Ο σχολικός και διαδικτυακός εκφοβισμός, στο «ΕΝΟΡΙΑ εν δράσει…»
Κάποια παιδιά δεν έχουν τις κοινωνικές και συναισθηματικές δεξιότητες να ανταπεξέλθουν στις παρέες και στις αλληλεπιδράσεις και αυτό τα κάνει ευάλωτα στο να γίνουν θύματα και θύτες.
Του Σταμάτη Μιχαλακόπουλου
Μια ακόμη ενδιαφέρουσα και ιδιαίτερα χρήσιμη συζήτηση, πραγματοποιήθηκε στο Ενοριακό Αρχονταρίκι του Ιερού Ναού Ευαγγελιστρίας Πειραιώς, την Δευτέρα 14 Νοεμβρίου, σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο Επιστημόνων Πειραιώς στο πλαίσιο του προγράμματος «ΕΝΟΡΙΑ εν δράσει…».
Θέμα της εκδήλωσης, ήταν «Ο εκφοβισμός στον φυσικό και στο διαδικτυακό κόσμο. Ο ρόλος των γονέων» και η συζήτηση διεξήχθη ανάμεσα στον Πρόεδρο του Συνδέσμου κ. Παναγιώτη Χαρατζόπουλο, Φυσικό Msc, Med και την κα Ελένη Τζαβέλα, Αναπτυξιακή Ψυχολόγο και επιστημονική συνεργάτης της Μονάδας Εφηβικής Υγείας (Μ.Ε.Υ.), της Β΄ Παιδιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών στο Νοσοκομείο Παίδων «Π. & Α. Κυριακού».
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος «ΕΝΟΡΙΑ εν δράσει…», του Ιερού Ναού Ευαγγελιστρίας Πειραιώς.
Πρώτο θέμα της συζήτησης ήταν η έννοια του εκφοβισμού, την οποία και διευκρίνισε η κα Τζαβέλα .
Σχολικός εκφοβισμός είναι οποιαδήποτε βία ή επιθετική συμπεριφορά, που εκδηλώνεται απρόσκλητα – (δηλαδή δεν έρχεται σαν μία αντίδραση μιας υφιστάμενης επιθετικής συμπεριφοράς) – από μαθητές, με εσκεμμένο και επαναλαμβανόμενο τρόπο, αποσκοπώντας στην πρόκληση σωματικής ή ψυχολογικής βλάβης σε άλλους μαθητές, μέσα ή έξω από τον χώρο του σχολείου.
Ο διαδικτυακός εκφοβισμός είναι ακριβώς το ίδιο, με έκφανση στο διαδίκτυο. Κάθε συμπεριφορά που εκδηλώνεται μέσω ηλεκτρονικών ή διαδικτυακών μέσων, από άτομα ή ομάδες, με έναν συστηματικό και συνήθως έντονο τρόπο, που επικοινωνούν επιθετικά μηνύματα με σκοπό να βλάψουν τους άλλους.
Επομένως οι λέξεις – κλειδιά και στους δύο ορισμούς, είναι οι λέξεις «εσκεμμένο» και «απρόσκλητα». Σύμφωνα δε με τις τελευταίες έρευνες, 1 στα 3 παιδιά έχει τέτοιες εμπειρίες και 1 στα 4 έχει υποστεί το τελευταίο 12μηνο διαδικτυακό εκφοβισμό.
Επόμενο ζήτημα που τέθηκε στην συζήτηση, ήταν οι επιπτώσεις που έχει ο εκφοβισμός στα ίδια τα παιδιά. Όπως σημείωσε η κα Τζαβέλα, ξέρουμε ότι είναι πολύ σοβαρές οι ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις, πάρα πολλά τα σωματικά συμπτώματα και ότι αυτά τα αντιλαμβάνονται τα παιδιά. Και στα περισσότερα υπάρχει και μία σειρά μη ορατών επιπτώσεων που δεν τα ξέρουμε.
Έτσι παρατηρούνται πονοκέφαλοι, πόνοι στο στομάχι, κακή διάθεση, δυσκολία στον ύπνο, νευρικότητα και συμπτώματα μετατραυματικού στρες.
Συνήθως οι επιπτώσεις είναι για τα θύματα. Ξέρουμε όμως, τόνισε η κα Τζαβέλα, ότι οι επιπτώσεις είναι πολύ μεγάλες, σημαντικές και μακροχρόνιες και για τους θύτες.
Οι θύτες έχουν χειρότερη κοινωνική προσαρμογή και διπλάσια πιθανότητα να εμπλακούν σε παραβατικές συμπεριφορές στην ενήλικη ζωή. Χτίζουν ένα μοτίβο επιθετικής συμπεριφοράς, που αν δεν βοηθηθούν να βγουν απ᾽ αυτήν και έχει πια παγιωθεί, φαίνεται ότι το κουβαλάνε στην ενήλικη ζωή και εκδηλώνεται σαν παραβατική συμπεριφορά.
«Δεν επηρεάζονται όλα τα παιδιά με τον ίδιο τρόπο. Υπάρχει αυτό που λέγεται «ψυχική ανθεκτικότητα», πως ο καθένας αντέχει σε στρεσογόνα γεγονότα, πόση υποστήριξη έχει από το περιβάλλον και πόσο η απειλή αυτή που δέχεται, την αξιολογεί ως ιδιαιτέρως απειλητική για τον ίδιο.»
Άλλες επιπτώσεις τέλος είναι ορμόνες άγχους, επιδείνωση σωματικών νοσημάτων και οι αρνητικές σχέσεις με τους ομοίους.
Η συζήτηση προχώρησε ακολούθως στο γιατί συμβαίνει ο εκφοβισμός και πως εξηγείται. Απαντώντας η κα Τζαβέλα σημείωσε πως τα αίτια του εκφοβισμού υπάρχουν σε όλα τα επίπεδα, όπως το ατομικό και το οικογενειακό.
Αλλά υπάρχει και αναπτυξιακό υπόβαθρο, γιατί η εφηβεία είναι μία περίοδος όπου εκδηλώνεται πολύ ο εκφοβισμός. Άρα υπάρχουν κάποια αναπτυξιακά χαρακτηριστικά όπως η πολύ ταχεία ανάπτυξη και οι διαφορές ανάπτυξης μεταξύ των παιδιών.
Και αυτές οι διαφορές στον ρυθμό σωματικής ανάπτυξης γίνονται εμφανείς και κάποια παιδιά που είναι πιο μεγαλόσωμα, τείνουν, κάτω από κάποιες συνθήκες, να ασκούν βία στα πιο μικρόσωμα.
Συνεχίζοντας είπε:
«Κάποια παιδιά δεν έχουν τις κοινωνικές και συναισθηματικές δεξιότητες να ανταπεξέλθουν στις παρέες και στις αλληλεπιδράσεις και αυτό τα κάνει ευάλωτα στο να γίνουν θύματα και θύτες.»
Η οικογένεια είναι το πρώτο σχολείο συναισθηματικής μάθησης. Εκεί τα παιδιά μαθαίνουν πως συντηρούνται οι σχέσεις, πως λύνονται οι διαφορές και καταγράφονται αυτοί οι τρόποι και γίνονται το μοτίβο συμπεριφοράς των ίδιων των παιδιών.
Τέλος κοινωνικοί παράγοντες είναι η προβολή της βίας στα μέσα, η ενασχόληση με βιντεοπαιχνίδια που είναι επιθετικά και οι κοινωνικές ανισότητες.
Επόμενο ερώτημα ήταν αν το σχολείο μπορεί να προωθήσει τέτοιες συμπεριφορές εκφοβισμού. Η απάντηση είναι ότι μπορεί στον βαθμό που παρατηρείται ανοχή στην επιθετικότητα και δεν υπάρχει επιτήρηση από τους καθηγητές.
Όπου όμως υπάρχει καλή επικοινωνία μαθητών – καθηγητών, τα παιδιά αισθάνονται άνετα να μιλήσουν για το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν.
Δεν θα μπορούσε στην συνέχεια να μην τεθεί το θέμα της πρόληψης. Η κα Τζαβέλα σημείωσε πως πρόληψη δεν είναι μόνο να μην υπάρχει ανοχή. Τα προγράμματα που είναι αποτελεσματικά, είναι αυτά που προάγουν δεξιότητες κοινωνικές και συναισθηματικές, ώστε τα παιδιά να διαχειρίζονται και να ελέγχουν τα συναισθήματα τους.
Αναφέρθηκε στη συνέχεια σε δύο προγράμματα:
To πρόγραμμα ENABLE – Ενδυναμώνω, που στοχεύει στην καταπολέμηση του εκφοβισμού και την προαγωγή της κοινωνικής και συναισθηματικής ανάπτυξης των εφήβων και την ενίσχυση της αυτογνωσίας των εφήβων.
Και στην Γραμμή Στήριξης «ΜΕ Υποστηρίζω» (800 11 800 15) της Μονάδας Εφηβικής Υγείας (Μ.Ε.Υ.) της Β΄ Παιδιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Νοσοκομείο Παίδων «Π. & A. Κυριακού».
Λειτουργεί καθημερινά από τις 9:00 έως τις 15:00, για θέματα που αφορούν την ορθή χρήση της τεχνολογίας από ανηλίκους (εξάρτηση από το διαδίκτυο, διαδικτυακός εκφοβισμός- bullying, αποπλάνηση-grooming, ακατάλληλο περιεχόμενο, θέματα προσωπικών δεδομένων, πορνογραφικό υλικό, τζόγος, βίαια παιχνίδια κλπ). Απευθύνεται σε παιδιά, εφήβους, γονείς, εκπαιδευτικούς και ειδικούς.
Κλείνοντας τη συζήτηση η κα Τζαβέλα ανέφερε κάποιες πρακτικές συμβουλές προς τους γονείς, όταν τα παιδιά υφίστανται εκφοβισμό στο σχολείο τους.
«Η πιο σημαντική είναι να ακούσουν τα παιδιά. Να υπάρχει καλή επικοινωνία, διάλογος και συνεργασία μαζί τους. Να προτείνουν στα παιδιά να το αναφέρουν στην σχολική διεύθυνση ή σε κάποιον καθηγητή της εμπιστοσύνης τους. Και τέλος να τους παρέχουν στήριξη και ασφάλεια.»