Πρωτ. Χριστόδουλος Μπίθας: Όλη η παράδοση μας, είναι γεμάτη από λόγο πού μπορεί να συγκινήσει την ψυχή ενός νέου ανθρώπου
Πρέπει η ενορία να ζωντανέψει, να γίνει «θεία λειτουργία μετά την θεία λειτουργία» κι ένα εργαστήρι αγιότητας. Και οι άνθρωποι να έρχονται να ακουμπάνε τις αρνήσεις τους και να βρίσκουν ένα διάλογο.
Του Σταμάτη Μιχαλακόπουλου
Στο Ενοριακό Αρχονταρίκι του Ιερού Ναού Ευαγγελιστρίας Πειραιώς και στο πλαίσιο του προγράμματος «ΕΝΟΡΙΑ εν δράσει…», o Ηλίας Λιαμής, Μουσικός – Θεολόγος, συζήτησε το θέμα «Νέοι και Εκκλησία: Δρόμος και φράχτες», με τον Πρωτοπρεσβύτερο Χριστόδουλο Μπίθα, Απόφοιτο του Οικονομικού Τμήματος της Νομικής και της Θεολογικής Σχολής, με σπουδές στη Φωτογραφία Κινηματογράφου.
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου, στο Πνευματικό Κέντρο του Ναού.
Ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα που αντιμετωπίζουν σαν πρόκληση οι ποιμένες της Εκκλησίας, είναι να βρουν μια γλώσσα που να αφορά τους ανθρώπους σήμερα, τόνισαν και οι δύο συνομιλητές. Ειδικά τους νέους, οι οποίοι ασταμάτητα φυλλορροούν έξω απ᾽ την Εκκλησία, κυρίως γιατί εμείς δεν έχουμε βρει ένα λόγο να τους μιλήσουμε.
Όπως τόνισαν, το να βρεθεί ένας τέτοιος λόγος δεν σημαίνει ότι θα αλλάξουμε τα πιστεύω μας, αλλά θα ερμηνεύσουμε το πνεύμα του Ευαγγελίου, σε ένα λόγο που θα είναι κατανοητός στους ανθρώπους της εποχής και θα τους κάνει ελκυστικό το λόγο του Θεού.
Λείπει λοιπόν το να βρούμε έναν λόγο. Κι αυτός ο λόγος να συνοδεύεται από ένα ήθος. Που θέλουν να το δουν οι νέοι άνθρωποι για να τους πείσουμε.
Η διαπίστωση που σημείωσε ο π. Χριστόδουλος είναι ότι, στον εκκλησιαστικό χώρο, σε πολλές περιπτώσεις είναι σαν να αδιαφορούμε για το τι θέλει ο κόσμος, πιστεύοντας ότι αυτό που του δίνουμε εμείς είναι αυτό το οποίο έχει ανάγκη.
Και βεβαίως έχει ανάγκη τον λόγο του Χριστού, τον λόγο της αγάπης, της ειρήνης, του Ευαγγελίου, αλλά όχι απαραίτητα με τον τρόπο που τον δίνουμε εμείς.
«Ξεχάσαμε σε πολλές περιπτώσεις ότι βρισκόμαστε στο 2016. Και μπορεί να είμαστε εκείνοι που ερμηνεύουμε τον λόγο του Θεού, μπορεί να ανήκουμε στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά δεν σημαίνει ότι φερόμαστε πραγματικά ορθόδοξα, ή φερόμαστε σαν άνθρωποι του Θεού.
Σήμερα πρέπει να το αποδείξουμε αυτό. Και για να το αποδείξεις αυτό πρέπει να βγεις και να μιλήσεις στον κόσμο, να τον αγκαλιάσεις. Αλλά πρώτα απ᾽ όλα να τον ακούσεις και να του μιλήσεις για αυτό που τον αφορά.»
Ένα παιδί μεγαλώνει σε ένα τόσο ρευστό και μοναχικό περιβάλλον, σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες, όπου ζει μια μεγάλη πολιτισμική παρακμή, και με γονείς που μπορεί να μην έχουν σχέση με την Εκκλησία.
Τα παιδιά αυτά φτάνοντας στην εφηβεία είναι αποσυντονισμένα. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, υπάρχει μια απρόσωπη κοινωνική ζωή και παρατηρείται φόβος για τη δημιουργία σχέσεων. Όλα αυτά ορίζουν τον άνθρωπο στον οποίον απευθύνεται η Εκκλησία.
Κάποιος πρέπει να τους μιλήσει κοιτώντας τους στα μάτια, είπε ο π. Χριστόδουλος. Και να τους μιλήσει για κάτι άλλο. Η διαφορά ανάμεσα στο Ευαγγέλιο και την Εκκλησία, έτσι όπως παρουσιάζεται στα μάτια τους, να την εξαλείψουμε και να γίνουν ένα. Όπου είναι το Ευαγγέλιο, εκεί είναι η Εκκλησία.
Να διαχωρίσουμε τους ανθρώπους της Εκκλησίας που έχουν ξύλινο λόγο, που είναι κλεισμένοι στον εαυτό τους και είναι αυτοδικαιωμένοι. Και να δουν ότι η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού είναι άνθρωποι που πονάνε. Ποθούν να συναντήσουν τον Χριστό, γι᾽ αυτό ποθούν να συναντήσουν και τον συνάνθρωπο. Και γι᾽ αυτό είναι ειλικρινείς με τον εαυτό τους. Κι όσο γίνεσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου σε μια πορεία αυτογνωσίας, τόσο περισσότερο θέλεις και σε αυτόν που θα μιλήσεις, να του πεις λόγο αληθείας.
Όσο λιγότερα ψέματα λες στον εαυτό σου, τόσο λιγότερα ψέματα θα πεις και στον άλλον. Και αυτός θα το καταλάβει, θα το δει στα μάτια σου, στον τρόπο που του μιλάς, στην φρασεολογία σου.
Επειδή οι άνθρωποι είμαστε ατελείς, δεν υπήρξε ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας κανένα κοινωνικό σχήμα που να ήταν τέλειο. Συνήθως σε κάθε κοινωνικό σχήμα υπάρχουν τάσεις, τα δύο άκρα και το μέτρο, που στην Εκκλησία είναι η αρετή.
Δεν υπήρχε ποτέ, μετά την περίοδο των Αποστόλων, μια ενότητα έτσι όπως την φανταζόμαστε. Πάντα υπήρχαν διαιρέσεις και τάσεις φυγόκεντρες, συμπλήρωσαν οι δύο συνομιλητές.
«Ο καθένας είναι υπεύθυνος να μάθει να επιλέγει το μέτρο ως πολίτης. Κι αν δεν το μάθει ως πολίτης, δεν θα το μάθει κι ως άνθρωπος της Εκκλησίας. Και το αντίστροφο.
Το οπλοστάσιο του πατερικού λόγου έχει τόσα πολλά συγκλονιστικά πράγματα για να συγκινήσουν ένα νέο άνθρωπο, ή αν δεν τον συγκινήσουν να του δείξουν ότι υπάρχει και μια άλλη στάση ζωής απέναντι στα πράγματα, μια άλλη οπτική.»
Αυτή η οπτική, επειδή αγγίζει τις λεπτές χορδές της ψυχής του εφήβου και του νέου ανθρώπου, άμα τις ακούσει θα πάει στο επόμενο στάδιο. Να πάρει ο ίδιος την ευθύνη της ζωής του και να μάθει να επιλέγει. Να φύγει από τον μηδενισμό που του κληροδότησαν οι άλλοι.
Κι αν μάθει να επιλέγει και πάρει την ευθύνη της επιλογής του, αρχίζει και έχει ένα ενδιαφέρον η ζωή, γιατί δεν ακολουθεί τα στερεότυπα που λένε οι άλλοι.
Όλη η παράδοση μας, είναι γεμάτη από λόγο πού μπορεί να συγκινήσει την ψυχή ενός νέου ανθρώπου.
Υπάρχει η ανάγκη του επανευαγγελισμού των Ελλήνων, τόνισε ο π. Χριστόδουλος. Υπάρχει η ανάγκη να ξανακούσουν οι Έλληνες το Ευαγγέλιο μέσα από έναν λόγο που να τους πει ότι «ζει Κύριος ο Θεός» και ότι ο Χριστός δεν είναι ένα παραμυθάκι.
Αλλά υπάρχει η βεβαιότητα της παρουσίας Του μέσα στους αιώνες, μέσα από την χάρη του Αγίου Πνεύματος, μέσα από τις μετάνοιες των απλών ανθρώπων και βέβαια μέσα από τους Αγίους.
Υπάρχουν μετάνοιες αθόρυβες κι αυτές οι μετάνοιες, όσο συμβαίνουν, μπορούν να μετασχηματίζουν τον κόσμο, να τον φωτίζουν.
Και καταλήγοντας συμπλήρωσε:
«Χρειάζεται η ανασύσταση των ενοριών. Όχι ως κέντρο μυστηρίων ή μνημόσυνων, αλλά ως ένα κέντρο ζύμωσης ιδεών που θα καταλήγουν στο λόγο του Κυρίου.
Πρέπει η ενορία να ζωντανέψει, να γίνει «θεία λειτουργία μετά την θεία λειτουργία» κι ένα εργαστήρι αγιότητας. Και οι άνθρωποι να έρχονται να ακουμπάνε τις αρνήσεις τους και να βρίσκουν ένα διάλογο.»