Ἡ βασιλοπούλα Μελαγγέλα

Κωνσταντῖνος Γανωτὴς

Μιὰ φορὰ στὰ χρόνια τὰ παλιὰ στὴν Ἰρλανδία ἦταν ἕνα βασίλειο κι ὁ βασιλιὰς καὶ ἡ βασίλισσα εἶχαν μόνο μιὰ θυγατέρα πολὺ ὂμορφη καὶ πολὺ καλόγνωμη, ποὺ γι’ αὐτὸ τὴν ἔλεγαν Μελαγγέλα, δηλ. γλυκὸ (σὰν μέλι) ἄγγελο.

Ἡ βασιλοπούλα Μελαγγέλα εἶχε ξεχωριστὴ ἀγάπη στὰ λουλούδια καὶ στὰ ζῷα. Πήγαινε συχνὰ στοὺς κήπους τοῦ παλατιοῦ ἀλλὰ καὶ σὲ λιβάδια, ποὺ ἦταν γύρω ἀπὸ τὸ παλάτι καὶ μύριζε τὰ λουλούδια, τὰ χάϊδευε, τοὺς τραγουδοῦσε κι ἔκοβε λίγα γιὰ τὸ ἀνθογυάλι της. Ἡ μάννα της ἡ βασίλισσα τὴν καμάρωνε, ποὺ ἦταν τόσο εὐαίσθητη καὶ τρυφερὴ καὶ μὲ τὰ ζῷα καὶ μὲ τὰ λουλούδια ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ τῆς εἶχε πεῖ νὰ μὴν πηγαίνει πέρα ἀπὸ ἕνα ῥυάκι, γιατὶ ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα τὸ δάσος εἶναι μαγεμένο καὶ τὰ λουλούδια, οἱ θάμνοι καὶ τὰ δέντρα μιλοῦν μεταξὺ τους καὶ μπορεῖ νὰ τὴν ξελογιάσουν.

Ἡ Μελαγγέλα ἄκουγε τὴ μητέρα της καὶ δὲν πήγαινε πέρα ἀπὸ τὸ ῥυάκι. Μιὰ φορὰ ὅμως , ποὺ εἶχε πολὺν καιρὸ νὰ βρέξει ἐστέρεψε τὸ ῥυάκι καὶ μέσα στὴν κοίτη του εἶχαν φυτρώσει πολλὰ χόρτα καὶ θάμνοι. Μιὰ μέρα ἀπ’ αὐτὲς ἡ βασιλοπούλα μαζεύοντας λουλούδια καὶ τραγουδῶντας δὲν πρόσεξε τὴν κοίτη τοῦ ῥυακιοῦ καὶ προχώρησε χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει μέσα στὸ μαγεμένο δάσος.

Ἀφοῦ προχώρησε κάμποσα βήματα, ἀκούει πάνω ἀπ’ τὸ κλαρὶ ἑνὸς δέντρου μιὰ φωνὴ νὰ τῆς λέει: Καλῶς την τὴ βασιλοπούλα μας στὸ μαγεμένο δάσος. Κοιτάει κατὰ κεῖ ποὺ ἐρχόταν ἡ φωνὴ καὶ βλέπει ἐπάνω στὸ κλαρὶ τοῦ δέντρου μιὰ μεγάλη κουκουβάγια. Σκιάχτηκε μάλιστα ἐκείνη τὴ στιγμὴ καὶ δὲν εἶπε οὒτε «καλῶς σᾶς βρῆκα», καὶ ἀμέσως ἔκανε μεταβολὴ καὶ περπάτησε, γιὰ νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ μαγεμένο δάσος.

Τελικὰ περπατῶντας ἔφτασε στὸ παλάτι, πῆγε στὸ δωμάτιὸ της κι ἔβαλε τὰ λουλούδια, ποὺ εἶχε μαζέψει, στὸ ἀνθοδοχεῖο.

Ἐκεῖ ὅμως ποὺ καθόταν στὸ τραπέζι κοντὰ καὶ καμάρωνε τὰ λουλούδια της, ἄκουσε ψιθυριστὲς κουβέντες. Στέκεται ἀκίνητη, γιὰ ν’ ἀκούσει καλύτερα κι ἀκούει μιὰ φωνὴ νὰ λέει: -Δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω πῶς οἱ ἄνθρωποι ἐνῷ εἶναι τόσο ὂμορφοι, πολλὲς φορὲς, εἶναι καὶ τόσο κακοί. Ἐμᾶς τώρα αὐτὴ ἡ πεντάμορφη βασιλοπούλα μᾶς ἔκοψε ἀπὸ τὴ ῥίζα, τὴ μάννα μας, καὶ μᾶς ἔβαλε στὸ γυαλί, ὅπου θὰ πεθάνομε σὲ λίγες μέρες.

-Κι ὓστερα λέει πὼς μᾶς ἀγαπάει… συνέχισε μιὰ ἄλλη φωνή.

Ἡ Μελαγγέλα κατάλαβε τότε ὅτι μιλοῦσαν τὰ λουλούδια τοῦ μαγεμένου δάσους καὶ στενοχωρέθηκε, ποὺ παράκουσε τὴ μητέρα της. Ἀκόμα κατάλαβε τί κακὸ κάνει κανείς, ὅταν κόβει τὰ λουλούδια. Τρέχει λοιπὸν καὶ ρωτάει τὴ μητέρα της τί νὰ κάνει, γιὰ νὰ μὴ πεθάνουν τὰ λουλούδια. Ἡ βασίλισσα φωνάζει κοντὰ της τὸν κηπουρὸ τοῦ παλατιοῦ καὶ τοῦ ἀναθέτει τὴν ὑπόθεση. Ὁ κηπουρὸς συμβούλεψε τὴν Μελαγγέλα ν’ ἀφήσει λίγες μέρες τὰ λουλούδια στὸ ἀνθοδοχεῖο μὲ μιὰ σκόνη γιὰ λίπασμα, ποὺ θὰ τοὺς ῥίξει αὐτός, καὶ τότε θὰ βγάλουν αὐτὰ ἀπὸ κάτω κάτι μικρὲς ἄσπρες τριχοῦλες σὰν ρίζες. Τότε θὰ τὰ φυτέψουν σ’ ἕνα καλὸ χῶμα καὶ μὲ τὸ πότισμα θὰ κάνουν δικὲς τους ῥίζες καὶ θὰ ῥιζώσουν.

Ἔτσι κι ἔκαναν καὶ σὲ δέκα μέρες τὰ λουλούδια της τὰ εἶδε ἡ βασιλοπούλα ζωηρὰ-ζωηρὰ νὰ στολίζουν τὸ παλάτι μέσα σ’ ἕνα δικό τους παρτέρι.

Σὲ λίγον καιρὸ ἦρθεν ἡ ὥρα νὰ παντρέψουν τὴ μοναχοκόρη βασιλοπούλα Μελαγγέλα. Στὰ γύρω βασίλεια τῆς Ἰρλανδίας εἶχε διαδοθεῖ ἡ φήμη ὅτι ὁ βασιλιὰς-πατέρας της εἶχεν ἕνα σπάνιο στέμμα στολισμένο μὲ πανάκριβα διαμάντια καὶ μαργαριτάρια κι ἔλεγε πὼς θὰ τὸ φορέσει στὴν κόρη του στὸ γάμο της, νὰ τὄχει σὰν βασιλικὴ της προῖκα. Γι’ αὐτὸ καὶ τὴ ζήτησαν τόσο πολλοί, γιατὶ ἢθελαν νὰ πλουτίσουν τὸ θησαυροφυλάκιό τους μ’ ἕνα ἀκριβὸ κειμήλιο.

Μιὰ ἀπ’ αὐτὲς τὶς μέρες ποὺ ἐρχόταν στὸ παλάτι τὰ συνοικέσια γιὰ τὴν πλούσια βασιλοπούλα, ἡ Μελαγγέλα βγῆκε στὸν κῆπο τοῦ παλατιοῦ καὶ προχώρησε μετὰ στὸ παρτέρι μὲ τὰ λουλούδια της. Τότε ἄκουσεν ἕνα μεγάλο ἄσπρο κρίνο νὰ τῆς λέει: -Μάθαμε πὼς παντρεύεσαι, καλὴ μας βασιλοπούλα. Σοῦ εὐχόμαστε νὰ εὐτυχήσεις καὶ σὲ παρακαλοῦμε νὰ δεχτεῖς ἀπὸ μᾶς τὰ ὡραῖα μας λουλούδια, ποὺ ἀνθίζουν στὰ κλαριά μας, καὶ μ’ αὐτὰ νὰ φτιάξεις τὸ στεφάνι σου, ὂχι μὲ ἄψυχες πέτρες.

Ἡ Μελαγγέλα χάρηκε γιὰ τὴν προσφορὰ τῶν λουλουδιῶν της καὶ πῆγε στὸν πατέρα της καὶ τοῦ ζήτησε νὰ τῆς φτιάξει στὸ γάμο της ἕνα στεφάνι μὲ τὰ εὐωδιαστὰ λουλούδια της, ποὺ εἶχε στὸ παρτέρι· δὲν τὸ θέλει τὸ διαμαντένιο στεφάνι.

Ὁ βασιλιὰς καὶ ἡ βασίλισσα ἀναστατώθηκαν, ὂταν τἄκουσαν αὐτό, γιατὶ ἢξεραν ὅτι γιὰ τὸ διαμαντένιο στεφάνι ἔρχονταν τόσα συνοικέσια. Τῆς ἀπάντησαν λοιπὸν ὅτι δὲν μποροῦν νὰ τὴ στεφανώσουν μὲ ἄλλο στεφάνι, γιατὶ μόλις τὸ μάθουν οἱ ὑποψήφιοι θὰ παραιτηθοῦν, θὰ πάρουν πίσω τὸ προξενιό. Τότε τοὺς λέει : Σ’ αὐτὸν ποὺ θὰ διαλέξετε, νὰ τοῦ δώσετε τὸ διαμαντένιο στεφάνι νὰ τὸ πάει στὸ σπίτι του. Ἐγὼ δὲν παντρεύομαι, εἶπε κακιωμένη ἡ Μελαγγέλα καὶ βγῆκε στὸ δάσος γιὰ νὰ γαληνέψει ἡ ψυχὴ της, ἀφοῦ εἶπε στὴ μητέρα της ὅτι θὰ πήγαινε στὸν τυφλὸ ἐρημίτη, ποὺ ἀσκήτευε μέσα στὸ ἄγριο δάσος καὶ ἦταν ὁ πρῶτός της δάσκαλος στὰ γράμματα, γιὰ νὰ πάρει τὴ συμβουλή του.

Ὅταν ἔφτασε ῥώτησε τὸν ἐρημίτη ἂν τῆς δίνει εὐλογία νὰ πάει νὰ κρυφτεῖ στὴν ἀπέναντι στεριὰ τῆς Οὐαλίας νὰ γίνει ἀσκήτρια. – Κι ἂν σὲ ῥωτήσουν, γέροντα, ἂν πέρασα ἀπὸ δῶ κι ἂν ξέρεις πρὸς τὰ ποῦ πῆγα, τί θὰ τοὺς πεῖς ;

– Θὰ τοὺς πῶ, ἀπάντησε ἐκεῖνος ὅτι ἐπειδὴ εἶμαι τυφλός, δὲν εἶδα κατὰ ποῦ πῆγες.

Περπατῶντας τώρα θαρρετὰ στὰ μονοπάτια τοῦ δάσους, ἄκουγε ἡ Μελαγγέλα τὶς γλυκὲς φωνὲς τῶν λουλουδιῶν νὰ τὴ χαιρετοῦν καὶ νὰ τὴν παινεύουν:
-Τὰ μάθαμε, τὰ μάθαμε τῆς ἔλεγαν. Τὰ μάθαμε πὼς μᾶς ἀγαπᾷς τόσο πολύ.

Τὶς φωνὲς τῶν λουλουδιῶν τὶς ἄκουγαν καὶ τὰ δέντρα καὶ μὲ τὸ φύσημα τοῦ ἀνέμου, μιλοῦσαν κι αὐτὰ καὶ μουρμούριζαν σιγανά: -Νὰ ζήσεις Μελαγγέλα. Σ’ εὐχαριστοῦμε. Ἀπ’ τὰ δέντρα τὂμαθαν καὶ τὰ πουλιὰ καὶ τῆς τραγουδοῦσαν γλυκὰ-γλυκά. Ἀλλὰ καὶ τὰ ζῳάκια τοῦ δάσους ποὺ ἦταν τόσο τρομαγμένα ἀπὸ τοὺς κυνηγούς, τὂμαθαν κι αὐτὰ καὶ δὲν σκιάζονταν ἀπ’ τὸ πέρασμά της, ἀλλὰ πήγαιναν κοντὰ της καὶ μὲ τὸ βλέμμα τους ἔδειχναν τὴν ἀγάπη τους καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη τους πρὸς τὴ βασιλοπούλα, ποὺ τόσο ἀγαποῦσε ὅλη τὴ φύση. Τόσο μαγεμένη ἦταν ἡ Μελαγγέλα μὲ ὅλες αὐτὲς τὶς φωνές, ποὺ ξεχάστηκε καὶ περπατοῦσε ὁλόκληρη τὴν ἡμέρα.

Περπατῶντας στάθηκε ξαφνιασμένη μπροστὰ σὲ μιὰ κουκουβάγια, ποὺ τῆς μίλησε ἀνθρώπινα.

– Ἐγὼ δὲν πιστεύω, Μελαγγέλα, πὼς μόνο ἀπὸ τὴν ἀγάπη σου στὰ λουλούδια πῆρες μιὰ τόσο μεγάλη ἀπόφαση. Κάποια μεγαλύτερη ἀγάπη πρέπει να σὲ τραβάει τόσο μακριά.
– Ἔχεις δίκιο, κουκουβάγια μου, ἀπάντησε ἡ Μελαγγέλα. Ἐγὼ ἀγαπῶ τὸν Χριστὸ καὶ θέλω νὰ μείνω σ’ ὅλη τὴ ζωή μου μαζί του.
– Ἔτσι πές, ἀπαντάει ἡ κουκουβάγια, καὶ μ’ἔβγαλες κι ἐμένα ἀπ’ τὴν ἀπορία.
– Γειά σου περίεργη κουκουβάγια, εἶπε ἡ Μελαγγέλα καὶ συνέχισε τὸ δρόμο της.

Πρὸς τὸ δειλινὸ εἶδε ὅτι εἶχε φτάσει στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τῆς Ἰρλανδίας κοντὰ στὴ θάλασσα. Ἐκεῖ βρῆκε ἀνάμεσα στὰ βοῦρλα ἕνα μικρὸ βαρκάκι ἀπ’ αὐτὰ ποὺ τὰ λένε κουράχ, τὸ τράβηξε στὴν θάλασσα καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἔπεφτε τὸ πρῶτο σκοτάδι, ἄφοβη καὶ μὲ μιὰ γλυκιὰ χαρὰ μέσα της ἄρχισε νὰ κωπηλατεῖ πρὸς τὴν ἀπέναντη στεριὰ τῆς Βόρεις Οὐαλίας.

Εἶχε σηκωθεῖ ὁ ἥλιος ψηλά, ὅταν τὸ κουρὰχ ἀκούμπησε στὴν ἀμμουδιὰ τῆς Οὐαλικῆς ἀκτῆς. Βγῆκε χαρούμενη καὶ χώθηκε στὸ δάσος τῆς ἀκτῆς, ὥσπου ἔφτασε σ’ ἕνα λιβάδι καταπράσινο, στολισμένο μὲ ἀγριολούλουδα.

Στάθηκε νὰ τὸ ἀπολάψει, ὅταν ἄκουσε γαυγίσματα σκυλιῶν καὶ φωνὲς καβαλλάρηδων ποὺ παρακινοῦσαν τὰ ἄλογα νὰ τρέχουν γρήγορα. Εἶδε κι ἕνα βέλος νὰ καρφώνεται στὴ ῥίζα ἑνὸς δέντρου. Σὲ λίγο ἐμφανίζεται μπροστά της μιὰ φάλαγγα κυνηγῶν μὲ ἀρχηγὸ ἕνα βασιλιὰ κυνηγὸ κι αὐτόν. Τὴν ἴδια ὥρα ἕνα ἀγριοκούνελο ἔτρεξε ἀνάμεσα στὰ χόρτα καὶ πῆγε καὶ κρύφτηκε κάτω ἀπ’ τὸ μανδύα τῆς Μελαγγέλας. Κατάλαβε τότε ἡ βασιλοπούλα ὅτι αὐτὸ τὸ τρομαγμένο κουνελάκι κυνηγοῦσαν οἱ τόσοι κυνηγοὶ μὲ τοὺς σκύλους. Ἒψαξε μὲ τὰ πόδια της καὶ ἀσφάλισε τὸ κουνελάκι ἀνάμεσα στὰ δυὸ του πόδια καὶ κοίταξε τοὺς κυνηγούς, ποὺ εἶχαν σταθεῖ ἀκίνητοι καὶ τὴν κοιτοῦσαν κι αὐτοί. Τότε ὁ βασιλιὰς-κυνηγὸς προχώρησε πρὸς τὴ Μελαγγέλα καὶ τῆς λέει:

– Εἶμαι ὁ βασιλιὰς Μπρόχουελ καὶ κυνηγῶ στὸ δάσος τοῦ βασιλείου μου. Ἐσὺ ποὺ φαίνεσαι ἀρχόντισσα ἀπ’ τὸ ντύσιμο κι ἀπ’ τὸ βλέμμα σου, γιατί προστατεύεις τὰ θηράματα καὶ δὲν μᾶς ἀφήνεις νὰ κάνομε τὴν ἐπιθυμία μας; Ἐκείνη τὴν ὥρα τὸ κουνέλι ἐξεθάρρεψε ἀνάμεσα στὰ πόδια τῆς προστάτισσάς του, προχώρησε μπροστὰ κι ἔβγαλε τὸ κεφάλι του κάτω ἀπὸ τὸ μανδύα της.

Ἡ Μελαγγέλα ἤρεμα καὶ θαρρετὰ τοῦ ἀπάντησε ὅτι καὶ τὰ ζῶα τὰ δημιούργησε ὁ Θεὸς μὲ σοφία καὶ ἀγάπη. Δὲν θέλει λοιπὸν νὰ τὰ ἐξοντώνουν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ εὐχαρίστηση. Μήπως σᾶς τέλειωσαν οἱ τροφές σας στὸ παλάτι, μεγαλειότατε, καὶ βγήκατε νὰ σωθεῖτε ἀπ’ τὰ κουνέλια τοῦ δάσους;

Ὁ βασιλιὰς ἐθαύμασε καὶ τὴν ἀγγελικὴ μορφὴ τῆς βασιλοπούλας καὶ τὸ θάρρος της καὶ τὴ ρώτησε:
– Τίνος εἶσαι κοπέλα; Ποιός εἶναι ὁ πατέρας σου;
Κι ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε πὼς εἶναι ἡ βασιλοπούλα μοναχοκόρη τοῦ βασιλιὰ Τζόουχελ τῆς Ἰρλανδίας.

– Καὶ τί μπορῶ νὰ κάνω γιὰ σένα τώρα; συνεχίζει ὁ βασιλιάς. Τί ἦρθες γυρεύοντας στὸ βασίλειό μου;

– Θέλω, τοῦ λέει ἡ Μελαγγέλα, νὰ μοῦ δώσεις ἕνα κομμάτι γῆς στὸ βασίλειὸ σου, γιὰ νὰ χτίσω μοναστήρι, γιὰ νὰ μαθαίνουν καὶ τὰ δικὰ σας παιδιὰ γράμματα.
Ὁ βασιλιὰς Μπρόχουελ ἢξερε ὅτι τὰ μοναστήρια τῆς Οὐαλίας εἶναι σχολεῖα, ὅπου φοιτοῦσαν τ’ ἀρχοντόπουλα καὶ τ’ ἄλλα παιδιά, γιὰ νὰ γίνουν σοφοὶ καὶ καλοὶ ἄνθρωποι. Αὐτὰ τὰ μοναστήρια τὰ ἔλεγαν χλάν.

– Αὐτὴ τὴν ἔκταση ὅλη, ποὺ λέγεται κοιλάδα τοῦ Tannad, τῆς λέει ὁ βασιλιάς, σοῦ τὴν παραχωρῶ, γιὰ νὰ κάνεις τὸ μοναστήρι σου. Καὶ θὰ σοῦ στείλω καὶ ἐργάτες μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ὑλικά, ποὺ θὰ χρειαστεῖς.

Αὐτὰ εἶπε μόνο ὁ βασιλιὰς καὶ στράφηκε πίσω κι ἔφυγε μαζὶ μὲ ὅλη τὴ συνοδεία του. Τότε ἡ Μελαγγέλα κατάλαβε πὼς ὁ Θεὸς τὴν προόριζε γιὰ ἡγουμένη σ’ ἕνα χλὰν ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔφεραν τὸν πολιτισμὸ στοὺς Κελτικοὺς πληθυσμοὺς τῆς Οὐαλίας. Εἶδε κοντὰ στὴ θάλασσα ἕνα μεγάλο βράχο ἐπίπεδον, πῆγε πρὸς τὰ ἐκεῖ γονάτισε κι ἄνοιξε τὰ χέρια της πρὸς τὸν οὐρανό, ἐνῷ στὰ βουνὰ τῆς Ἰρλανδίας ἀπέναντι βασίλευε ὁ ἣλιος. Καὶ προσευχήθηκε ὥρα πολλή. Ὓστερα πλάγιασε πάνω στὸ βράχο κι ἀποκοιμήθηκε. Εἶναι ὁ βράχος Graig Y Guelly, ποὺ τώρα πηγαίνουν πολλοὶ προσκυνητὲς στὸ πανηγύρι τῆς ἀγίας Μελαγγέλας στὶς 27 Μαΐου.

Τὸ πρωΐ τὴν ξύπνησαν τὰ χαρούμενα τιτιβίσματα τῶν πουλιῶν καὶ ὁ φλοῖσβος τῆς θάλασσας. Καὶ πρὶν νὰ τελειώσει τὴν προσευχή της, ἔφτασαν τὰ καραβάνια μὲ τὰ ὑλικὰ τῆς οἰκοδομῆς, πέτρες ἀπὸ τὸ Νιοῦπορτ, δοκάρια ἀπὸ τὸ Κάρδιφ καὶ ἐργάτες πρόθυμοι νὰ δουλέψουν. Ἡ Μελαγγέλα τοὺς εἶπε νὰ ξεκινήσουν, κι αὐτὴ ἀπομακρύνθηκε στὸ δάσος, ὅπου μάζεψε βότανα, ἀγριοφράουλες, φουντούκια, κούμαρα καὶ ἄλλα φαγώσιμα, γιὰ νὰ ταΐσει τοὺς ἐργάτες.

Ἔτσι ἔγινε τὸ χλὰν τῆς Μελαγγέλα, κι ἔφερε καὶ σοφοὺς δασκάλους, ὅπως ὁ Γκίλντας, ὁ Νίνιαν καὶ ἄλλοι ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία καὶ μαζεύτηκαν τὰ παιδιὰ τῶν Κελτῶν καὶ μορφώθηκαν ἐκεῖ κι ἔμαθαν νὰ ζοῦν ἀσκητικά, σὰν Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ποὺ ἦταν ἀκόμα τότε. Καὶ τιμοῦμε τώρα κι ἐμεῖς τὴν ἁγία ἡγουμένη Μελαγγέλα καὶ νἄχομε καὶ τὴν εὐχή της.