Εγώ όταν ξαναπεράσω θα σου το ξεπληρώσω…
Πρωτ. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Μία από τις πιο δύσκολες καταστάσεις τις οποίες αντιμετωπίζουμε οι άνθρωποι και αισθανόμαστε ανήμποροι να διαχειριστούμε είναι αυτή της αχαριστίας, της αγνωμοσύνης. Όταν έχουμε κάνει ό,τι περνά από το χέρι μας για να προσφέρουμε στους άλλους, όταν έχουμε ανεχτεί και συγχωρήσει τις δυσκολίες του χαρακτήρα τους, όταν έχουμε δώσει τον ίδιο μας τον εαυτό και εισπράττουμε απόρριψη, αδιαφορία, προκλητική αντίθεση και άρνηση αναγνώρισης από εκείνους, τότε το παράπονό μας είναι μεγάλο. Και το υφιστάμεθα συχνά στη ζωή μας. Κάποτε, βεβαίως, κι εμείς, για δικούς μας λόγους, φαινόμαστε αχάριστοι στους άλλους. Όμως εκεί δεν σκεπτόμαστε τι οφείλουμε. Το πρόβλημά μας έγκειται όταν αισθανόμαστε ότι οι άλλοι μας οφείλουν.
Ο τρόπος ζωής μας σήμερα εύκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο τρόπος της αχαριστίας. Τόσο έναντι του Θεού όσο και μεταξύ των ανθρώπων το φαινόμενο έχει λάβει μεγάλες διαστάσεις. Αχαριστία είναι η γκρίνια και η μεμψιμοιρία. Αχαριστία είναι η συνειδητή άρνηση της ευχαριστίας για όσα λαμβάνουμε. Αχαριστία είναι η αίσθηση ότι η ζωή μας οφείλει τα πάντα διότι εμείς είμαστε οι ικανοί. Αχαριστία είναι η πρόκληση έναντι του Θεού ότι δεν μας δίδει αυτό που μας αξίζει, διότι εμείς προσπαθούμε να τηρούμε τις εντολές Του και κυρίως αυτές που μας αποτρέπουν από το να κάνουμε το κακό στους άλλους. Και δε θεραπεύεται εύκολα η αχαριστία. Γιατί προσκρούει στις συμπληγάδες της πέτρινης καρδιάς και του εγωκεντρικού μας κόσμου, μέσα στις οποίες συντρίβεται η αίσθηση ότι το ευχαριστώ δεν είναι ταπεινωτικό, αλλά μας δίνει αληθινή χαρά. Διότι όταν αναγνωρίζουμε ό,τι λαμβάνουμε, λίγο ή πολύ, εκτός από ευγένεια, είναι και δείγμα αρχοντικής καρδιάς να μπορούμε να καταλαβαίνουμε πως ό,τι μας δίνεται από τους άλλους δεν πρέπει να το εξετάζουμε στη λογική ότι το δικαιούμαστε, αλλά στη λογική ότι μας αγαπούνε και μας το προσφέρουν, ακόμη κι αν δεν το αξίζουμε ή δεν το αναγνωρίζουμε.
Σε μία από τις πιο ξεχωριστές παραβολές του Ευαγγελίου, στην οποία, πιστοί και μη, αρεσκόμαστε να αρκούμαστε σε ηθικολογικές ερμηνείες, αυτή του καλού Σαμαρείτη, ο Χριστός που είναι ο αυθεντικός Σαμαρείτης, διότι παραθεωρεί την έχθρα που ο άνθρωπος έχει καλλιεργήσει έναντι του Θεού και όχι μόνο στέκεται κοντά στον τραυματισμένο από τις αμαρτίες και τα πάθη πλησίον, αλλά φαίνεται πως γι’ αυτόν τον λόγο περνά από τον δρόμο στον οποίο παραφυλούνε οι δαίμονες ληστές, καθότι σαρκώθηκε για να μας σώσει από τον θάνατο, αφού περιποιηθεί τις πληγές, πηγαίνει τον ημιθανή τυγχάνοντα άνθρωπο στο πανδοχείο της Εκκλησίας και τονίζει στον πανδοχέα: «Επιμελήθητι αυτού και ό,τι αν προσδαπανήσης, εγώ εν τω επανέρχεσθαί με αποδώσω σοι» (Λουκ. 10,35). «Φρόντισέ τον κι ό,τι παραπάνω ξοδέψεις, εγώ όταν ξαναπεράσω θα σου το ξεπληρώσω».
Ο λόγος του Χριστού δεν απευθύνεται μόνο στους ιερείς, αλλά στον καθέναν από μας. Ο Χριστός αναγνωρίζει εκ των προτέρων κάθε κόπο ο οποίος είναι στηριγμένος στα δύο δηνάρια, δηλαδή στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, και την ίδια στιγμή καταβάλλεται στο πανδοχείο της Εκκλησίας και μας διαβεβαιώνει ότι θα μας ανταποδώσει εφόσον ξοδέψουμε κάτι παραπάνω, εφόσον δηλαδή καταβάλουμε από τις δικές μας δυνάμεις, από τα δικά μας χαρίσματα προκειμένου ο πλησίον μας να αποκατασταθεί υγιής. Μας υπομιμνήσκει δηλαδή ο Κύριος το χρέος μας να είμαστε πλησίον για τους άλλους. Να μη φειδόμεθα κόπων και κυρίως των χαρισμάτων μας. Αυτός μας δίνει τα πνευματικά εργαλεία, για να μπορέσουμε να έχουμε τη βάση της ίασης. Όμως ζητά από εμάς να μη λησμονήσουμε πως ό,τι έχουμε δικό μας στην Εκκλησία δίδεται για τον πλησίον και Εκείνος θα μας το επιστρέψει στην επάνοδό Του στη ζωή μας, δηλαδή κάθε φορά που μας προσφέρει τον εαυτό του στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, κάθε φορά που μας δίνει τη χαρά της πρόνοιάς Του, αλλά και στη Δευτέρα Παρουσία Του. Ο Θεός δηλαδή μας δίνει το παράδειγμα της ευγνωμοσύνης. Μας δηλώνει ότι εκτιμά κάθε κόπο μας για τον πλησίον μας. Μας ευλογεί χορηγώντας μας όσα μας χρειάζονται για την διακονία της αγάπης. Και την ίδια στιγμή δε θα αφήσει κανένα χρέος έναντί μας. Θα μας επιστρέψει στο ακέραιο τον μισθό της αγάπης να είμαστε πλησίον για τους άλλους.
Ευγνωμοσύνη όμως καλούμαστε να δείξουμε έναντι του Θεού διότι στη θέση του τραυματισμένου είμαστε κι εμείς. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην ληστεύεται από τους δαίμονες, να μην απογυμνώνεται από τα χαρίσματά του εξαιτίας της απόφασής του να πορεύεται μόνος του, κατά το θέλημά του στη διαδρομή από την Ιερουσαλήμ της Βασιλείας των Ουρανών, της ζωής δηλαδή με τον Θεό, στην Ιεριχώ του κόσμου. Μέσα στη μοναξιά του εγωκεντρισμού και της ζωής χωρίς Θεό, καραδοκούν οι ποικίλοι πειρασμοί, οι οποίοι δεν φείδονται της ύπαρξής μας, αλλά τη ληστεύουν. Της αποσπούν ό,τι όμορφο έχει και την αφήνουν ακόμη πιο μόνη. Όμως ο Σαμαρείτης θα περάσει και η ευκαιρία της ίασης θα μας δοθεί. Το ερώτημα είναι αν αποφασίσουμε να συνεχίσουμε το ταξίδι του κόσμου έχοντας ως βάση το πανδοχείο της Εκκλησίας και ως συνοδοιπόρους αυτούς που συναντούμε εκεί, αυτούς που μας αγαπούν, ή αν θα ξαναβγούμε μόνοι μας στους πειρασμούς του κόσμου, με την αίσθηση ότι είμαστε άτρωτοι. Η αμαρτία τότε θα λειτουργήσει ως αχαριστία. Άλλωστε πολλοί από εμάς θεωρούμε ότι το πανδοχείο είναι υποχρεωμένο να θεραπεύει απροϋπόθετα. Εμείς μπορούμε να συνεχίζουμε το ταξίδι μας στην Ιεριχώ του κόσμου και του πολιτισμού, χωρίς να προσέχουμε τους ληστές που καραδοκούν, αφού πάντα θα βρεθεί ένας Σαμαρείτης να μας θεραπεύσει.
Την ίδια ευγνωμοσύνη καλούμαστε κι εμείς να δείχνουμε έναντι όσων μας προσφέρουν στη ζωή μας. Όσων αισθανόμαστε ότι έχουν αποφασίσει, συνειδητά ή ασυνείδητα, να είναι πλησίον μας. Και για να το κατανοήσουμε αυτό χρειάζεται να είμαστε ενεργά μέλη του σώματος του Χριστού, του πανδοχείου της Εκκλησίας. Να μπορούμε δηλαδή να αφήνουμε κατά μέρος οποιονδήποτε διχασμό, οποιανδήποτε εχθρότητα και την ίδια στιγμή να μπορούμε να είμαστε δεκτικοί στην αγάπη των άλλων. Διότι αυτό είναι τελικά το πλέον δύσκολο. Οι άνθρωποι θεωρούμε την αγάπη αυτονόητη υποχρέωση των άλλων ή αναζητούμε ιδιοτελή κίνητρα σ’ αυτήν και στην πράξη αρνούμαστε να αποδεχτούμε το κάλλος και την αξία της. Έτσι δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε την αξία να έχουμε πλησίον μας, να είμαστε και να είναι όλοι πλησίον, χωρίς προϋποθέσεις.
Ο Σαμαρείτης έφυγε και θα ξαναέρθει. Δεν μας λέει το Ευαγγέλιο αν θα συναντήσει στο πανδοχείο τον τραυματισμένο άνθρωπο. Δεν μας λέει ακόμη αν αυτός αναγνώρισε το ότι ο Σαμαρείτης έγινε πλησίον του, ο εχθρός του τον έσωσε. Δεν μας λέει αν ο τραυματισμένος αισθάνθηκε την ανάγκη να περιμένει για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του. Αν κατενόησε ότι το ταξίδι με γνώμονα μόνο το εγώ, τις ικανότητες, τα χαρίσματα, τα προσωπικά αγαθά κινδυνεύει να μετατραπεί σε εφιάλτη, ακυρώνοντας κάθε δωρεά. Στην πράξη, αν ο άνθρωπος είναι ευγνώμων, βλέπει στην απουσία του πλησίον τον μεγαλύτερο κίνδυνο. Τον αυτοεγκλωβισμό στην αγάπη για τον εαυτό και μόνο. Την απουσία του Θεού. Την υπερήφανη αίσθηση ότι δεν χρειάζομαι τον πλησίον, ότι δεν με χρειάζεται ο πλησίον, ότι δε χρειάζεται να είμαι πλησίον. Ο καθένας για τον εαυτό του. Η μεγαλύτερη ίσως έκφραση αχαριστίας τόσο προς τον Θεό όσο και προς όσους θα θέλανε να μας δείξουν την αγάπη τους, να είναι πλησίον για εμάς. Η εικόνα του πολιτισμού της σήμερον. Καιρός για μετάνοια.