Η αγάπη, λυτρωτικός ενωτικός κρίκος πατέρα και υιού
Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ερρίπης
«Στην παραβολή του ασώτου υιού υποκρύπτεται η αιώνια πάλη του υιού με τον πατέρα και αντιστρόφως. Τούτο είναι πέραν πάσης λογικής αλλά ο άνθρωπος δεν είναι μόνο συνειδητό. Στα έγκατα της ύπαρξής του έχουν τις ρίζες τους το ασυνείδητο και το υποσυνείδητο, των οποίων ο όγκος είναι πολλαπλάσιος του συνειδητού και το επηρεάζουν αφάνταστα με αποτέλεσμα το πεπερασμένο της ύπαρξής του να τον οδηγεί σε αυτήν την διαπάλη, από την οποία βγαίνουν όλοι λαβωμένοι και κανένας νικητής.
Εάν αφήσει κανείς τα ένστικτά του να κυριαρχήσουν, εάν γίνει έρμαιο των παθών στα οποία τον ωθούν οι αρχέγονες ορμές που ενυπάρχουν μέσα του, τότε χάνει τον έλεγχο στην πορεία τού επί γης βίου του και βαίνει προς την αυτοκαταστροφή. Σε αυτές τις περιπτώσεις η κάθαρση της τραγωδίας προέρχεται μόνο από την περιοχή του θείου. Οφείλει ο άνθρωπος να αναδιφύσει στα ενδότερα της ψυχής του, για να αρυσθεί δύναμη από την Αγαθή Αρχή των όντων και να επιζήσει.
Ο υιός προέρχεται από τον πατέρα, είναι κομμάτι του και συνέχειά του αλλά ταυτόχρονα είναι και ανεξάρτητη ύπαρξη. Πατέρας και υιός είναι ένας και πολλοί, είναι ομοειδείς και εν ταυτώ ανόμοιοι. Η γέννηση του υιού είναι η πρώτη διάσπαση της ομοιογένειας του πατέρα αλλά είναι ταυτόχρονα και η μετά θάνατον επέκτασή του. Σε αυτή την πεπερασμένη σχέση των ατελών αυτών όντων είναι αδύνατο πολλές φορές να διακριθεί το δίκαιο από το άδικο, να επιβραβευθεί ο ισχυρός ή να δικαιωθεί ο σοφώτερος. Τα πάντα αναδύονται μέσα από αρχέγονες υπαρξιακές πηγές και κατευθὐνονται από μη συγγνωστές ανεξέλεγκτες δυνάμεις που διέπουν το σύμπαν. Αυτό που καταλύει τα πάντα, αυτό που τα εναρμονίζει, είναι η αγάπη. Αυτή τα διεστώτα μεταβάλλει εις εν, τα αντίπαλα σε φίλια, τα φθαρτά σε προέκταση αφθαρσίας.
Το μεγαλύτερο αμάρτημα του νεώτερου υιού δεν ήταν ότι έφυγε μακριά από τον πατέρα αλλά ότι ποτέ του δεν τον αγάπησε. Το ίδιο αμάρτημα λογίζεται και στον μεγάλο, αν και παρέμεινε κοντά στον πατέρα, ακριβώς επειδή νόμιζε ότι τον αγαπούσε. Κανένας από τους δύο υιούς δεν τον είχε αγαπήσει πραγματικά αλλά ο μεν πρεσβύτερος έμεινε μέχρι τέλους με την ψευδαίσθηση ότι τον αγαπά ο δε νεώτερος βίωσε μέσα στο καμίνι του πόνου το έλλειμμα της αγάπης. Ο πόνος του νεώτερου δεν ήταν μόνο η ένδεια των προς το ζειν και τα επακόλουθα αυτής δεινά, ήταν ότι ζούσε χωρίς αγάπη. Το ίδιο και ο πόνος του πατέρα ήταν άφατος, όχι τόσο γιατί έφυγε ο υιός του, όσο γιατί δεν τον αγαπούσε».
(απόσπασμα από το βιβλίο «Ερμηνεία των ιερών Ευαγγελίων κατά την τάξιν Μελχισεδέκ» εκδ. Γρηγόρη Αθήνα 2016 σελ. 29 – 30)