Ιωάννης ο Βαπτιστής. Η ερημικήζωή
Επιμέλεια: Ερρίπης Κωνσταντίνος
Ο μοναχός ζει μέσα σε μία διαρκή μεγαλειώδη αντινομία. Απαρνείται όλες τις χαρές του κόσμου, επειδή επιζητεί την πηγή της χαράς. Παρουσιάζεται ότι μισεί τον κόσμο, ενώ απλώς τον θέτει σε δεύτερη μοίρα καταξιώνοντάς τον ταυτόχρονα με το φθαρτό του σαρκίο. Θεάται του πραγματικού κόσμου και προς αυτόν τείνει, ο εδώ τον ενοχλεί, τον αισθάνεται ως κάλυμμα βαρύ, ρυπαρό, ως μία κατ’ εξοχήν υλική τροχοπέδη. Πόθος του μέγας να ενωθεί με το ποθούμενο που είναι ο Θεός, γι’ αυτό και αδημονεί. Έχει απαρνηθεί τα πάντα και περιμένει. Αμίλητος για τους συνανθρώπους του απευθύνεται συνεχώς προς τον Δημιουργόν του και τον εκλιπαρεί: Κοιμάμαι, Κύριε, και η καρδία μου αγρυπνεί, Πότε θα έλθεις; Έτοιμη είναι, έχει απαρνηθεί κάθε τι το σαρκικό και προσβλέπει σε Σένα. Γυρίζω πίσω μου και κοιτάζω και μία απέχθεια για όλα αυτά τα γήινα πλημμυρίζει την ψυχή μου. Δεν αρνούμαι τη φύση επειδή την μισώ αλλά πως να την προτιμήσω, αφού γνώρισα τα υπέρ φύσιν;
Δεν μπορεί κανείς να μη σεβασθεί αυτά τα βιώματα αλλά τίθεται το ερώτημα: το θείον το προσεγγίζουμε μόνο με την άρνηση της φύσης ή και μέσω αυτής; Ποιος τρόπος είναι ο πλέον ενδεδειγμένος; Είναι ικανός ο άνθρωπος να κρίνει μόνος του το σωστό ή χρειάζεται την θεία αποκάλυψη; Και όταν ομιλούμε για φύση κα υπέρ φύση, πως διακρίνουμε πού τελειώνει το ένα και από πού αρχίζει το άλλο; μήπως και όλοι αυτοί, που διατείνονται ότι βιώνουν τα υπέρ φύσιν δεν κατορθώνουν τούτο με τα υλικά αυτής καθ’ εαυτής της φύσης, όπως είναι ο εγκέφαλος και η καρδιά; Μήπως πρόκειται περί εθελοτυφλίας, για να δικαιολογηθεί η τάση που έχουν μερικοί προς απομόνωση;
Χρειάζεται λοιπόν σύνεση και ικανότητα προς αυτεπίγνωση, για να περιχαρακωθεί η ιδιάζουσα αυτή συμπεριφορά και να μη καταστεί ακραία. Ο κίνδυνος είναι μέγας και ελάχιστοι κατόρθωσαν να αναχαιτίσουν αυτήν την ορμή για να μη φθάσουν στο χείλος του κρημνού. Όσοι δεν τα κατάφεραν, και είναι η πλειονότητα, αυτοί αναγνώρισαν με έκπληξη τον εαυτό τους σε περιοχές εξωλογικές, αδικαιολόγητες, μη αναστρέψιμες. Στις περιοχές αυτές, στις οποίες πίστευαν ότι μόνοι αυτοί είχαν προσεγγίσει το θείον πρόσωπο προς πρόσωπο, εκεί ακριβώς, φευ, αντίκρυσαν πλήθη άπειρα συνανθρώπων τους που είχαν αφιχθεί από διαφορετικές αφετηρίες και έψαχναν πλανεμένοι και αυτοί να βρουν το τέλος.
(«Ερμηνεία των Ιερών Ευαγγελίων κατά την τάξιν Μελχισεδέκ» εκδ. Γρηγόρη Αθήνα 2016 σελ. 142 – 143)