Είναι η αλήθεια μνήμες και οι μνήμες Αλήθειες…..
Του Αρχιμ. Νικόδημου Φαρμάκη
Είναι αλήθεια πως όταν περνάνε τα χρόνια ξεχνάμε… ξεχνάμε πράγματα, καταστάσεις και πρόσωπα… είναι όμως κάποια πράγματα που δεν τα ξεχνάς ποτέ, δεν τα ξεχνάς γιατί σε σημαδεύουν λες και σε εμβόλισαν με κάποιο τρόπο τόσο βαθιά και ανεξίτηλα που δεν μπορεί να ξεθωριάσει με τίποτα!
Μια τέτοια εμπειρία ήθελα να μοιραστώ μαζί σας. Μια ιδιαίτερη εμπειρία με έναν άνθρωπο που ήθελε να σημαδέψει με τη ζωή του την νεότερη εκκλησιαστική και όχι μόνο ιστορία. Ναι, δεν ξέχασα καμία λέξη! Όχι την ιστορία μόνο του τόπου μας, αλλά όλη την ιστορία. Τόσο βαριά βηματισιά! Μια βηματισιά καμαρωτή, αγέρωχη, δυναμική και στέρια, στιβαρή και ευθυτενής παρόλη την έλλειψη του σωματικού ύψους! Μια παρουσία που σε σαγήνευε σε όλη την παλέτα της ζωής!
Νεαρός δόκιμος μοναχός εγώ στην Ιερά Συνοδική Μονή της Παναγίας της Χρυσοπηγής και η γνωριμία μας με τον “δεσπότη” ήταν αναπόφευκτη! Ναι έτσι τον ξεχωρίζαμε! “Ήρθε ο Δεσπότης” και εννοούσαμε τον Χριστόδουλο. Έρχονταν μέρες που είχε δουλειές και συναντήσεις στην Αθήνα. Από τον Βόλο πάντοτε ταξίδευε μόνος του, οδηγούσε ένα παλιό μερσεντές του ’78 και επειδή το θεωρούσε προκλητικό, πάντοτε άλλαζε αμάξι στο μοναστήρι και οδηγούσε ένα από τα δικά μας σαραβαλάκια, τα οποία και λόγω έλλειψης χρόνου για σωστή στάθμευση, του τα «μάζευε» η τροχαία Αθηνών.
Απλότητα, μια απλότητα που πολλοί τόλμησαν να του την πάρουν από πάνω του. Δεν το κατάφεραν όμως. Ήταν η απλότητα αυτή που τον έκανε να λέει με απίστευτη επιτυχία ανέκδοτα και να «σπάει» πλάκα με τα παιδιά στα σχολεία, παντού. Ας γυρίσω όμως ξανά πίσω, στα χρόνια εκείνα τα όμορφα. Ο «δεσπότης» λοιπόν, ήταν εκείνος που από την ώρα που έφτανε στο μοναστήρι του γινόταν παιδί, ένας από εμάς, απλός. Σαν τελειώναμε την βραδινή τράπεζα, οι μεγάλοι πατέρες – οι αρχιερείς με τους δυό παλαιότερους αρχιμανδρίτες- μετά του γέροντος αποσύρονταν για να συζητήσουν στο γραφείο της Μονής! Ποτέ τους δεν κουβέντιαζαν διοικητικά και εκκλησιαστικά θέματα μπροστά σε εμάς τους νεαρούς μοναχούς, μας προστάτευαν. Και όταν τελείωναν τις συζητήσεις, η επιστροφή του στην κουζίνα να μας δει ακόμα λίγο, να αστειευτεί μαζί μας δεν έλειπε. Δεν έλειπε όμως και η ξαφνική φωνή του γέροντα « Χριστόδουλε, πήγαινε να ξεκουραστείς! Και εσείς οι υπόλοιποι χωρίς γέλια τελειώνετε γρήγορα». Και όταν μας καληνυχτούσε και έφευγε από κοντά μας, ένα κρυφό χαμόγελο ξεπηδούσε από τα χείλη του, ανανεώνοντας το ραντεβού μας για το πρωί. Το πρωινό του ξύπνημα για εμάς ήταν εφιαλτικό! Τα κελιά μας ήταν διπλανά και πριν το ξυπνητήρι με ξυπνούσε ο ήχος των πλήκτρων μιας παλιάς γραφομηχανής. Έγραφε συνεχώς, άρθρα ομιλίες κηρύγματα και να τικ τικ της γραφομηχανής! Και στο πρώτο χτύπημα της μικρής καμπάνας του παρεκκλησίου της κοιμήσεως της Παναγίας κατέφτανε και στέκονταν σε ένα από τα σκοτεινά στασίδια του. Δεν έλλειπαν και οι φορές που δεν παίρναμε χαμπάρι την παρουσία του και στο παραμικρό λάθος του τυπικού ή του ήχου, μας διόρθωνε αμέσως. Τρόμος στο εκκλησάκι! Ήρθε ο δεσπότης!!! Ποιος να τολμήσει να κουνηθεί! Απόλυτη τάξη. Ήταν αυστηρός σε αυτά. Του άρεσε η τάξη στις ακολουθίες και δεν ανέχονταν άσκοπες κινήσεις στις λειτουργίες. Τι ωραία χρόνια! Και όταν ήταν να καρεί ένας αδελφός της μονής, πάντοτε η ημερομηνία καθαρίζονταν σύμφωνα με το πρόγραμμα του Χριστοδούλου. Δεν έλειψε σε κανενός μας τις κουρές. Έψαλλε πάντοτε και όλοι θαύμαζαν αυτό το κάλλος της καλλικέλαδου φωνής του. «Αγκάλας πατρικάς….» και πάντοτε έτρεμε η φωνή του από συγκίνηση. Θυμάμαι και την δική μου κουρά. Θυμάμαι που την ώρα που με πήγαν οι δυό μεγαλύτεροι πατέρες να πάρω την ευχή του, με αγκάλιασε και με φίλησε δακρυσμένος. Κάποιος φωτογράφος αποτύπωσε την στιγμή εκείνη και πάντοτε όταν την βλέπω θυμάμαι τα πάντα. Έψαλλε όμως και στο πανηγύρι της μονής. Τι ωραίες στιγμές, ένας χορός με τους πατέρες της μονής με χοράρχη τον «δεσπότη». Στεκόμουν μπροστά του κάτω από στασίδι για τι ήμουν ο μικρότερος της παρέας,
ισοκρατούσα και όταν έκανα λάθος με σκούνταγε στα πλευρά. Πολλές μελανιές θυμάμαι! Και όταν τελείωνε ο εσπερινός κανένας δεν έφευγε από την εκκλησία. Όλοι στη θέση τους και όλοι κοιτούσαν τον Χριστόδουλο. Όλοι περίμεναν να ακούσουν το « άνωθεν οι Προφήτες….» και τότε έκανε νεύμα στον αριστερό χορό να πάει δεξιά να ψάλλουμε όλοι μαζί.
Τι να πρωτοθυμηθώ…. Ήταν φορές που έφτανε αργά στο μοναστήρι το καλοκαίρι και είτε επειδή ξεχνούσε τα κλειδιά του, είτε επειδή δεν ακούγαμε το κουδούνι, κοιμόνταν στην καλύτερη περίπτωση στους ξενώνες και στην χειρότερη στο αμάξι! Ποτέ όμως, ποτέ δεν είπε κάτι τέτοιο στον γέροντα γιατί ήξερε ότι θα «πέσει» κανόνας. Πάντοτε και για όλα θα έβρισκε μια δικαιολογία προκειμένου να μην μας βάλει σε κανόνα ο γέροντας για κάποια παράλειψή μας έναντι των μεγάλων – των αρχιερέων – πατέρων της μονής. « Είναι αυτοί που κοπίασαν και υπέστησαν τα πάντα για να έχετε εσείς σήμερα αυτό το μοναστήρι» συνήθιζε να μας λέει σε αυστηρό τόνο ο ηγούμενος.
Και πέρασαν τα χρόνια και ο Χριστόδουλος εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Ήταν τότε που κάποιοι συνεργάτες του, του συνέστησαν να μην πολυεπισκέπτεται το μοναστήρι του… Πολύς πόνος στα μάτια του. Ναι πολύς πόνος! Και θα μου πει κανείς, μα και γιατί τους άκουγε;! Δεν θα απαντήσω! Άλλη φορά αυτά! Μα πάντοτε όταν με έβλεπε, ρωτούσε με λαχτάρα τι κάνουν οι πατέρες, το μοναστήρι, τα ζωντανά μας. Ρωτούσε αν είχαμε και ανάγκες, αλλά ποτέ δεν τον άφησαν να υποστηρίξει το μοναστήρι του που τόσο αγαπούσε. Μεγάλος ο πόνος του, αλήθεια σας το λέω το ένιωθα και δεν καταλάβαινα το γιατί! Ξέρετε, ο Χριστόδουλος ήταν εκείνος που όσο ήταν μητροπολίτης Δημητριάδος, και αν και δεν ήταν υποχρεωμένος, συνεισέφερε τον μισθό του στο κοινό ταμείο της μονής γιατί είμαστε κοινόβιο μοναστήρι και όπως κάνουμε έως σήμερα όλοι μας, όσοι απομείναμε.
Ο Χριστόδουλος ήταν εκείνος που προσέφερε το ανήκον σε αυτόν μέρος της περιουσίας της κληρονομιάς από τους γονείς του, ώστε να αρχίσει η ανοικοδόμηση της μονής στο Πολυδένδρι. Και ποτέ δεν κατάλαβα γιατί τόση σπουδή και μίσος εναντίων του για την δήθεν τεράστια περιουσία και λοιπά, σε έναν άνθρωπο που δεν κράτησε ποτέ και τίποτα για τον εαυτό του. Θυμάμαι πως την ημέρα που έφευγε για να πάει για την εκλογή του νέου αρχιεπισκόπου, τον σταμάτησα στα σκαλιά για να δω και εκείνη τη ημέρα φορούσε το σκισμένο στο μανίκι ράσο του! Και ναι αυτό φορούσε! Και του είπα, μα είναι δυνατόν, αν σας εκλέξουν σήμερα θα βγείτε να ευλογήσετε τον κόσμο με σκισμένο ράσο;!
Δεν θα συνεχίσω άλλο…. Αυτόν τον Χριστόδουλο θέλω να θυμάμαι και να γνωρίζουν όλοι όσοι μπουν στον κόπο να διαβάσουν αυτές τις αράδες, σήμερα στη μνήμη του, μια μνήμη που θα μείνει χαραγμένη βαθιά μέσα μου για έναν αδελφό της μονής της μετανοίας μου, που ήξερε να σκάβει, να χτίζει, να περιποιείται ζωντανά, να κηρύττει, να γράφει, να ψάλλει, να αστειεύεται, να πολεμάει, να κερδίζει, να χάνει, να ζητάει συγχώρεση και να συγχωρεί, να εκτιμάει πράγματα και καταστάσεις, να σέβεται, να συγκινείται στο άκουσμα της λέξης Πατρίδα, να δακρύζει στη θέα της Σημαίας του Έθνους, ενός Έθνους που λίγο στάθηκε και πολύ έμεινε…
Αιωνία Σου η μνήμη «δεσπότη» μας, πάτερ Χριστόδουλε, αρχιεπίσκοπε Αθηνών και πάσης Ελλάδος και Ελλήνων.