.

Δε μίλησε η Κατερίνα. Δεν απάντησε στο ανήσυχο ερώτημα της καθηγήτριάς της. Μα σαν είδε τα γεμάτα στοργή μάτια της έχασε κάθε δύναμη για επίθεση. Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει άλλο την καρδιά της κα τα δάκρυα τής έτσουζαν τα μάτια. Και τα δάκρυά της έγιναν λυγμοί, καθώς ένιωσε στο κεφάλι της το στοργικό χάδι της καθηγήτριάς της.

Η Κατερίνα, η απουσιολόγος του Β2, το παιδί που δυο χρόνια στο λύκειο δεν έδωσε σε κανέναν την παραμικρή εντύπωση ότι κάτι την απασχολούσε, ότι κάτι τη βασάνιζε, έκανε και τους συμμαθητές της να τα χάσουν. Ευτυχώς το κουδούνι τους λύτρωσε όλους και, με την ευαισθησία που διακρίνει αυτήν την ηλικία, έφυγαν από την τάξη, αφήνοντας μόνες την Κατερίνα και τη φιλόλογό τους.

– Κυρία… κυρία, το Σάββατο πρέπει να πάω στον γάμο του πατέρα μου! … Δεν είναι φοβερό; Καλύτερα να πεθάνω, να πάω εκεί που βρίσκεται η μαμά…

– Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε που πέθανε η μαμά σου, Κατερίνα;

Η ερώτηση της καθηγήτριας ξάφνιασε την Κατερίνα, γιατί φάνηκε πως έβγαινε έξω από την καρδιά του προβλήματος.

– Δέκα χρόνια, κυρία, απάντησε η Κατερίνα. Εγώ ήμουν στην πρώτη δημοτικού κι ο αδερφός μου στα νήπια.

– Κι ο πατέρας σου, παιδί μου, πόσων χρονών είναι;

– Σαράντα δύο, απάντησε εκείνη και τότε για πρώτη φορά κατάλαβε πόσο νέος ήταν ο μπαμπάς της.

– Δηλαδή, όταν ο πατέρας σου έχασε τη γυναίκα του ήταν 32 χρονών. Και το θεωρείς τραγικό ύστερα από δέκα ολόκληρα χρόνια, κι αφού όλα αυτά τα χρόνια σας στάθηκε και μάνα και πατέρας, να ξαναφτιάξει τώρα τη ζωή του; Νομίζεις, Κατερίνα μου, πως δεν έχει αυτό το δικαίωμα;

Τ’ αυτιά της Κατερίνας είχαν γίνει κατακόκκινα και βούιζαν.

– Ξέρεις κάτι, καλό μου παιδί; Ήταν από τον Θεό να πεις τον πόνο σου σ’ εμένα, γιατί κι εγώ λίγο πολύ στην ηλικία σου ήμουν, όταν κι ο δικός μου πατέρας ξαναπαντρεύτηκε. Κι εγώ, το λέω και ντρέπομαι, πείσμωσα και δεν πήγα στον γάμο του. Και μόνο αυτό; Δεν ήθελα να γνωρίσω καν τη γυναίκα του. Έφυγα στη γιαγιά μου, τη μάνα της μάνας μου και δεν ήθελα να ξαναδώ ούτε τον ίδιο.

Η Κατερίνα άκουγε και δεν πίστευε στ’ αυτιά της. Ακριβώς το ίδιο είχε αποφασίσει κι εκείνη. Να φύγει και να πάει στη γιαγιά της. Μα τέτοια σύμπτωση!

– Άρα, λοιπόν, με καταλαβαίνετε! Είπε μονάχα με πόνο και ξανάβαλε τα κλάματα.

– Σε καταλαβαίνω, Κατερίνα μου, όμως η πραγματικότητα μου απέδειξε πόσο άδικο είχα. Ο πατέρας μου είχε ανάγκη από μια συντροφιά, που εμείς τα παιδιά του δεν μπορούσαμε να του την προσφέρουμε. Η γυναίκα που παντρεύτηκε έγινε, κι ας ήμουν ολόκληρη γυναίκα, δεύτερη μάνα μου. Αρκεί μονάχα να σου πω πως μένει σήμερα στο σπίτι μου και πως μεγαλώνει τα δικά μου παιδιά.

– Και τα αγαπάει; Ρώτησε έκπληκτη η Κατερίνα

– Όσο αγάπησε και τον πατέρα κι εμένα, κι ακόμα πιο πολύ.

Το κουδούνι είχε χτυπήσει εδώ και αρκετή ώρα και οι συμμαθητές της Κατερίνας στριμωγμένοι έξω από την πόρτα περίμεναν.

– Θα τα ξαναπούμε ως το Σάββατο, έδωσε τέρμα στη συζήτηση η φιλόλογος. Εγώ θα έλεγα να ψωνίσεις και κανένα όμορφο ρούχο ως τότε.

Τα είπαν και τα ξαναείπαν ως τη μέρα του γάμου η Κατερίνα με τη φιλόλογο της, και την Παρασκευή, την ώρα που σχολούσε η Κατερίνα, τόλμησε και ζήτησε αυτό που επιθυμούσε η καρδιά της:

– Κυρία, θα μπορούσατε να έρθετε μαζί μου στον γάμο; Θα… θα το ήθελα τόσο να σας έχω δίπλα μου…

– Το σκέφτηκα κι εγώ, Κατερίνα μου, μα δυστυχώς εκείνη την ώρα έχω άλλη σοβαρή υποχρέωση. Μη φοβάσαι, θα τα καταφέρεις και μόνη σου. Είμαι σίγουρη γι’ αυτό.

Μελαγχόλησε η Κατερίνα. Λιγάκι και της κακοφάνηκε. Πιο σοβαρή υποχρέωση από τη δική της υπήρχε;

Έφτασε η ώρα του γάμου και η Κατερίνα βρέθηκε στην εκκλησία με αρκετή αγωνία στην καρδιά της. Την αρραβωνιαστικιά του πατέρα της δεν την είχε δει παρά μόνο σεΦΩΤΟΓΡΑΦΊΕΣ. Ούτε κι εκείνη είχε δει ποτέ την Κατερίνα. Ο γάμος θα γινόταν σε κλειστό οικογενειακό κύκλο. Έτσι, μπήκε στην εκκλησία να περιμένει τους μελλόνυμφους.

Ένα σούσουρο την έκανε να γυρίσει προς την πόρτα και τότε της ήρθε να φωνάξει απ’ τη χαρά της. Δίπλα στη νύφη περπατούσε η κυρία της, η φιλόλογός της. Έτρεξε κοντά της απορημένη.

– Κατερίνα, θα παντρέψω σήμερα την πιο καλή μου φίλη με τον πατέρα σου. Έλα, καλό μου παιδί, να σου τη γνωρίσω…

Κοίταξε η Κατερίνα τη σεμνή νύφη δίπλα στον πατέρα της. Βύθισε το βλέμμα της μέσα στο δικό της και το είδε ίδια φωτεινό και γλυκό, ίδια ζεστό και στοργικό με της καθηγήτριάς της.

– Θα σ’ αγαπά, Κατερίνα μου! Θα σ’ αγαπά όπως αγάπησε τον πατέρα σου, όπως αγάπησε τον αδερφό σου, που τον γνώρισε. Θα σ’ αγαπά, γιατί αγαπά τον Θεό.

Έπεσε στην αγκαλιά της καθηγήτριάς της η Κατερίνα.

– Και θα γίνει δεύτερη μάνα μου; Τη ρωτά δακρυσμένη.

– Φτάνει να θελήσεις εσύ να γίνεις κόρη της, της απάντησε εκείνη και την έσπρωξε απαλά στην αγκαλιά της φίλης της.

– Θέλω, ψιθύρισε η Κατερίνα, κι ένιωσε αυτήν την αγκαλιά τόσο πλατιά, τόσο ζεστή, σαν εκείνη που χρόνια τώρα νοσταλγούσε και ονειρευόταν.

Πηγή εδώ